Ακόμα και μία δόση των εμβολίων Pfizer και AstraZeneca προστατεύει κατά 60% τα άτομα 65 ετών
Δεν είναι όμως ικανή να εξαλείψει τον κίνδυνο μετάδοσης του κοροναϊού
Ακόμα και μία δόση των εμβολίων των Pfizer/BioNTech και της AstraZeneca προστατεύει κατά 60% τα άτομα 65 ετών και άνω από τη νόσο Covid-19, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet Infectious Diseases. Ωστόσο όπως επισημαίνεται η μια δόση δεν είναι ικανή να εξαλείψει τον κίνδυνο μετάδοσης του κοροναϊού.
Η έρευνα που πρόκειται να παρουσιαστεί στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Κλινικής Μικροβιολογίας και Μολυσματικών Νόσων (9-12 Ιουλίου) έγινε από ερευνητές του Ινστιτούτου Πληροφορικής της Υγείας του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL). Αξίζει να σημειωθεί ότι η μελέτη ολοκληρώθηκε πριν από την εμφάνιση του στελέχους Δέλτα του SARS-CoV-2 που κυριαρχεί τώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Συγκεκριμένα, οι Δρ. Μαντουμιτα Σροτρι και Λάουρα Σαλκρος αξιολόγησαν δεδομένα που αφορούσαν άτομα 65 ετών και άνω που διέμεναν σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων (ΜΦΗ). Πρόκειται για μια ομάδα πληθυσμού που επλήγη ιδιαίτερα από την επιδημία σε όλες τις χώρες. Για τον λόγο αυτό από την αρχή της εμβολιαστικής εκστρατείας οι ηλικιωμένοι ένοικοι των ΜΦΗ απέκτησαν πρώτοι πρόσβαση στα εμβόλια για τη λοίμωξη Covid-19.
Για να μελετήσουν πραγματικά δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά της Covid-19 (Pfizer και AstraZeneca) σε ΜΦΗ, οι συγγραφείς της μελέτης χρησιμοποίησαν στοιχεία από τη μελέτη VIVALDI, μια συνεχιζόμενη μελέτη από τον Ιούνιο του 2020 για τη διερεύνηση της μετάδοσης του SARS-CoV-2, των αποτελεσμάτων της μόλυνσης και της ανοσίας, σε ενοίκους και προσωπικό δομών μακροχρόνιας περίθαλψης στην Αγγλία που παρέχουν κατ' οίκον ή νοσηλευτική φροντίδα σε ενήλικες 65 ετών και άνω.
Στο δείγμα συμπεριλήφθηκαν ένοικοι ΜΦΗ που υποβάλλονται σε τεστ ρουτίνας για τον SARS-CoV-2 μεταξύ 8 Δεκεμβρίου 2020 (ημερομηνία χορήγησης του πρώτου εμβολίου στην ομάδα μελέτης) και 15 Μαρτίου 2021. Αυτή η μελέτη ολοκληρώθηκε πριν από την εμφάνιση της παραλλαγής Delta του SARS-CoV-2 που κυριαρχεί τώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι ερευνητές υπολόγισαν τον μειωμένο κίνδυνο λοίμωξης (θετικό PCR test) σε 0-6 ημέρες, 7-13 ημέρες, 14-20 ημέρες, 21-27 ημέρες, 28-34 ημέρες, 35-48 ημέρες και 49 ημέρες και μετά από τον εμβολιασμό, σε σύγκριση με τους μη εμβολιασμένους, συνεκτιμώντας την ηλικία, το φύλο, την προηγούμενη λοίμωξη, τη συχνότητα του SARS-CoV-2 και τις κλίνες στις ΜΦΗ.
Η ανάλυση περιελάμβανε 10.412 φιλοξενούμενους σε ΜΦΗ, ηλικίας 65 ετών και άνω από 310 δομές, μέσης ηλικίας 86 ετών, εκ των οποίων το 70% ήταν γυναίκες και 1.155 κάτοικοι (11%) είχαν ιστορικό προηγούμενης λοίμωξης SARS-CoV-2. Συνολικά 9.160 (88%) έλαβαν τουλάχιστον μία δόση εμβολίου κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης, εκ των οποίων 6.138 (67%) Astrazeneca και 3.022 (33%) έλαβαν Pfizer.
Μεταξύ 8 Δεκεμβρίου 2020 και 15 Μαρτίου 2021, πραγματοποιήθηκαν 36.352 τεστ PCR, με τα 1.335 να είναι θετικά (713 σε μη εμβολιασμένους και 612 σε εμβολιασμένους). Ο κίνδυνος μόλυνσης ήταν 56% χαμηλότερος στους εμβολιασμένους μετά από 28 έως 34 ημέρες, και 62% χαμηλότερος στις 35-48 ημέρες. Παρόμοια ποσοστά στις 35-48 ημέρες παρατηρήθηκαν για το εμβόλιο της AstraZeneca (68% μειωμένος κίνδυνος μόλυνσης) και της Pfizer (65% μειωμένος κίνδυνος).
«Ο εμβολιασμός με μια δόση είτε του εμβολίου της AstraZeneca είτε της Pfizer μειώνει τον κίνδυνο λοίμωξης Covid-19 σε ηλικιωμένους που διαβιούν σε κλειστές δομές. Τα ευρήματά μας δείχνουν επίσης ότι ο εμβολιασμός έχει επίδραση στην μεταδοτικότητα του SARS-CoV-2 μειώνοντας τον συνολικό αριθμό λοιμώξεων στους ενοίκους των ΜΦΗ, καθώς και τη μολυσματικότητα. Το προστατευτικό αποτέλεσμα μιας εφάπαξ δόσης εμβολιασμού είναι εμφανές από τέσσερις έως τουλάχιστον επτά εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό, γεγονός που παρέχει κάποια στοιχεία για την παράταση του διαστήματος μεταξύ των δόσεων πέραν των τριών εβδομάδων, σύμφωνα με την πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου. Ωστόσο, ακόμη και μετά από τέσσερις εβδομάδες, μία δόση εμβολίου δεν εξαλείφει τον κίνδυνο μόλυνσης, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία των μη φαρμακευτικών μέτρων για τον έλεγχο της μετάδοσης στις ΜΦΗ», σημειώνουν στα συμπεράσματα της μελέτης οι ερευνητές.