Ο αριθμός των θανάτων λόγω της COVID-19 στην Ευρώπη αναμένεται να ξεπεράσει τους 300.000 , σύμφωνα με τη σημερινή καταμέτρηση του πρακτορείου Reuters, και οι αρχές φοβούνται ότι, παρά τις ελπίδες για ένα νέο εμβόλιο, οι αριθμοί των νεκρών και των περιστατικών κοροναϊού θα συνεχίσουν να αυξάνονται καθώς η περιοχή βαίνει προς τον χειμώνα.

Με μόλις το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού, η Ευρώπη αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα τέταρτο των 50,7 εκατ. κρουσμάτων και του 1,2 εκατ. θανάτων παγκοσμίως, ενώ ακόμα και τα καλά εξοπλισμένα νοσοκομεία της αρχίσουν να πιέζονται.

Αφού κατάφερε να θέσει ως ένα βαθμό υπό έλεγχο την πανδημία με εκτεταμένα lockdowns νωρίτερα φέτος, ο αριθμός των κρουσμάτων έχει αυξηθεί από το καλοκαίρι και οι κυβερνήσεις έχουν δώσει οδηγίες για ένα δεύτερο πακέτο μέτρων προκειμένου να περιοριστούν οι κοινωνικές επαφές.

Συνολικά, η Ευρώπη έχει καταγράψει περίπου 12,3 εκατ. κρούσματα και 295.000 θανάτους και την περασμένη εβδομάδα είχε 280.000 κρούσματα την ημέρα, αυξημένα κατά 10% σε σχέση με μια εβδομάδα νωρίτερα, αντιστοιχώντας τουλάχιστον στο ήμισυ όλων των νέων περιστατικών που αναφέρονται σε όλο τον κόσμο.

Οι ελπίδες αυξήθηκαν από την ανακοίνωση της Pfizer για ένα πιθανώς αποτελεσματικό νέο εμβόλιο, αλλά αυτό δεν αναμένεται να είναι γενικώς διαθέσιμο πριν από το 2021 και τα συστήματα υγείας θα πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνα τους κατά τους χειμερινούς μήνες.

Η Βρετανία, που επέβαλε νέο lockdown στην Αγγλία, έχει τον υψηλότερο αριθμό θανάτων στην Ευρώπη, περίπου 49.000, και οι ειδικοί σε θέματα υγείας έχουν προειδοποιήσει ότι με τον σημερινό μέσο όρο των άνω των 20.000 κρουσμάτων ημερησίως, η χώρα θα ξεπεράσει το «χειρότερο» σενάριο των 80.000 νεκρών.

Ωστόσο η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Ρωσία έχουν επίσης ανακοινώσει εκατοντάδες θανάτους την ημέρα και μαζί οι πέντε χώρες αντιστοιχούν περίπου στα τρία τέταρτα του συνόλου των θυμάτων.

Οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη, που ήδη είναι αντιμέτωπες με την προοπτική ενός κύματος απολύσεων και χρεωκοπιών, έχουν αναγκαστεί να επιβάλουν μέτρα ελέγχου, όπως τοπική απαγόρευση κυκλοφορίας, κλείσιμο των μη απαραίτητων καταστημάτων και περιορισμό των μετακινήσεων.

Η Γαλλία, η χειρότερα πληγείσα χώρα στην ΕΕ, κατέγραψε πάνω από 48.700 κρούσματα την ημέρα την περασμένη εβδομάδα και οι υγειονομικές αρχές στην περιοχή του Παρισιού ανακοίνωσαν την περασμένη εβδομάδα ότι έχει καταληφθεί το 92% της δυναμικότητας της περιοχής σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Αντιμέτωπα με αντίστοιχες πιέσεις, νοσοκομεία στο Βέλγιο και την Ολλανδία έχουν αναγκαστεί να στείλουν κάποιους ασθενείς σε σοβαρή κατάσταση στη Γερμανία.

Στην Ιταλία, που έγινε παγκόσμιο σύμβολο της κρίσης όταν φορτηγά του στρατού χρησιμοποιήθηκαν για να μεταφέρουν τους νεκρούς κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας, ο μέσος ημερήσιος αριθμός νέων κρουσμάτων ξεπερνά τα 32.500. Οι θάνατοι αυξάνονται κατά περισσότερο από 320 την ημέρα τις τελευταίες τρεις εβδομάδες.

Ενώ το νέο εμβόλιο που αναπτύσσουν οι Pfizer και BioNTech θα χρειαστεί χρόνο για να φθάσει, οι αρχές ελπίζουν ότι μόλις περάσει ο χειμώνας, θα μπορέσει να ανακόψει περαιτέρω εξάρσεις την επόμενη χρονιά.

Αναλυτές της Citi Private Bank χαρακτήρισαν την είδηση «το πρώτο μεγάλο βήμα προς μια μετά την COVID παγκόσμια οικονομία».

«Περισσότερο από οποιοδήποτε πακέτο δημοσιονομικών δαπανών ή πρόγραμμα δανεισμού κεντρικής τράπεζας, μια υγειονομική λύση στην COVID έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να αποκαταστήσει την οικονομική δραστηριότητα στην πλήρη δυναμική της…», ανέφεραν σε ενημερωτικό σημείωμα, επισημαίνοντας ότι ένα επιτυχημένο εμβόλιο μπορεί να καταστήσει λιγότερο απαραίτητα περαιτέρω δαπανηρά μέτρα στήριξης της οικονομίας.

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε χθες ότι η ΕΕ σύντομα θα υπογράψει συμβόλαιο για 300 εκατ. δόσεις του εμβολίου, μερικές ώρες αφού η φαρμακοβιομηχανία ανακοίνωσε τα στοιχεία για τις δοκιμές τελικού σταδίου.

Ωστόσο, ειδικοί σε θέματα υγείας προειδοποίησαν ότι το εμβόλιο, εάν εγκριθεί, δεν είναι ένα μαγικό ραβδί -- κυρίως λόγω του ότι το γενετικό υλικό από το οποίο παρασκευάζεται πρέπει να φυλάσσεται σε θερμοκρασίες -70 βαθμών Κελσίου ή και χαμηλότερες. Τέτοιου είδους απαιτήσεις δημιουργούν δυσκολίες για χώρες στην Ασία, καθώς και την Αφρική και τη Λατινική Αμερική, όπου επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες ενώ οι υποδομές είναι φτωχές.