Τα μπάσα είναι που κάνουν τη χορευτική μουσική – ακόμα κι αν τα μπάσα δεν ακούγονται.

Ερευνητές, οι οποίοι δημιούργησαν έναν συναυλιακό χώρο ειδικά για μουσικά πειράματα, διαπιστώνουν ότι το πλήθος χορεύει περισσότερο αν η μουσική περιλαμβάνει μπάσους ήχους πέρα από τις δυνατότητες της ανθρώπινης ακοής.

Κατά μέσο όρο εθελοντές χόρευαν 11,8% περισσότερο όταν τα ηχεία συνδύαζαν τη μουσική με υποηχητικά μπάσα, αναφέρουν οι ερευνητές του καναδικού Πανεπιστημίου «ΜακΜάστερ» στην έγκριτη επιθεώρηση Current Biology.

«Έχω εκπαιδευτεί ως ντράμερ, και το μεγαλύτερο μέρος της ερευνητικής καριέρας μου εστιάζεται στις ρυθμικές πλευρές της μουσικής και το πώς μας κάνουν να κινούμαστε» λέειθ ο Ντάνιελ Κάμερον, νευροεπιστήμονας και επικεφαλής της μελέτης.

Ο Κάμερον εργάζεται στο LIVELab, ένα εργαστήριο για ζωντανές συναυλίες. Διαθέτει ηχοσύστημα που μπορεί να μιμείται διάφορα συναυλιακά περιβάλλοντα, ακόμα και να παίζει υποήχους, καθώς και σύστημα που παρακολουθεί τις κινήσεις των παρισταμένων σε τρεις διαστάσεις.

Το πείραμα με το συγκρότημα

Το συγκρότημα ηλεκτρονικής μουσικής Orphx κλήθηκε να δώσει συναυλία για το πείραμα, στο οποίο οι ερευνητές έπαιζαν μη αντιληπτούς υποήχους, τους οποίους ανοιγόκλειναν κάθε δύο λεπτά.

Ένα ξεχωριστό πείραμα είχε δείξει προηγουμένως ότι τα κρυφά μπάσα πράγματι δεν ήταν άμεσα ακουστά, καθώς είχαν συχνότητες κάτω από το κατώτερο όριο της ανθρώπινης ακοής, περίπου 20 Hz.

Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι οι εθελοντές της συναυλίας χόρευαν περισσότερο όταν ακούγονταν οι υπόηχοι.

Ωστόσο ο μηχανισμός του φαινομένου παραμένει ασαφής, αναγνωρίζουν οι ερευνητές. Υποψιάζονται ωστόσο ότι σχετίζεται με την επίδραση του ήχου στους υποδοχείς αφής του δέρματος και στο αιθουσαίο σύστημα του έσω αφτιού, το οποίο ευθύνεται για την αίσθηση ισορροπίας και την αντίληψη της θέσης μας στον χώρο.

Όπως λέει ο δρ Κάμερον, «η διαλεύκανση του εγκεφαλικού μηχανισμού θα απαιτήσει τη μελέτη των επιδράσεων των χαμηλών συχνοτήτων στο αιθουσαίο σύστημα, την αφή και την ακοή».