Ο ένας από τους δύο ψυχολόγους που διαμόρφωσαν τις μεθόδους ανάκρισης που χρησιμοποίησε η CIA μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, δικαιολόγησε τη χρήση βασανιστηρίων ενώπιον ενός στρατοδικείου στην αμερικανική στρατιωτική βάση στο Γκουαντάναμο της Κούβας, δίχως να εμφανίζει το παραμικρό ίχνος μεταμέλειας.

«Θα το έκανα και πάλι σήμερα», δήλωσε χθες Τρίτη ο Τζέιμς Μίτσελ, ο οποίος θεωρείται ο σχεδιαστής του προγράμματος ανακρίσεων με «ενισχυμένες τεχνικές» που χρησιμοποιούσε η CIA μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, κατά τη διάρκεια της προδικαστικής ακρόασης για τη δίκη των πέντε ανδρών που κατηγορούνται για το σχεδιασμό των τρομοκρατικών επιθέσεων.

Σύμφωνα με την εφημερίδα New York Times, ο Μίτσελ εξήγησε ότι μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, στις οποίες 2.976 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, θεώρησε «ηθικό καθήκον» να αποτρέψει οποιαδήποτε άλλη επίθεση.

«Η προστασία της ζωής των Αμερικανών ήταν πιο σημαντική από τη δυσφορία των τρομοκρατών που είχαν εθελοντικά πάρει τα όπλα εναντίον μας», πρόσθεσε ο ψυχολόγος, ο οποίος παραδέχτηκε ότι είχε ο ίδιος συμμετάσχει σε αρκετές ανακρίσεις με την μέθοδο του εικονικού πνιγμού (waterboarding).

Η δίκη των πέντε ανδρών που κατηγορούνται ότι σχεδίασαν τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, των οποίων ο εγκέφαλος φέρεται να ήταν ο Χάλεντ Σεΐχ Μοχάμεντ, πρόκειται να ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2021 στο Γκουαντάναμο.

Στους πέντε κατηγορουμένους, που κρατούνται εδώ και 15 χρόνια στο Γκουαντάναμο, απαγγέλθηκαν κατηγορίες πριν από δέκα χρόνια, αλλά οι διαδικασίες καθυστέρησαν λόγω της ιδιαίτερης περιπλοκότητας της υπόθεσης.

Μία από τις δυσκολίες για την κατηγορούσα αρχή είναι ότι οι κατηγορούμενοι υποβλήθηκαν σε «ενισχυμένες τεχνικές ανάκρισης» μέσα σε μυστικές φυλακές της CIA. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση του Χάλεντ Σεΐχ Μοχάμεντ (του αποκαλούμενου KSM, από τα αρχικά του ονόματός του στα αγγλικά), ο οποίος συνελήφθη το 2003 στο Πακιστάν και υποβλήθηκε πολλές φορές σε εικονικό πνιγμό, μέχρι που μεταφέρθηκε στο Γκουαντάναμο, το 2006.

Ωστόσο, το αμερικανικό δικαστικό σύστημα δεν κάνει δεκτά αποδεικτικά στοιχεία από ομολογίες που αποκτήθηκαν έπειτα από βασανιστήρια.

Άλλοι κατηγορούμενοι είναι οι Υεμενίτες Ραμζί μπεν αλ-Σάιμπα, για τον οποίον η εισαγγελία υποστηρίζει ότι επρόκειτο να συμμετάσχει στις αεροπειρατείες αλλά δεν έλαβε βίζα για τις ΗΠΑ, και ο Ουαλίντ Μπιν Ατας, ο οποίος εντόπιζε στόχους.

Ο Σαουδάραβας Μουσταφά αλ Χουσάουι που κατηγορείται ότι χρηματοδότησε τις επιθέσεις και ο ανιψιός του KSM, Άμαρ αλ Μπαλούχι ή Άλι Αμπντούλ Αζίλ-Άλι, πακιστανικής καταγωγής όπως και ο θείος του, που έχει την επιμελητειακή υποστήριξη.

Όλοι τους κινδυνεύουν να καταδικαστούν στην εσχάτη των ποινών.