Οι αμερικανικές αρχές έχουν επιταχύνει ραγδαία την απέλαση ασυνόδευτων παιδιών προς τη Γουατεμάλα. Υπερασπιστές ανθρώπινων δικαιωμάτων κατηγορούν την κυβέρνηση Τραμπ ότι χρησιμοποιεί την πανδημία του κοροναϊού ως πρόφαση για να άρει την προστασία ασύλου που προβλέπει η νομοθεσία των ΗΠΑ και το Διεθνές Δίκαιο από ανήλικα παιδιά.


Από τη στιγμή που ανακοινώθηκαν αυστηρότεροι έλεγχοι της μετανάστευσης τον Μάρτιο, οι ΗΠΑ έχουν απελάσει στη Γουατεμάλα περισσότερους από 1.400 ασυνόδευτους ανήλικους, σύμφωνα με στοιχεία από το Ινστιτούτο Μετανάστευσης της Γουατεμάλας. Συνολικά, 407 παιδιά εκδιώχθηκαν από τη χώρα μόνο στη διάρκεια του Οκτωβρίου.


Συγκριτικά, σε όλη τη διάρκεια του 2019, οι ΗΠΑ είχαν απελάσει 385 ασυνόδευτα παιδιά στη Γουατεμάλα.
Αμερικανοί αξιωματούχοι αναφέρθηκαν στην απειλή του κοροναϊού προκειμένου να ενεργοποιήσουν το Άρθρο 42, μια μέχρι τότε άγνωστη ρήτρα του Νόμου Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του 1944 και να νομιμοποιήσουν την καταστολή.


Ο νόμος, ο οποίος δίνει στην κυβέρνηση την εξουσία να προχωρήσει σε δράσεις έκτακτης ανάγκης για να αποτρέψει την «εισαγωγή μεταδοτικών ασθενειών», διατάσσει την άμεση εκδίωξη των μεταναστών που κρατούνται μεταξύ σημείων εισόδου στη χώρα. Επιπλέον, αρνείται σχεδόν σε οποιονδήποτε φτάνει στα σύνορα το δικαίωμα να αιτηθεί άσυλο.


Οι συνήγοροι μετανάστευσης υποστηρίζουν ότι το μέτρο παραβιάζει τα δικαιώματα των μεταναστών για πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου.
«Χωρίς μια δικαστική εντολή που να εμποδίζει την κυβέρνηση Τραμπ από την υποβολή των ασυνόδευτων παιδιών σε τέτοιου είδους ξαφνικές απελάσεις, τα παιδιά συνεχίζουν να μην έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους να αιτηθούν προστασία από τις ΗΠΑ», εξηγεί στον Guardian ο Άαρον Ράιχλιν, Μέλνικ, δικηγόρος και σύμβουλος πολιτικής του Αμερικανικού Συμβουλίου Μετανάστευσης.


«Υπό τη διαδικασία απέλασης του Άρθρου 42, η κυβέρνηση έχει υποστηρίξει ότι οι νόμοι για τη δημόσια υγεία έχουν μεγαλύτερη ισχύ από κάθε κανονική νομοθεσία για τη μετανάστευση, και τους επιτρέπουν να απελαύνουν παιδιά χωρίς καν να τους δίνουν το δικαίωμα να ζητήσουν προστασία», τονίζει. «Η κυβέρνηση Τραμπ έχει πάρει αυτές τις γενικές εξουσίες καραντίνας και τις έχει μεταφράσει ως εξουσίες που της δίνουν το δικαίωμα να εκδιώκει ανθρώπους και να καταπατά την κανονική νομοθεσία μετανάστευσης, για αυτό και λέμε ότι πρόκειται για μια παράνομη πολιτική».


Τον Ιούλιο, το Associated Press αποκάλυψε ότι η Υπηρεσία Μετανάστευσης και Δασμών (ICE) στέγαζε ασυνόδευτα παιδιά σε ξενοδοχεία πριν την απέλασή τους. Η πολιτική διακόπηκε από ομοσπονδιακό δικαστή το Σεπτέμβριο, όμως οι ταχείες απελάσεις ανηλίκων συνχίζονται. Κατά την άφιξή τους στη Γουατεμάλα, τα παιδιά μεταφέρονται σε ίδρυμα στην πόλη της Γουατεμάλας και στη συνέχεια επανενώνονται με τις οικογένειές τους.


Οργανισμοί της κοινωνίας των πολιτών, όπως η Pop No’j Association, η οποία εργάζεται εντός των αυτοχθόνων κοινοτήτων σε όλη τη Γουατεμάλα, συχνά βοηθούν τα παιδιά να επιστρέψουν στο σπίτι τους. ο οργανισμός παρέχει και ψυχολογική υποστήριξη σε ανήλικους που έχουν υποστεί το τραύμα της απέλασης και της εκδίωξης.


Πολλές από τις οικογένειες των παιδιών δεν έχουν τα χρήματα για να τα φέρουν πίσω στις κοινότητες καταγωγής τους.
«Η πλειοψηφία των οικογενειών δεν έχουν τους πόρους που απαιτούνται για να φτάσουν στην Πόλη της Γουατεμάλα», τονίζει η Σίλβια Ράκεκ, συντονίστρια ζητημάτων μετανάστευσης για το Pop No’j Association, μιλώντας στον Guardian.


Η πανδημία αρχικά «πάγωσε» τη μετανάστευση από την Κεντρική Αμερική, καθώς οι χώρες έκλειναν τα σύνορά τους και επέβαλλαν lockdown. Όμως έκτοτε η ροή των μεταναστών από τη Γουατεμάλα έχει αυξηθεί με σταθερούς ρυθμούς – σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των καταστροφικών οικονομικών επιπτώσεων των μέτρων του lockdown, σύμφωνα με τον Ράκεκ και τα στοιχεία συλλήψεων από την Υπηρεσία Προστασίας Συνόρων και Δασμών των ΗΠΑ.


«Οι συνθήκες στις χώρες καταγωγής τους επιδεινώνονται διαρκώς», επισημαίνει η Ράκεκ. «Οι άνθρωποι συνεχίζουν να μεταναστεύουν και συνεχίζουν να πιστεύουν ότι είναι πιο εύκολο να το κάνουν μαζί με τα παιδιά τους, πράγμα που δεν αληθεύει».


Σύμφωνα με τη Ράκεκ, ένας μεγάλος αριθμός νεαρών ανηλίκων μεταναστεύουν μαζί με μέλη της οικογένειάς τους ή με γνωστούς, όμως χωρίζονται κατά τη σύλληψή τους από συνοριοφύλακες. «Η αλήθεια είναι ότι δεν πηγαίνουν μόνα τους, πηγαίνουν με ένα μέλος της οικογένειάς τους ή με ένα γείτονα», εξηγεί. «Δεν πρόκειται να βρείτε ούτε ένα παιδί που να πήγε μόνο του στις ΗΠΑ, κανονικά υπάρχει ένας ενήλικας συνοδός. Μετατρέπονται σε ασυνόδευτα ανήλικα τη στιγμή της σύλληψής τους».