ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Γαλλία: Κατά 9% ανέβηκε το ποσοστό θνησιμότητας στη χώρα λόγω της πανδημίας
Κατά 9% υψηλότερο σε σχέση με τα δύο προηγούμενα χρόνια ήταν το συνολικό ποσοστό θνησιμότητας στη Γαλλία το 2020, εξαιτίας της πανδημίας του κοροναϊού,
σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών της Γαλλίας (INSEE).
Το Ινστιτούτο ανακοίνωσε την Παρασκευή 15 Ιανουαρίου, έναν συνολικό αριθμό 667.400 θανάτων από όλες τις αιτίες που καταγράφηκαν για το 2020 στη Γαλλία, 53.900 περισσότεροι σε σχέση με το 2019.
Το πιο υψηλά ποσοστά θνησιμότητας κατεγράφησαν στην περιοχή Ιλ-ντε-Φρανς γύρω από τη μητροπολιτική περιοχή του Παρισιού και στην ανατολική Γαλλία, δύο περιοχές που επλήγησαν ιδιαίτερα από την πανδημία.
«Οι θάνατοι στη Γαλλία σημαδεύτηκαν από την επιδημία COVID-19», επισημαίνει το INSEE, προσθέτοντας ότι ο αριθμός των θανάτων για το τέλος του έτους δεν έχουν διαβιβαστεί ακόμη στο ινστιτούτο.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο, το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας επηρέασε μόνο άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω. Επίσης ότι το πρώτο κύμα υψηλής θνησιμότητας κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης της πανδημίας τον Μάρτιο και τον Απρίλιο ήταν μικρότερο από τη δεύτερο που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο.
Το Ινστιτούτο ανακοίνωσε την Παρασκευή 15 Ιανουαρίου, έναν συνολικό αριθμό 667.400 θανάτων από όλες τις αιτίες που καταγράφηκαν για το 2020 στη Γαλλία, 53.900 περισσότεροι σε σχέση με το 2019.
Το πιο υψηλά ποσοστά θνησιμότητας κατεγράφησαν στην περιοχή Ιλ-ντε-Φρανς γύρω από τη μητροπολιτική περιοχή του Παρισιού και στην ανατολική Γαλλία, δύο περιοχές που επλήγησαν ιδιαίτερα από την πανδημία.
«Οι θάνατοι στη Γαλλία σημαδεύτηκαν από την επιδημία COVID-19», επισημαίνει το INSEE, προσθέτοντας ότι ο αριθμός των θανάτων για το τέλος του έτους δεν έχουν διαβιβαστεί ακόμη στο ινστιτούτο.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο, το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας επηρέασε μόνο άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω. Επίσης ότι το πρώτο κύμα υψηλής θνησιμότητας κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης της πανδημίας τον Μάρτιο και τον Απρίλιο ήταν μικρότερο από τη δεύτερο που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο.