Μετά τα πρωτοφανή γεγονότα του 2020 και την εντυπωσιακή ανάκαµψη της οικονοµίας και των αγορών το 2021, ο πλανήτης περίµενε ή ήλπιζε ότι το 2022 θα ήταν ένα έτος σχετικής κανονικότητας. Όµως, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τα άλλαξε όλα . Ο πόλεµος οδήγησε στην επιβολή σοβαρών κυρώσεων από τη ∆ύση προς τη Ρωσία και η Μόσχα, σε αντίποινα, έκοψε την τροφοδότηση φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Κάπως έτσι προκλήθηκε η ενεργειακή κρίση που βιώνουµε σήµερα και η οποία µε τη σειρά της επιτάχυνε την άνοδο του πληθωρισµού σε υψηλό 40 ετών, αναγκάζοντας τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια µε πολύ επιθετικό τρόπο.

Αποτέλεσµα ήταν να δεχθεί πλήγµα η οικονοµική δραστηριότητα και οι επενδυτές να εγκαταλείψουν τις συγκριτικά υψηλότερου ρίσκου επενδύσεις, όπως οι µετοχές. Καθ' όλη τη διάρκεια του 2022 οι τιµές των µετοχών υποχώρησαν αισθητά, φέρνοντας ανακατατάξεις στη λίστα µε τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη. Σύµφωνα µε τη σχετική λίστα του «Forbes», στον κόσµο υπάρχουν 2.668 δισεκατοµµυριούχοι, 87 λιγότεροι από το 2021.

13

Αθροιστικά, οι µεγιστάνες που συµπληρώνουν τη λίστα µε τους δέκα πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσµο έχασαν µέσα στο 2022 το αστρονοµικό ποσό των 320 δισ. δολαρίων. Μόνο ένας από την πρώτη δεκάδα, ο Ινδός Γκαουτάµ Αντάνι, είχε την τύχη να µεγαλώσει την περιουσία του πέρυσι κατά το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 47 δισ. δολαρίων.

Το 2021, τέτοια εποχή, ο Έλον Μασκ «κονταροχτυπιόταν» µε τον Τζεφ Μπέζος για την πρωτιά. Τα χρηµατιστήρια βρίσκονταν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και οι κολοσσοί της τεχνολογίας απολάµβαναν µια εντυπωσιακή ανάκαµψη από την απότοµη διόρθωση της πανδηµίας.

15

Σήµερα, αν υπάρχει ένας κερδισµένος, αυτός είναι ο Μπερνάρ Αρνό, πρόεδρος και διευθύνων σύµβουλος του µεγαλύτερου οµίλου πολυτελών ειδών στον κόσµο, του LVMH. Ο Γάλλος επιχειρηµατίας έχει συγκεντρώσει 75 πολυτελείς µάρκες από διάφορους κλάδους, µεταξύ των οποίων οι Louis Vuitton, Cristian Dior, Fendi, Marc Jacobs, Moet & Chandon, Dom Perignon, Bulgari και Tag Heuer.

Μόνο ένας από την πρώτη δεκάδα, ο Ινδός Γκαουτάµ Αντάνι, είχε την τύχη να µεγαλώσει την περιουσία του πέρυσι κατά το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 47 δισ. δολαρίων


Ο περισσότερο χαµένος από τη χρηµατιστηριακή πτώση µπορεί να θεωρηθεί ο Μαρκ Ζούκερµπεργκ, ο ιδρυτής του Facebook, του οποίου πλέον η µητρική εταιρεία ονοµάζεται Meta. Ο Ζούκερµπεργκ υποχώρησε από την πρώτη δεκάδα της λίστας και σύµφωνα µε τον Bloomberg Billionaires Index καταλαµβάνει φέτος την 25η θέση, µε περιουσία στα 45 δισ. δολάρια.

Η Ρωσία, εξαιτίας του πολέµου και των κυρώσεων της ∆ύσης, και η Κίνα, εξαιτίας των παρεµβάσεων των κινεζικών Αρχών στους τεχνολογικούς κολοσσούς, είναι οι χώρες που µέτρησαν τις περισσότερες απώλειες δισεκατοµµυριούχων, ενώ στις νέες εισόδους βρίσκουµε επιχειρηµατίες από χώρες όπως η Βουλγαρία, η Εσθονία και η Ουρουγουάη.

Πώς «εκθρονίστηκε» ο Έλον Μασκ

Το 2021 η τιµή της µετοχής της Tesla ενισχύθηκε στο Χρηµατιστήριο της Νέας Υόρκης κατά περίπου 50%, κάνοντας τον Έλον Μασκ τον πλουσιότερο άνθρωπο στον πλανήτη. Ο δισεκατοµµυριούχος και πολυπράγµων Μασκ κατάφερε να ξεπεράσει τον Τζεφ Μπέζος τον Σεπτέµβριο του 2021. Όµως µέσα στο 2022 είδε την περιουσία του να µειώνεται κατά 114 δισ. δολάρια, καθώς, εκτός από την πτώση της µετοχής της Tesla, της οποίας κατέχει το 15%, αποφάσισε να πουλήσει ένα κοµµάτι από το µερίδιό του στην εταιρεία ηλεκτρικών οχηµάτων, για να χρηµατοδοτήσει την πολυσυζητηµένη εξαγορά του Twitter, έναντι 44 δισ. δολαρίων.

Η µετοχή της Tesla έχει διολισθήσει σε ποσοστό 62,5% από τις 3 Ιανουαρίου 2022, όταν η Wall Street κατέγραψε το υψηλότερο επίπεδο στα χρονικά, και σε ποσοστό 63,4% από το δικό της ιστορικό υψηλό, που σηµείωσε στις 4 Νοεµβρίου 2021. Η χρηµατιστηριακή της αξία έχει µειωθεί στα 474 δισ. δολάρια από 1,23 τρισ. δολάρια που είχε φτάσει στο απόγειο της χρηµατιστηριακής ανόδου, τον Νοέµβριο του 2021.

Συγκριτικά, η µετοχή του γαλλικού γίγαντα LVMH σηµείωσε πτώση µόλις 4,8% µέσα στο 2022, παραµένοντας κοντά στο ιστορικό της υψηλό των 807 δολαρίων που κατέγραψε στις 5 Ιανουαρίου 2022. Η κεφαλαιοποίηση της εταιρείας του Αρνό διαµορφώνεται στα 374 δισ. δολάρια, έναντι 414 δισ. δολαρίων που είχε φτάσει στην αλλαγή του περασµένου έτους.