Διαδηλωτές αψήφησαν χθες Παρασκευή την απαγόρευση της κυκλοφορίας που έχει επιβληθεί στη Μπογοτά και πραγματοποίησαν διαμαρτυρία με κατσαρόλες μπροστά από το σπίτι του προέδρου της Κολομβίας Ιβάν Ντούκε, στόχο την προηγουμένη ενός μαζικού κινήματος διαμαρτυρίας. Περίπου 50 άνθρωποι παιάνισαν τον εθνικό ύμνο μπροστά από την οικία του Κολομβιανού προέδρου στο βόρειο τμήμα της Μπογοτά με τη συνοδεία του χτυπήματος κατσαρολών.

Οι διαδηλωτές αναχώρησαν ήρεμα περίπου μία ώρα μετά την έναρξη της απαγόρευσης της κυκλοφορίας στις 21:00 τοπική ώρα (04:00 του Σαββάτου ώρα Ελλάδας), ενώ σε άλλες συνοικίες της πρωτεύουσας πολλοί κάτοικοι χτυπούσαν κατσαρόλες από τα σπίτια τους. Περίπου 300 άνθρωποι διαδήλωσαν επίσης στον κεντρικό αυτοκινητόδρομο που διασχίζει τη Μπογοτά, στην οποία δεν έχει επιβληθεί πλήρης απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις διαδηλώσεις του 1977. Νωρίτερα χθες το βράδυ ο δεξιός πρόεδρος Ντούκε είχε καλέσει σε εθνικό διάλογο.

«Από την ερχόμενη εβδομάδα θα δρομολογήσω έναν εθνικό διάλογο, που θα ενισχύσει την υπάρχουσα ατζέντα της κοινωνικής πολιτικής, ώστε να εργασθούμε έτσι με τρόπο ενωτικό με ένα μεσο-μακροπρόθεσμο όραμα, που θα μας επιτρέψει να μειώσουμε τις κοινωνικές ανισότητες», ανακοίνωσε ο πρόεδρος σε τηλεοπτικό του διάγγελμα, διευκρινίζοντας ότι αυτός ο διάλογος θα πραγματοποιηθεί «σε όλες τις περιοχές, με όλους τους παράγοντες».
Πρώτο βήμα του προέδρου Ο 43χρονος Ντούκε, που δεν είναι καθόλου δημοφιλής αν και βρίσκεται λιγότερους από 15 μήνες στην εξουσία, έκανε με αυτό τον τρόπο ένα πρώτο βήμα προς τις οργανώσεις που είχαν καλέσει στη μεγαλύτερη λαϊκή κινητοποίηση των τελευταίων ετών εναντίον της κυβέρνησης. Πρόσθεσε μάλιστα ότι «αποφάσισε να ενισχύσει την παρουσία των δυνάμεων της τάξης» και έδωσε εντολή «για να την ανάπτυξη μεικτών περιπολιών της αστυνομίας και του στρατού ξηράς στα πιο κρίσιμα σημεία». Από την πλευρά του ο δήμαρχος της Μπογοτά Ενρίκε Πενιαλόσα ανακοίνωσε την επιβολή απαγόρευσης της κυκλοφορίας ως τις 06:00 του Σαββάτου (13:00 ώρα Ελλάδας) σε απάντηση στις ταραχές που ξέσπασαν σε λαϊκές συνοικίες της κολομβιανής πρωτεύουσας. Νωρίτερα εκατοντάδες άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί στο τέλος της ημέρας για να συμμετάσχουν σε διαμαρτυρίες με κατσαρόλες, κυρίως στην πλατεία Μπολίβαρ ιστορικό κέντρο της Μπογοτά, κοντά στην προεδρία, αλλά και σε άλλες πόλεις, όπως το Μεντεγίν και η Κάλι, δεύτερη και τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Κολομβίας αντίστοιχα. Οι συγκεντρώσεις στην πρωτεύουσα διαλύθηκαν, με την αστυνομία να κάνει χρήση δακρυγόνων και βομβίδων κρότου. Αρχικά την Παρασκευή οι αρχές είχαν κάνει λόγο για επιστροφή της ηρεμίας σε όλη την Κολομβία. Όμως λίγο αργότερα ξέσπασαν νέα επεισόδια μεταξύ κατοίκων των νότων προαστίων της Μπογοτά και της αστυνομίας κοντά σε σταθμούς μέσων μαζική μεταφοράς οι οποίοι είχαν υποστεί ζημιές στις κινητοποιήσεις της Πέμπτης. Καταστήματα λεηλατήθηκαν και λεωφορεία δέχθηκαν επίθεση.

Φόβοι για τους «βανδάλους»

Ο Πενιαλόσα ανακοίνωσε επίσης την επιβολή του «ξηρού νόμου», την απαγόρευση δηλαδή πώλησης αλκοολούχων ποτών ως το μεσημέρι του Σαββάτου για τον φόβο των «βανδάλων». Πρόσθεσε ότι «σχεδόν 20.000» αστυνομικοί και στρατιωτικοί έχουν αναπτυχθεί στη Μπογοτά και έχουν προχωρήσει σε περίπου 230 συλλήψεις. «Με κανέναν τρόπο δεν θα επιτρέψουμε σε μια τιποτένια μειονότητα εγκληματιών να καταστρέψει την πόλη μας», υπογράμμισε.

Επιχειρήσεις, καταστήματα, σχολεία και πανεπιστήμια παρέμεναν κλειστά, με κάποια από αυτά να έχουν τοποθετήσει φύλλα από ξύλο ή μέταλλο για να προστατεύσουν τις βιτρίνες τους. Καταγγέλλοντας τα οικονομικά, κοινωνικά μέτρα και τα μέτρα ασφαλείας της κυβέρνησης εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι διαμαρτυρήθηκαν σε ολόκληρη την Κολομβία την Πέμπτη σε γενικά ειρηνικές διαδηλώσεις. Όμως σε βίαια επεισόδια που ξέσπασαν αργότερα τρεις πολίτες σκοτώθηκαν και 122 ακόμη τραυματίστηκαν, όπως και 151 μέλη των δυνάμεων της τάξης, σε διάφορες πόλεις, σύμφωνα με επίσημο απολογισμό.


Στην απεργία και τις πορείες που είχαν ανακοινώσει την Πέμπτη συνδικάτα εργαζομένων συμμετείχαν φοιτητές, αυτόχθονες, οργανώσεις υπεράσπισης του περιβάλλοντος και η αντιπολίτευση. Χθες Παρασκευή οι διοργανωτές κάλεσαν να μην πραγματοποιηθούν νέες κινητοποιήσεις. «Η απεργία τελείωσε (…) πρέπει να επιστρέψουμε στην κανονικότητα», δήλωσε ο Χούλιο Ρομπέρτο Γκόμες πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας.

Εκτός από την πολιτική ασφαλείας, που επικεντρώνεται στην καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών, οι διαδηλωτές καταγγέλλουν την πρόθεση της κυβέρνησης να καταστήσει πιο ευέλικτη την αγορά εργασίας, να αποδυναμώσει το δημόσιο συνταξιοδοτικό ταμείο προωθώντας ιδιωτικά και να αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης. Κάποιοι ζητούν επίσης μεγαλύτερες δαπάνες για τη δημόσια παιδεία, την προστασία των αυτοχθόνων και των υπέρμαχων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και να γίνει σεβαστή η ειρηνευτική συμφωνία που υπεγράφη το 2016 με τους αντάρτες Farc, την οποία ο Ντούκε κρίνει πολύ ευνοϊκή προς αυτούς.
Η κινητοποίηση στην Κολομβία, μια χώρα με τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, πραγματοποιείται την ώρα που στη Λατινική Αμερική επικρατεί ένα κλίμα έντασης με κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις να είναι ανοικτές στον Ισημερινό, τη Χιλή και τη Βολιβία.

Τρεις νεκροί σε επίθεση σε αστυνομικό τμήμα

Τρεις αστυνομικοί σκοτώθηκαν και επτά ακόμη τραυματίστηκαν στην Κολομβία σε επίθεση με γκαζάκια εναντίον αστυνομικού τμήματος στη Σανταντέρ ντε Κουλιτσάο, στην επαρχία Κάουκα της νοτιοδυτικής Κολομβίας, ανακοίνωσαν οι αρχές της πόλης. «Σημειώθηκε επίθεση με γκαζάκια εναντίον αστυνομικού τμήματος, από την οποία δυστυχώς σκοτώθηκαν τρεις άνθρωποι και τραυματίστηκαν επτά», εκ των οποίων οι δύο σοβαρά, ανακοίνωσε ο γραμματέας του δημάρχου Χάιμε Ασπρίγια.

Ωστόσο οι τοπικές αρχές αποκλείουν η επίθεση αυτή, που σημειώθηκε περίπου στις 21:00 τοπική ώρα (04:00 ώρα Ελλάδας), να συνδέεται με το κίνημα διαμαρτυρίας εναντίον του προέδρου της Κολομβίας Ιβάν Ντούκε.
Εκτιμούν ότι ευθύνονται ένοπλες οργανώσεις που δρουν στην Κάουκα, μια περιοχή στρατηγικής σημασίας για τη διακίνηση μαριχουάνας και κοκαΐνης. «Είναι μια επίθεση οργανωμένων ομάδων που διαθέτουν μέσα και συνδέονται με τα ναρκωτικά», τόνισε ο Ασπρίγια.

Ο Ντούκε καταδίκασε στο Twitter «αυτή τη δειλή, τρομοκρατική επίθεση», δίνοντας εντολή «στις δυνάμεις της τάξης να εντοπίσουν τους υπεύθυνους» και εκφράζοντας την αλληλεγγύη του προς «τους συγγενείς των ηρώων αυτών». Από την πλευρά του ο υπουργός Άμυνας της Κολομβίας Κάρλος Χολμς Τρουχίγιο επεσήμανε ότι από την έκρηξη υπέστησαν ζημιές και γειτονικά κτίρια στα οποία κατοικούν πολίτες. Ο Ασπρίγια δήλωσε ότι η δημαρχία θα ανακοινώσει την επιβολή απαγόρευσης της κυκλοφορίας στην πόλη ως την Κυριακή προκειμένου να διασφαλιστεί η δημόσια τάξη και η ασφάλεια των κατοίκων.

Διαφωνούντες πρώην αντάρτες Farc, που έχουν απορρίψει την ειρηνευτική συμφωνία του 2016, μέλη του ELN, της τελευταίας οργάνωσης ανταρτών στην Κολομβία, αλλά και συμμορίες διακίνησης ναρκωτικών μάχονται για τον έλεγχο της επαρχίας Κάουκα, όπου υπάρχουν τεράστιες εκτάσεις ναρκοκαλλιεργειών και από όπου αναχωρούν μεγάλα φορτία ναρκωτικών με προορισμό τις ΗΠΑ. Η επαρχία αυτή ήταν πρόσφατα επίκεντρο δολοφονιών ηγετών των αυτοχθόνων και υπέρμαχων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στα τέλη Οκτωβρίου και τις αρχές Νοεμβρίου 16 άνθρωποι σκοτώθηκαν, στην πλειονότητά τους αυτόχθονες, σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη. Από την αρχή του έτους το γραφείο στην Κολομβία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα έχει καταγράψει τουλάχιστον 52 δολοφονίες στην περιοχή που ζουν οι αυτόχθονες Νάσα, στο βόρειο τμήμα της Κάουκα. Η κυβέρνηση της Κολομβίας έχει ανακοινώσει την ανάπτυξη στην Κάουκα μιας ειδικής δύναμης που αποτελείται από 2.500 στρατιωτικούς για να αντιμετωπίσουν τους αντιφρονούντες των Farc.