Ξαπλωμένος και εξαντλημένος στο κρεβάτι του σε νοσοκομείο του Μογκαντίσου είναι ο Σαντάκ Ιμπραχίμ , ο οποίος κοιτάει το κενό.

Μύγες περπατούν πάνω στο πρόσωπό του, αλλά δεν έχει τη δύναμη να τις διώξει, καθώς το αγόρι είναι εντελώς εξασθενημένο και δεν μπορεί να αντιδράσει.

«Είναι το μόνο παιδί που έχω και είναι πολύ άρρωστο», δηλώνει η μητέρα του Φαντούμο Νταούντ, κοιτώντας τα σκελετωμένα πόδια του γιου της και τον ρινογαστρικού σωλήνα για τη σίτιση που έχει τοποθετηθεί στη μύτη του.

Για να σώσει τον γιο της, η Νταούντ αναγκάστηκε να ταξιδέψει τρεις ημέρες από την επαρχία Μπαϊντοά, στη νοτιοδυτική Σομαλία, τη χώρα που έχει πληγεί περισσότερο από την ιστορική ξηρασία στο Κέρας της Αφρικής.

Στο νοσοκομείο Ντε Μαρτίνο του Μογκαντίσου η Νταούντ παρακολουθεί τον γιο της νυχθημερόν, προκειμένου να μην γίνει και αυτός ένα από τα εκατοντάδες παιδιά που πέθαναν τους τελευταίους μήνες από τον υποσιτισμό.

Σύμφωνα με τη Unicef, 730 παιδιά πέθαναν σε κέντρα διατροφής στη Σομαλία την περίοδο μεταξύ του Ιανουαρίου και του Ιουλίου.

Περισσότερο από μισό εκατομμύριο παιδιά, ηλικίας έξι μηνών έως πέντε ετών, υποφέρουν από οξύ υποσιτισμό στη Σομαλία.

Έπειτα από τέσσερις εποχές των βροχών χωρίς σημαντικές βροχοπτώσεις από τα τέλη του 2020 και με μια πέμπτη να διαφαίνεται από τον Οκτώβριο, η Σομαλία βυθίζεται στον λιμό.

Σε όλη τη χώρα 7,8 εκατομμύρια άνθρωποι, σχεδόν ο μισός πληθυσμός, επηρεάζονται από την ξηρασία. Από αυτούς 213.000 αντιμετωπίζουν μεγάλο κίνδυνο λιμού, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.

Αν δεν αναληφθεί άμεσα δράση, θα κηρυχθεί λιμός στις νότιες επαρχίες Μπαϊντόα και Μπουρχακάμπα μεταξύ του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου, είχε προειδοποιήσει στις αρχές του μήνα ο επικεφαλής του Γραφείου Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (Ocha) Μάρτιν Γκρίφιθς.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η κατάσταση είναι χειρότερη από αυτή του προηγούμενου λιμού του 2011, από τον οποίο είχαν χάσει τη ζωή τους 260.000 άνθρωποι, οι μισοί εκ των οποίων παιδιά κάτω των 5 ετών.


Η αναγκαστική έξοδος των Σομαλών

Λόγω των κινδύνων από την εξέγερση των ισλαμιστών σεμπάμπ, που συγκλονίζει τη χώρα εδώ και 15 χρόνια, ένα εκατομμύριο Σομαλοί έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα χωριά και πήγαν στις μεγάλες πόλεις, κυρίως στο Μογκαντίσου, όπου ζουν σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς.

Σε επτά κέντρα υγείας και διατροφής που διαχειρίζεται η Διεθνής Επιτροπή Διάσωσης (IRC) μέσα και γύρω από την πρωτεύουσα της Σομαλίας «ο αριθμός των νεοαφιχθέντων έχει αυξηθεί σημαντικά από τον Ιούνιο», δήλωσε ο Φάισα Άλι υπεύθυνος διατροφής.

Ο αριθμός των υποσιτισμένων παιδιών έχει τριπλασιαστεί, περνώντας από 13 νέες εισαγωγές ημερησίως τον Μάιο σε 40 τον Σεπτέμβριο.

Η ξηρασία έχει πλήξει και παραδοσιακά εύφορες περιοχές, όπως η Μπας- Σαμπέλ που συνορεύει με το Μογκαντίσου. Άλλοτε καταφύγιο των ανθρώπων που πλήττονταν από την ξηρασία, σήμερα την έχουν εγκαταλείψει οι κάτοικοι της.

«Καλλιεργούσαμε και μαζεύαμε λαχανικά για να θρέψουμε τα παιδιά μας πριν μας πλήξει η ξηρασία», διηγείται η Φατούμο Ιμπραχίμ Χάσαν, χήρα και μητέρα έξι παιδιών, μία εβδομάδα αφού έφτασε στο Μογκαντίσου. Τώρα «ζούμε με ό,τι μας δίνει ο Θεός».

Η 35χρονη αυτή γυναίκα πήγε τη δίχρονη κόρη της Γιούσρο στο νοσοκομείο Ντε Μαρτίνο έπειτα από σύσταση των γιατρών της IRC λόγω της σοβαρότητας της κατάστασής της.

Το κοριτσάκι ζυγίζει μόλις 5,8 κιλά, το μισό κανονικό βάρος για ένα παιδί της ηλικίας της.

Τέτοια περιστατικά εμφανίζονται ολοένα και πιο συχνά, σημειώνει η γιατρός Φάχμο Άλι.

«Εδώ δεχόμαστε τα χειρότερα περιστατικά, με επιπλοκές», εξηγεί. «Και καμία φορά κάποιοι ασθενείς επιστρέφουν στο νοσοκομείο επειδή αρρωσταίνουν ξανά», συμπληρώνει.