ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Γερμανία: Οι εκλογές ορόσημο και το τέλος εποχής
Οι δύο λόγοι που καθιστούν τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου ορόσημο για τα πολιτικά πράγματα στη Γερμανία
Κάτι λιγότερο από ένας μήνας απέμεινε για το τέλος εποχής
Γερμανία με την αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την καγκελαρία. Οι εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου αποτελούν ορόσημο τόσο για τη Γερμανία όσο και για την Ευρώπη, όχι μόνο λόγω της αποχώρησης μιας σημαντικής προσωπικότητας, όπως η καγκελάριος Μέρκελ, από την ενεργό πολιτική, αλλά και για δύο επιπλέον λόγους.
Το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία δείχνει να αλλάζει έπειτα από κυριαρχία 15 ετών του κεντροδεξιού συνασπισμού CDU / CSU και τους σοσιαλδημοκράτες του SPD να εμφανίζονται έτοιμοι για να μπουν στην καγκελαρία.
Την ώρα που το προεκλογικό καλοκαίρι σημαδεύτηκε από τις πλημμύρες με τους 180 νεκρούς της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας, ο πρωθυπουργός του ομόσπονδου κρατιδίου και υποψήφιος καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών, Αρμιν Λάσετ, όχι απλώς δεν κατάφερε να χειριστεί την καταστροφή, αλλά επέδειξε κακά αντανακλαστικά, τα οποία του κοστίζουν στις μετρήσεις κοινής γνώμης αναφορικά με την καταλληλότητά του να ηγηθεί της ισχυρότερης χώρας της Ευρώπης.
Την ίδια στιγμή, η υποψήφια των Πρασίνων, Αναλένα Μπέρμποκ, η οποία την περασμένη άνοιξη φαινόταν ότι μπορεί να κάνει την έκπληξη για τους Πρασίνους, τελικά κατέρρευσε δημοσκοπικά στην κοινή γνώμη της Γερμανίας. Ο λόγος είναι ότι από τον εξονυχιστικό έλεγχο των Αρχών αποδείχθηκε ότι είχε αποκρύψει εισοδήματα 25.000 ευρώ, ένα ποσό αρκετό για να τη ρίξει στην τρίτη θέση των μετρήσεων, από την πρώτη που βρισκόταν τον Μάιο.
Ο υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών, Όλαφ Σολτς.
Μεγάλος κερδισμένος από τα λάθη των αντιπάλων του εμφανίζεται ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος καγκελάριος, Ολαφ Σολτς, ο οποίος φαντάζει ως η καλύτερη λύση για την καγκελαρία. Παράλληλα, το επιτελείο του έχει εστιάσει στα δυνατά σημεία του υποψηφίου του SPD, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την ατζέντα του κόμματος.
Καθοριστική για την εξέλιξη της προεκλογικής περιόδου ήταν δημοσκόπηση του γερμανικού Ινστιτούτου Forsa που διεξήχθη για λογαριασμό των δικτύων RTL και n-tv.
Στη συγκεκριμένη μέτρηση αποτυπώνεται η αλλαγή πολιτικού κλίματος, με το SPD να συγκεντρώνει 23% και να έρχεται πρώτο έπειτα από 15 χρόνια και τον συνασπισμό CDU / CSU με 22% να καταγράφει τη χειρότερη επίδοσή του από το 1984.
Το πολιτικό κλίμα ενδέχεται να αλλάξει στη Γερμανία, αν επιβεβαιωθούν οι μετρήσεις, ωστόσο το εκλογικό σύστημα δεν ανατρέπεται και επιβάλλει κυβερνήσεις συνεργασίας, με τον μοναδικό καγκελάριο που έχει κυβερνήσει με απόλυτη πλειοψηφία να είναι ο Χριστιανοδημοκράτης Κόνραντ Αντενάουερ το 1957.
Η συνθήκη των κυβερνήσεων συνεργασίας σε συνδυασμό με το προφίλ του Ολαφ Σολτς ενισχύουν, σύμφωνα με Γερμανούς αναλυτές, το ενδεχόμενο ο επόμενος καγκελάριος να μην προέρχεται απαραίτητα από το πρώτο κόμμα.
Πρόκειται για το φαινόμενο που είχε παρατηρηθεί στο δημοψήφισμα της Μεγάλης Βρετανίας για το Brexit, το καλοκαίρι του 2016, και επαναλήφθηκε λίγους μήνες αργότερα στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, με τις μετρήσεις να πέφτουν έξω στην πρόβλεψη του αποτελέσματος. Εκτοτε δεν υπήρξε ανάλογο φαινόμενο μεγάλης κλίμακας παγκοσμίως, πόσω μάλλον στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Επειτα από έξι χρόνια, το ερώτημα της πιστότητας και της ακρίβειας των προεκλογικών δημοσκοπήσεων επανήλθε στον δημόσιο διάλογο της Γερμανίας μπροστά στο ενδεχόμενο μιας μείζονος πολιτικής αλλαγής, όπως αυτή που δείχνουν οι μετρήσεις.
Η σχετική συζήτηση ενισχύεται και από το γεγονός ότι στις εκλογές του 2017 ο Σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος Μάρτιν Σουλτς εμφανιζόταν στις αρχές του έτους να έχει αυξητική τάση στις δημοσκοπήσεις, διαμορφώνοντας ένα κλίμα γύρω από την υποψηφιότητά του το οποίο δεν επιβεβαιώθηκε, καθώς το SPD σημείωσε τη χειρότερη επίδοση της ιστορίας του σε εκλογές.
Ενισχυτικό της αμφισβήτησης στις δημοσκοπήσεις ήταν το εκλογικό αποτέλεσμα στις τοπικές εκλογές στη Σαξονία - Ανχαλτ. Παρόλο που οι μετρήσεις προέβλεπαν ντέρμπι ανάμεσα στο χριστιανοδημοκρατικό CDU και το ακροδεξιό AfD, το αποτέλεσμα ήταν εντελώς διαφορετικό, με το CDU να έρχεται πρώτο με διαφορά.
Σε κάθε περίπτωση, οι εκλογές στη Γερμανία θα είναι ορόσημο, αφού είτε θα σημάνουν την αλλαγή σελίδας στη χώρα με την επιστροφή των Σοσιαλδημοκρατών είτε θα εγκαινιάσουν μια νέα περίοδο αμφισβήτησης των δημοσκοπήσεων.
Οτιδήποτε από τα δύο και αν συμβεί, πάντως, Γερμανοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η θέση του Βερολίνου απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την ευρωζώνη δεν θα αλλάξει σημαντικά.
στη Το πολιτικό σκηνικό στη Γερμανία δείχνει να αλλάζει έπειτα από κυριαρχία 15 ετών του κεντροδεξιού συνασπισμού CDU / CSU και τους σοσιαλδημοκράτες του SPD να εμφανίζονται έτοιμοι για να μπουν στην καγκελαρία.
Την ώρα που το προεκλογικό καλοκαίρι σημαδεύτηκε από τις πλημμύρες με τους 180 νεκρούς της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας, ο πρωθυπουργός του ομόσπονδου κρατιδίου και υποψήφιος καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών, Αρμιν Λάσετ, όχι απλώς δεν κατάφερε να χειριστεί την καταστροφή, αλλά επέδειξε κακά αντανακλαστικά, τα οποία του κοστίζουν στις μετρήσεις κοινής γνώμης αναφορικά με την καταλληλότητά του να ηγηθεί της ισχυρότερης χώρας της Ευρώπης.
Την ίδια στιγμή, η υποψήφια των Πρασίνων, Αναλένα Μπέρμποκ, η οποία την περασμένη άνοιξη φαινόταν ότι μπορεί να κάνει την έκπληξη για τους Πρασίνους, τελικά κατέρρευσε δημοσκοπικά στην κοινή γνώμη της Γερμανίας. Ο λόγος είναι ότι από τον εξονυχιστικό έλεγχο των Αρχών αποδείχθηκε ότι είχε αποκρύψει εισοδήματα 25.000 ευρώ, ένα ποσό αρκετό για να τη ρίξει στην τρίτη θέση των μετρήσεων, από την πρώτη που βρισκόταν τον Μάιο.
Καθοριστική για την εξέλιξη της προεκλογικής περιόδου ήταν δημοσκόπηση του γερμανικού Ινστιτούτου Forsa που διεξήχθη για λογαριασμό των δικτύων RTL και n-tv.
Στη συγκεκριμένη μέτρηση αποτυπώνεται η αλλαγή πολιτικού κλίματος, με το SPD να συγκεντρώνει 23% και να έρχεται πρώτο έπειτα από 15 χρόνια και τον συνασπισμό CDU / CSU με 22% να καταγράφει τη χειρότερη επίδοσή του από το 1984.
Το πολιτικό κλίμα ενδέχεται να αλλάξει στη Γερμανία, αν επιβεβαιωθούν οι μετρήσεις, ωστόσο το εκλογικό σύστημα δεν ανατρέπεται και επιβάλλει κυβερνήσεις συνεργασίας, με τον μοναδικό καγκελάριο που έχει κυβερνήσει με απόλυτη πλειοψηφία να είναι ο Χριστιανοδημοκράτης Κόνραντ Αντενάουερ το 1957.
Η συνθήκη των κυβερνήσεων συνεργασίας σε συνδυασμό με το προφίλ του Ολαφ Σολτς ενισχύουν, σύμφωνα με Γερμανούς αναλυτές, το ενδεχόμενο ο επόμενος καγκελάριος να μην προέρχεται απαραίτητα από το πρώτο κόμμα.
Ο φόβος μιας επανάληψης του 2016 στις δημοσκοπήσεις
Ο δεύτερος λόγος που καθιστά την εκλογική αναμέτρηση της 26ης Σεπτεμβρίου ορόσημο είναι κατά πόσο θα επιβεβαιωθούν τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων.Πρόκειται για το φαινόμενο που είχε παρατηρηθεί στο δημοψήφισμα της Μεγάλης Βρετανίας για το Brexit, το καλοκαίρι του 2016, και επαναλήφθηκε λίγους μήνες αργότερα στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, με τις μετρήσεις να πέφτουν έξω στην πρόβλεψη του αποτελέσματος. Εκτοτε δεν υπήρξε ανάλογο φαινόμενο μεγάλης κλίμακας παγκοσμίως, πόσω μάλλον στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Επειτα από έξι χρόνια, το ερώτημα της πιστότητας και της ακρίβειας των προεκλογικών δημοσκοπήσεων επανήλθε στον δημόσιο διάλογο της Γερμανίας μπροστά στο ενδεχόμενο μιας μείζονος πολιτικής αλλαγής, όπως αυτή που δείχνουν οι μετρήσεις.
Η σχετική συζήτηση ενισχύεται και από το γεγονός ότι στις εκλογές του 2017 ο Σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος Μάρτιν Σουλτς εμφανιζόταν στις αρχές του έτους να έχει αυξητική τάση στις δημοσκοπήσεις, διαμορφώνοντας ένα κλίμα γύρω από την υποψηφιότητά του το οποίο δεν επιβεβαιώθηκε, καθώς το SPD σημείωσε τη χειρότερη επίδοση της ιστορίας του σε εκλογές.
Ενισχυτικό της αμφισβήτησης στις δημοσκοπήσεις ήταν το εκλογικό αποτέλεσμα στις τοπικές εκλογές στη Σαξονία - Ανχαλτ. Παρόλο που οι μετρήσεις προέβλεπαν ντέρμπι ανάμεσα στο χριστιανοδημοκρατικό CDU και το ακροδεξιό AfD, το αποτέλεσμα ήταν εντελώς διαφορετικό, με το CDU να έρχεται πρώτο με διαφορά.
Σε κάθε περίπτωση, οι εκλογές στη Γερμανία θα είναι ορόσημο, αφού είτε θα σημάνουν την αλλαγή σελίδας στη χώρα με την επιστροφή των Σοσιαλδημοκρατών είτε θα εγκαινιάσουν μια νέα περίοδο αμφισβήτησης των δημοσκοπήσεων.
Οτιδήποτε από τα δύο και αν συμβεί, πάντως, Γερμανοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η θέση του Βερολίνου απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την ευρωζώνη δεν θα αλλάξει σημαντικά.