ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Αναβρασμός στη Βραζιλία με αμερικανική… συνταγή: Κοινές σκηνές από τα επεισόδια με τους υποστηρικτές του Μπολσονάρου και του χάους στο Καπιτώλιο
Η οµοιότητα, φυσικά, δεν είναι τυχαία
Τα γεγονότα της προπερασµένης Κυριακής, µε την εισβολή στα σηµαντικότερα κυβερνητικά κτίρια της Βραζίλια
(το Προεδρικό Μέγαρο, το Ανώτατο ∆ικαστήριο και το Κογκρέσο) υποστηρικτών του απερχόµενου προέδρου, Ζαΐρ Μπολσονάρο, οι οποίοι αµφισβητούσαν το αποτέλεσµα των εκλογών που φέρνουν στην εξουσία τον αντίπαλό του, Λούλα ντα Σίλβα, έµοιαζαν αναµφισβήτητα µε τις σκηνές που είχαν εκτυλιχθεί από οπαδούς του Τραµπ πριν από σχεδόν ακριβώς δύο χρόνια, στις 6 Ιανουαρίου του 2021, στο αµερικανικό Καπιτώλιο. Η οµοιότητα, φυσικά, δεν είναι τυχαία. Οι εξεγερθέντες της Βραζιλίας µοιράζονται το ιδεολογικό υπόβαθρο της περίφηµης Alt-Right, της «εναλλακτικής ∆εξιάς» του Ντόναλντ Τραµπ, ενός όρου που έγινε δηµοφιλής από τον υπέρµαχο της θεωρίας της «λευκής υπεροχής» Ρίτσαρντ Σπένσερ και έχει συνδεθεί µε τον πρώην σύµβουλο του Ντόναλντ Τραµπ Στίβεν Μίλερ. ∆εν είναι τυχαίο πως ο Μπολσονάρο αποκαλείται «ο Τραµπ των τροπικών». Ούτε πως, µετά τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία, στις 2 Οκτωβρίου, οπότε και έγινε σαφές ότι ο Λούλα θα ήταν εκείνος που θα αντιµετώπιζε τον Ζαΐρ Μπολσονάρο στον β’ γύρο, ο Στιβ Μπάνον, πρώην επικεφαλής στρατηγικής του Ντόναλντ Τραµπ και φίλος του Μπολσονάρο, και ο Μάθιου Τίρµαντ, µέλος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της εξτρεµιστικής συντηρητικής οργάνωσης «Project Veritas», σχολίαζαν στο podcast του Μπάνον «War Room» (Αίθουσα Πολέµου) πως «υπάρχει σίγουρα (εκλογική) απάτη εδώ».
Η λειτουργία καναλιών επικοινωνίας µεταξύ των δύο κινηµάτων σε ΗΠΑ και Βραζιλία µένει να διερευνηθεί περαιτέρω. Ο Μπολσονάρο θεωρείται βέβαιο πως µιµήθηκε τεχνικές από τη χειραγώγηση των social media αλά Τραµπ, αλλά σε κάθε περίπτωση η απήχηση των πρακτικών αυτών στη Βραζιλία δείχνει µια ανησυχητική άνοδο αυτών των κινηµάτων, µε πρόσηµό τους την ευθεία αµφισβήτηση των δηµοκρατικών διαδικασιών. Σύµφωνα µε τους αναλυτές, η ανάπτυξη αυτών των κινηµάτων «πατάει» στην επιφυλακτικότητα και τη δυσπιστία των φτωχότερων λαϊκών στρωµάτων απέναντι στην προβεβληµένη κουλτούρα της λεγόµενης «woke» παγκοσµιοποίησης και του «woke» καπιταλισµού, που αποτελούν µε τη σειρά τους µετεξέλιξη των λεγόµενων «identity politics» και της πολιτικής ορθότητας. ∆εν είναι τυχαίο πως ο Ντόναλντ Τραµπ είχε χαρακτηρίσει αυτήν τη «woke κουλτούρα», όπως έχει γίνει γνωστή, ως «µια δικτατορία των µειοψηφιών» και «φασισµό της άκρας Αριστεράς».
Αρχικά, η λέξη «woke» χρησιµοποιήθηκε από τους Αφροαµερικανούς από τη δεκαετία του 1930 για να εκφράσει την ανάγκη αφύπνισης και επαγρύπνησης έναντι των φυλετικών διακρίσεων. Από το 2012 συνδέθηκε µε τη φράση «stay woke» (µείνε σε εγρήγορση) ως προτροπή αντιµετώπισης της αστυνοµικής βίας και των φυλετικών διακρίσεων, ενώ συνδέθηκε ιδιαίτερα µε το κίνηµα «Black Lives Matter» και τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Είναι, µάλιστα, γνωστή και ως «cancel ή accountability culture» (κουλτούρα ακύρωσης ή καταλογισµού), καθώς συνδέθηκε µε βεβηλώσεις ανδριάντων ιστορικών προσώπων που σχετίζονται µε την αποικιοκρατία σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Στη συνέχεια συνδέθηκε και µε το κίνηµα «#MeToo», από το 2017, ενώ το 2018 ο αρθρογράφος Ρος Ντούταθ των «New York Times» έκανε λόγο και για «woke» καπιταλισµό, στο πλαίσιο του οποίου µεγάλες εταιρείες ενστερνίζονται τις προοδευτικές, politically correct απόψεις κυρίως των millennials.
Ο πρώην πρόεδρος µε τους τρεις γάµους και τα δύο διαζύγια, που συνηθίζει να τονίζει ότι το µεσαίο του όνοµα είναι «Μεσσίας» (σ.σ.: γεννήθηκε καθολικός, αλλά επαναβαπτίστηκε στην Εκκλησία των Ευαγγελιστών, αποκτώντας έρεισµα και στις δύο θρησκείες), κράτησε (όπως και ο Τραµπ) το αντισυστηµικό µήνυµα της προεκλογικής του εκστρατείας και στη διάρκεια της θητείας του, κατηγορώντας θεσµούς όπως το Ανώτατο ∆ικαστήριο και τα ΜΜΕ για προκατάληψη εναντίον του (και έτσι υποσκάπτοντας την εγκυρότητα των θεσµών). Τον τελευταίο µήνα είπε σε έναν δηµοσιογράφο πως µοιάζει «τροµερά µε οµοφυλόφιλο» και πως οι ιθαγενείς της Βραζιλίας «γίνονται όλο και περισσότερο ανθρώπινα όντα σαν εµάς».
Η λειτουργία καναλιών επικοινωνίας µεταξύ των δύο κινηµάτων σε ΗΠΑ και Βραζιλία µένει να διερευνηθεί περαιτέρω. Ο Μπολσονάρο θεωρείται βέβαιο πως µιµήθηκε τεχνικές από τη χειραγώγηση των social media αλά Τραµπ, αλλά σε κάθε περίπτωση η απήχηση των πρακτικών αυτών στη Βραζιλία δείχνει µια ανησυχητική άνοδο αυτών των κινηµάτων, µε πρόσηµό τους την ευθεία αµφισβήτηση των δηµοκρατικών διαδικασιών. Σύµφωνα µε τους αναλυτές, η ανάπτυξη αυτών των κινηµάτων «πατάει» στην επιφυλακτικότητα και τη δυσπιστία των φτωχότερων λαϊκών στρωµάτων απέναντι στην προβεβληµένη κουλτούρα της λεγόµενης «woke» παγκοσµιοποίησης και του «woke» καπιταλισµού, που αποτελούν µε τη σειρά τους µετεξέλιξη των λεγόµενων «identity politics» και της πολιτικής ορθότητας. ∆εν είναι τυχαίο πως ο Ντόναλντ Τραµπ είχε χαρακτηρίσει αυτήν τη «woke κουλτούρα», όπως έχει γίνει γνωστή, ως «µια δικτατορία των µειοψηφιών» και «φασισµό της άκρας Αριστεράς».
Ο «µπολσοναρισµός» ανέµειξε στοιχεία από τον βραζιλιανικό συντηρητισµό και εθνικισµό µε την πολιτική ενός «culture war»
Αρχικά, η λέξη «woke» χρησιµοποιήθηκε από τους Αφροαµερικανούς από τη δεκαετία του 1930 για να εκφράσει την ανάγκη αφύπνισης και επαγρύπνησης έναντι των φυλετικών διακρίσεων. Από το 2012 συνδέθηκε µε τη φράση «stay woke» (µείνε σε εγρήγορση) ως προτροπή αντιµετώπισης της αστυνοµικής βίας και των φυλετικών διακρίσεων, ενώ συνδέθηκε ιδιαίτερα µε το κίνηµα «Black Lives Matter» και τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Είναι, µάλιστα, γνωστή και ως «cancel ή accountability culture» (κουλτούρα ακύρωσης ή καταλογισµού), καθώς συνδέθηκε µε βεβηλώσεις ανδριάντων ιστορικών προσώπων που σχετίζονται µε την αποικιοκρατία σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Στη συνέχεια συνδέθηκε και µε το κίνηµα «#MeToo», από το 2017, ενώ το 2018 ο αρθρογράφος Ρος Ντούταθ των «New York Times» έκανε λόγο και για «woke» καπιταλισµό, στο πλαίσιο του οποίου µεγάλες εταιρείες ενστερνίζονται τις προοδευτικές, politically correct απόψεις κυρίως των millennials.
Κίνημα ταυτοτικών
Απέναντι σε αυτή την τάση ατοµοκεντρικού δικαιωµατισµού, έχει αναπτυχθεί (ξεκινώντας από την Ευρώπη, και δη τη Γερµανία) ένα κίνηµα ταυτοτικών, που αποκηρύσσει την «πολυπολιτισµική µανία» και την «ανεξέλεγκτη µαζική επέλαση των προσφύγων» και τάσσεται υπέρ της επαναφοράς µιας αυθεντικής ταυτότητας, µε εθνικιστικά και ακροδεξιά χαρακτηριστικά (κινήµατα «Bloc Identitaire» στη Γαλλία και «Identitäre Bewegung» στη Γερµανία). Στη Γερµανία, όµως, ταυτόχρονα, σύµφωνα µε τις αµερικανικές υπηρεσίες εσωτερικής ασφάλειας, είχαν τη βάση τους και οι περίφηµοι «Antifa» µε στενό σύνδεσµο µε τις γερµανικές µυστικές υπηρεσίες αλλά και τις απαρχές του κινήµατος «Black Lives Matter» στις ΗΠΑ. Πώς εξελίχθηκε αυτό στη Βραζιλία; Ο «µπολσοναρισµός» του πρώην προέδρου θεωρείται πως ανέµειξε στοιχεία από τον βραζιλιανικό συντηρητισµό και εθνικισµό µε την πολιτική ενός «culture war» (ιδεολογικού πολέµου), που συντελείται κυρίως µέσα από τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης και έχει τις ρίζες του στις ΗΠΑ. Αποκαλύπτοντας τους πυλώνες της εξουσίας του, ο Βραζιλιάνος πρώην πρόεδρος εµφανίστηκε σε προεκλογική συγκέντρωση στις 30 Οκτωβρίου µαζί µε έναν στρατηγό, τον επιχειρηµατία, επανεκλεγέντα κυβερνήτη της πολιτείας-κλειδί Μίνας Ζεράις και έναν γερουσιαστή, πρώην µουσικό στο YouTube. Οι Ευαγγελικές Εκκλησίες, ο Στρατός και η Αστυνοµία, οι αγρότες και οι επιχειρηµατίες και µια νέα γενιά συντηρητικών infl uencers θεωρούνται πως είναι η βάση της δύναµής του.Ο πρώην πρόεδρος µε τους τρεις γάµους και τα δύο διαζύγια, που συνηθίζει να τονίζει ότι το µεσαίο του όνοµα είναι «Μεσσίας» (σ.σ.: γεννήθηκε καθολικός, αλλά επαναβαπτίστηκε στην Εκκλησία των Ευαγγελιστών, αποκτώντας έρεισµα και στις δύο θρησκείες), κράτησε (όπως και ο Τραµπ) το αντισυστηµικό µήνυµα της προεκλογικής του εκστρατείας και στη διάρκεια της θητείας του, κατηγορώντας θεσµούς όπως το Ανώτατο ∆ικαστήριο και τα ΜΜΕ για προκατάληψη εναντίον του (και έτσι υποσκάπτοντας την εγκυρότητα των θεσµών). Τον τελευταίο µήνα είπε σε έναν δηµοσιογράφο πως µοιάζει «τροµερά µε οµοφυλόφιλο» και πως οι ιθαγενείς της Βραζιλίας «γίνονται όλο και περισσότερο ανθρώπινα όντα σαν εµάς».