Ανάλυση CNN: Κερδίζει έδαφος η Ακροδεξιά σε ΗΠΑ - Ευρώπη, ενώ ο Πούτιν επιτίθεται στη φιλελεύθερη δυτική τάξη
Tο CNN κάνει μια καταγραφή του πολιτικού «σκηνικού», που δημιουργείται σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
Την ώρα που η Ρωσία κλιμακώνει την επίθεση στην Ουκρανία, την πιο βάναυση επίθεση των τελευταίων δεκαετιών στη φιλελεύθερη δυτική τάξη, τροφοδοτείται από την οικονομική πίεση, την εχθρότητα προς τους μετανάστες και τον πολιτισμικό πόλεμο, ένα ρεύμα ακραίου λαϊκισμού και αναστατώνει κάποιες από τις σημαντικότερες δημοκρατίες του κόσμου.
Έτσι, το CNN κάνει μια καταγραφή του πολιτικού «σκηνικού», που δημιουργείται σε ΗΠΑ και Ευρώπη.
Στη Γαλλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ουγγαρία και αλλού, το Κέντρο φαίνεται να χάνει έδαφος στην πολιτική, καθώς οι μετριοπαθείς μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο έναντι των ριζοσπαστών είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς, εν μέσω μιας εκτεταμένης δημόσιας δυσαρέσκειας ύστερα από μια πανδημία δύο ετών που έκανε τις κυβερνήσεις να περιορίσουν σημαντικά τις ατομικές ελευθερίες.
Μάλιστα, μόλις πριν από 17 μήνες, η προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ που κέρδισε ένας βετεράνος πολιτικός τού πρώην πάγιου καθεστώτος, ο νυν πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, φάνηκε να προαναγγέλλει το τέλος του δρόμου για τον μετριοπαθή εναντίον ενός απρόβλεπτου αυταρχικού, του Ντόναλντ Τραμπ.
Ωστόσο, οι Ρεπουμπλικανοί, που εξακολουθούν να συγκινούνται από τον Τραμπ, και πολλοί εξ αυτών αφομοιώνουν τα αδιανόητα ψέματά του περί εκλογικής νοθείας προκειμένου να κερδίσουν την εύνοια των υποστηρικτών του, φαίνεται να βρίσκονται σε πορεία προς τη Βουλή και ίσως και τη Γερουσία, στις ενδιάμεσες εκλογές το φθινόπωρο.
Εκμεταλλεύονται τη βαθιά απογοήτευση σε όλη τη χώρα για τις αυξανόμενες τιμές και το υψηλό κόστος των καυσίμων που ο Μπάιντεν δεν μπόρεσε να περιορίσει. Επίσης, πολλοί αναπαράγουν απαράδεκτα μηνύματα για εθνικά, φυλετικά ή LGBTQ θέματα και για τη μετανάστευση, υπονοώντας ότι η παραδοσιακή αμερικανική κουλτούρα κινδυνεύει να καταστραφεί.
Ακόμη, στη Γαλλία, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, η επιτομή του τεχνοκρατικού ελιτισμού, αντιμετωπίζει τις επόμενες δύο εβδομάδες έναν σκληρό αγώνα για να ανατρέψει τη δυναμική τής αντιπάλου του στις προεδρικές εκλογές, ακροδεξιάς, πολέμιας των μεταναστών και του Ισλάμ και υπέρ του Πούτιν, Μαρί Λεπέν.
Παράλληλα, η υπέρ του Τραμπ πτέρυγα της ευρωπαϊκής πολιτικής σημείωσε μια νίκη που μόνο ευχάριστη μπορεί να φανεί στον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν. Ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν, που αποτελεί μάστιγα για την ελευθερία του Τύπου, τους ηγέτες της ΕΕ και τις δημοκρατικές αξίες, μπορεί να συνεχίσει το έργο του έπειτα από τη συντριπτική εκλογική νίκη νωρίτερα αυτόν τον μήνα. Ο Όρμπαν, αγαπημένος του κινήματος του Τραμπ «Make America Great Again» και των συντηρητικών τηλεοπτικών ειδημόνων, επωφελήθηκε από τις κινήσεις του στις εκλογικές περιφέρειες και τους φιλικούς προς αυτόν προπαγανδιστές του Τύπου για να αψηφήσει τις προβλέψεις ότι η δημοφιλία του εξασθενούσε.
Η συνεχιζόμενη κυριαρχία του Τραμπ στην πολιτική των Ρεπουμπλικανών, η νίκη του Όρμπαν και η σφιχτή κούρσα επανεκλογής του Μακρόν υπογραμμίζουν πως οι καθιερωμένες δομές δημοκρατίας στα δυτικά έθνη παραμένουν ευάλωτες, όχι μόνο από εχθρικές εξωτερικές δυνάμεις, όπως η ανάμειξη του Πούτιν στις εκλογές, αλλά και από την αντίληψη ότι οι παραδοσιακοί πολιτικοί δεν είναι σε θέση να λύσουν τα προβλήματα των ανθρώπων.
Ορμητική τάση προς τα πολιτικά άκρα
Οι χειρότερες προβλέψεις για την απόδοση του Μακρόν στον πρώτο γύρο των εκλογών δεν έγιναν πραγματικότητα, καθώς κέρδισε με διαφορά περίπου 5 ποσοστιαίων μονάδων. Αλλά η άτονη εκστρατεία του έδωσε στη Λεπέν ένα άνοιγμα για να χαρακτηρίσει τον Γάλλο πρόεδρο -ο οποίος πάντα αγωνιζόταν να δείξει ότι κατανοεί τις οικονομικές δυσκολίες των ψηφοφόρων- ως αδιάφορο για τον υψηλό πληθωρισμό και τις τιμές της ενέργειας.
Καθώς προτοιμάζεται για τον δεύτερο γύρο της εκλογικής κούρσας, ο Μακρόν αυτοπροσδιορίστηκε ως προπύργιο ενάντια στον λαϊκισμό και τον εξτρεμισμό στη Γαλλία και στο εξωτερικό.
«Θέλω η Γαλλία να είναι μέρος μιας ισχυρής ΕΕ, συνεχίζοντας να δημιουργεί συμμαχίες με τις μεγάλες δημοκρατίες του κόσμου για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας. Δεν θέλω μια Γαλλία που φεύγει από την ΕΕ και έχει συμμάχους μόνο λαϊκιστές και ξενοφοβικούς. Δεν είμαστε εμείς αυτό», δήλωσε ο Γάλλος πρόεδρος μετά το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου.
Μετά την ουσιαστική εξαφάνιση της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης στη γαλλική πολιτική σκηνή, περίπου το 50% των ψήφων πήγε στα ριζοσπαστικά κόμματα της δεξιάς και της αριστεράς. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό παραλληλίζεται με την εξάλειψη των μετριοπαθών Ρεπουμπλικανών στην Ουάσιγκτον από τον αυταρχικό Τραμπ.
Στις ΗΠΑ, ο Μπάιντεν κέρδισε το 2020 φλερτάροντας τα μετριοπαθή προάστια, αλλά οι προοδευτικοί κατάφεραν να «σύρουν» την προεδρία προς τα αριστερά μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, με τρόπο που μπορεί να έχει αποξενώσει αρκετούς κεντρώους ψηφοφόρους.
Η Λεπέν έχει εργαστεί σκληρά σχετικά με την προηγούμενη υποστήριξή της στον Πούτιν και τους όρκους της να βγάλει τη Γαλλία από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά αν πετύχαινε μια αιφνιδιαστική νίκη, ο συνασπισμός κατά του Πούτιν στην Ευρώπη θα δεχόταν σοβαρή πίεση και ο Ρώσος ηγέτης θα είχε μια νέα ευκαιρία να δημιουργήσει καινούργιους διαχωρισμούς μεταξύ των συμμάχων. Ο Μακρόν υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός στην κρίση της Ουκρανίας, διατηρώντας ανοιχτές γραμμές επικοινωνίας με το Κρεμλίνο, ενώ αναδεικνύεται και ο σημαντικότερος σύμμαχος του Μπάιντεν στην Ευρώπη.
«Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία δυνάμωσε τη Δύση όσο ποτέ άλλοτε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο κόσμος είναι πλέον διχασμένος μεταξύ των χωρών που υπερασπίζονται το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία και εκείνων που αγωνίζονται για τον τερματισμό αυτών των αξιών» δήλωσε ο Νικολά Ντουνγκάν, ανώτερος συνεργάτης του Ατλαντικού Συμβουλίου. Ωστόσο, η νίκη του Μακρόν στον πρώτο γύρο και η νέα δυναμική ρητορική δημιούργησαν την προοπτική ότι θα μπορούσε να είναι ένα φράγμα κατά του εξτρεμισμού, τουλάχιστον στη Γαλλία.
«Σήμερα είμαστε κάπως ανακουφισμένοι ότι θα μπορούμε να βασιζόμαστε στη γαλλική ηγεσία στο μέλλον» δήλωσε ο Ντουνγκάν μετά τα αποτελέσματα της Κυριακής στις εκλογές, τις οποίες παρακολούθησαν με αρκετή ανησυχία αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Η ακροδεξιά απειλεί τη δημοκρατία
Ωστόσο, κανείς από όσους ανησυχούν για την απειλή που συνιστά ο εξτρεμισμός για τη δημοκρατία, βασικό θέμα της προεδρίας του Μπάιντεν, δεν θεωρεί δεδομένη τη νίκη του Μακρόν στον δεύτερο γύρο.
«Η ακροδεξιά δεν ήταν ποτέ τόσο κοντά στη νίκη», δήλωσε χαρακτηριστικά η ηττημένη Γαλλίδα ρεπουμπλικανική υποψήφια, Βαλερί Πεκρές.
Το 2016, η λαϊκιστική εξέγερση που οδήγησε τη Βρετανία να ψηφίσει υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν μια στιγμή που προμήνυε τη σταυροφορία των αουτσάιντερ του Τραμπ, που συνέτριψε τις ελπίδες της Δημοκρατικής Χίλαρι Κλίντον στον Λευκό Οίκο.
Έξι χρόνια αργότερα, φαίνεται να υπάρχουν κακοί οιωνοί για τους Δημοκρατικούς σε όλη τη Μάγχη. Η Λεπέν μπόρεσε να δώσει ώθηση στην εκστρατεία της, πραγματοποιώντας πολλές συγκεντρώσεις σε αγροτικές περιοχές, υπογραμμίζοντας τον «τιμωρητικό» φόρο του πληθωρισμού που ανέβασε το κόστος ζωής και επιδεινώθηκε από τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία.
Ο Μπάιντεν, ο οποίος επανειλημμένα έχει δηλώσει στους Αμερικανούς ότι ο πληθωρισμός ήταν ένα «μεταβατικό» ζήτημα που προέκυψε από την πανδημία, προσπάθησε σκληρά να δείξει στη χώρα ότι κατανοεί τις επιπτώσεις του. Αλλά θα μπορούσε να πληρώσει βαρύ τίμημα στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, εάν οι ήδη δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι εξακολουθούν να είναι εξαγριωμένοι με τους καθημερινούς λογαριασμούς.
Η εξουσία βασίζεται σε μεγάλα ψέματα
Ο Τραμπ, η Λεπέν και ο Όρμπαν δεν πλησιάζουν σε κανένα σημείο την αισχρότητα και τη βία του Πούτιν, ο οποίος διαπράττει θηριωδίες στην Ουκρανία σε κλίμακα που δεν έχει παρατηρηθεί τουλάχιστον από τον πόλεμο της Βοσνίας και πιθανώς από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αλλά οι τακτικές πολλών από τους πολιτικούς που είναι ενάντια στο κατεστημένο πηγάζουν από ένα παρόμοιο πηγάδι πολιτικής τοξικότητας. Βασίζονται στο να μετατοπίζουν το θυμό για τις οικονομικές συνθήκες στη δυσαρέσκεια για τους αλλοδαπούς, τους μουσουλμάνους και γενικότερα τους ξένους, συμπεριλαμβανομένων άλλων μειονοτικών κοινοτήτων. Ορισμένοι επικεντρώνονται στη διάβρωση της φήμης των δημοκρατικών συστημάτων και του ελεύθερου Τύπου για την οικοδόμηση της εξουσίας. Οτιδήποτε αυξάνει τον κυνισμό του εκλογικού σώματος για τους κυβερνώντες του και το σύστημα που τους κρατά στη θέση τους, δημιουργεί μια νέα δεξαμενή θυμού που μπορεί να γίνει εκμεταλλεύσιμη.
Η καταστολή των ψηφοφόρων διέβρωσε τη δημοκρατία στη Ρωσία και την Ουγγαρία, και το ίδιο κάνει και στις ΗΠΑ. Δεν είναι βέβαιο ότι ο εξτρεμισμός του Τραμπ θα ανοίξει τον δρόμο προς την εξουσία ενός διαφορετικού εκλογικού σώματος. Ωστόσο, παραμένει η κυρίαρχη φιγούρα στο κόμμα του και ο πρωτοπόρος για την προεδρική υποψηφιότητα το 2024.
Ολόκληρο το πολιτικό σχέδιο του Τραμπ, αυτό που υποκίνησε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου 2021, βασίζεται σε ένα μεγάλο ψέμα: ότι στις εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ υπήρξε νοθεία. Όσο πιο εξωφρενικό είναι το ψέμα τόσο καλύτερο όπλο μπορεί να γίνει για τα πονηρά μέσα ενός πολιτικού. Το σκεπτικό του Πούτιν για την εισβολή στην Ουκρανία, ότι η χώρα βρίσκεται στα χέρια των ναζί, ενώ στην πραγματικότητα έχει έναν δημοκρατικά εκλεγμένο Εβραίο πρόεδρο, πηγάζει από το ίδιο πηγάδι της επικίνδυνης πολιτικής φαντασίας.
Η επίθεση υποκινήθηκε από την πεποίθηση του Πούτιν ότι η χώρα δεν είχε το δικαίωμα να υπάρχει ως ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος και ότι ο λαός της ήταν ουσιαστικά Ρώσοι. Αλλά προέκυψε επίσης από τα περισσότερα από 30 χρόνια της έντονης δυσαρέσκειας του Ρώσου ηγέτη για τη Δύση και τα πολιτικά της συστήματα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Ρώσος πρόεδρος ξεκίνησε τη δική του άμεση προσπάθεια να διαταράξει τη δημοκρατία των ΗΠΑ με την παρέμβασή του στις εκλογές του 2016, η οποία
σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τον Τραμπ να κερδίσει, σύμφωνα με τις υπηρεσίες πληροφοριών της χώρας. Οι ίδιες υπηρεσίες προειδοποίησαν τη Δευτέρα ότι η πίεση των ΗΠΑ στη Ρωσία σχετικά με την εισβολή στην Ουκρανία θα μπορούσε να ωθήσει τον Πούτιν να προχωρήσει ακόμη περισσότερο στην ανάμειξή του στη δημοκρατία της χώρας στο μέλλον.
Αλλά, τελικά, ήταν η ανοιχτή επιθυμία της Ουκρανίας να εδραιώσει τη δημοκρατία της με την ένταξη στη Δύση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, που τελικά ώθησε τον Πούτιν στα όρια και επιτάχυνε την επίθεσή του.