Εδώ και μια εικοσαετία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) κυριαρχούν στην πολιτική ζωή της Τουρκίας.

Στο πέρασμα αυτών των χρόνων υπήρξαν τομείς που ωφελήθηκαν και άλλοι που υποβαθμίστηκαν. Στους χαμένους σίγουρα μπορεί να συμπεριλάβει τα ΜΜΕ και τους στρατιωτικούς, ενώ κερδισμένοι φαίνεται να βγήκαν ο τομέας των ακινήτων και των κατασκευών, οι ιερωμένοι και οι συντηρητικές μουσουλμάνες.  

Ακολουθεί μια σταχυολόγηση ενόψει των προεδρικών και των βουλευτικών εκλογών της Κυριακής 14ης Μαΐου.

Οι χαμένοι από την προεδρία Ερντογάν

Τα τουρκικά Μέσα Ενημέρωσης, άλλοτε υπόδειγμα πολυφωνίας, είδαν τα περιθώρια να συρρικνώνονται προοδευτικά επί των ημερών του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Παρατηρητές εκτιμούν ότι το 90% των τουρκικών Μέσων Ενημέρωσης βρίσκονται πλέον υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης ή υποστηρικτών του. Ο Τούρκος πρόεδρος ευνόησε την εξαγορά εφημερίδων και τηλεοπτικών δικτύων από επιχειρηματίες προσκείμενους στην κυβέρνηση, στους οποίους δόθηκαν δάνεια από το δημόσιο. Παράλληλα επιδόθηκε σε καταστολή των επικριτικών φωνών — που εντάθηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την τουρκική οργάνωση P24, το τρέχον διάστημα βρίσκονται πίσω από τα σίδερα 64 δημοσιογράφοι στην Τουρκία.

Ο τουρκικός στρατός, για δεκαετίες θεματοφύλακας του κοσμικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, που είχε προχωρήσει επανειλημμένα σε στρατιωτικά πραξικοπήματα, έχασε προοδευτικά την επιρροή του στο πολιτικό σκηνικό. Η διαδικασία επιταχύνθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, εγκέφαλος της οποίας φέρεται να ήταν μουσουλμάνος ιεροκήρυκας εξόριστος στις ΗΠΑ, άλλοτε θερμός υποστηρικτής του κ. Ερντογάν. Ο αρχηγός του κράτους αντέδρασε προχωρώντας σε σαρωτικές εκκαθαρίσεις και φυλακίσεις εκατοντάδων στρατιωτικών, ορισμένων για το υπόλοιπο της ζωής τους. Οι πιο υψηλόβαθμοι αξιωματικοί αποδεκατίστηκαν, ενώ η διαδικασία μείωσε τις δυνατότητες της κυριότερης δύναμης στην ανατολική πτέρυγα του NATO. Η πολεμική αεροπορία ειδικά έχασε πολλούς πιλότους και αξιωματικούς.

Οι κερδισμένοι της 20ετίας

Η διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων (DIYANET) μετατράπηκε σε μεγάλη κοινωνική δύναμη επί των ημερών του κ. Ερντογάν, πιστού μουσουλμάνου, το ισλαμοσυντηρητικό κόμμα του οποίου αψήφισε τα κοσμικά θεμέλια της μεταοθωμανικής Τουρκίας. Η Ντιγιανέτ διαθέτει δικό της τηλεοπτικό δίκτυο, που βαραίνει στον πολιτικό διάλογο, και προϋπολογισμό συγκρίσιμο με αυτόν υπουργείο μεσαίου μεγέθους. Το εύρος των προνομίων της την έχει μετατρέψει σε στόχο κοσμικών αντιπάλων του προέδρου, που καταγγέλλουν την αύξηση του αριθμού των ισλαμικών τεμενών, των μαθημάτων του κορανίου, της επιρροής των θρησκευτικών αδελφοτήτων ή ταγμάτων. Πρώην επικεφαλής της είχε προκαλέσει σκάνδαλο με τον τρόπο ζωής του, που κρίθηκε υπερβολικά σπάταλος.

Επίσης, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των πιο συντηρητικών μουσουλμάνων, έπειτα από δεκαετίες που η Τουρκία ήταν αποφασιστικά κοσμικό κράτος. Οι πιστές μουσουλμάνες απέκτησαν έτσι προοδευτικά δικαίωμα να φορούν μαντίλα –κάτι απαγορευμένο– μέσα σε πανεπιστήμια, σε δημόσιες υπηρεσίες, στην αστυνομία, στο κοινοβούλιο. Για τον αρχηγό του κράτους το ζήτημα ήταν απολύτως προσωπικό, καθώς οι δυο κόρες τους, που καλύπτουν το κεφάλι όπως και η μητέρα τους, «δεν επιτρεπόταν να φορούν μαντίλα» στο πανεπιστήμιο.

Επί των ημερών του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ο τομέας των ακινήτων και τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα γνώρισαν άνθηση στην Τουρκία, τονώνοντας την ανάπτυξη. Κάποιοι όμιλοι και επιχειρηματίες, χάρη στην πολιτική τους συγγένεια με την κυβέρνηση, εξασφάλισαν χρυσοφόρα δημόσια έργα. Η φρενίτιδα άλλαξε το πρόσωπο της χώρας, με νέα ακίνητα να διατίθενται σε εκατομμύρια ανθρώπους και τη μεταμόρφωση της σιλουέτας πόλεων όπως η Κωνσταντινούπολη. Αυτή η αναπτυξιακή φρενίτιδα συνοδεύτηκε από την αύξηση του αρχηγού του κράτους για «τρελά» έργα, τεράστιες φιλόδοξες επενδύσεις αξίας δισεκατομμυρίων –γέφυρες, αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια κ.ο.κ.–, ανάμεσά τους τη Διώρυγα της Κωνσταντινούπολης, που θεωρητικά τουλάχιστον θα επιτρέψει να διπλασιαστεί η κίνηση που μέχρι τώρα περνά από τον Βόσπορο, αλλά απέχει ακόμα πολύ.

Τι έγινε με τη μεσαία τάξη και τους Κούρδους

Η Τουρκία βίωσε οικονομικό «μπουμ» την πρώτη δεκαετία του κ. Ερντογάν στην εξουσία, κάτι που εκκόλαψε νέα μεσαία τάξη. Όμως από το 2013 η τουρκική οικονομία γνωρίζει τη μία κρίση μετά την άλλη. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Τουρκίας, μέτρο του πλούτου της χώρας, έχει υποχωρήσει στο επίπεδο όπου βρισκόταν τα πέντε πρώτα χρόνια του κ. Ερντογάν στην εξουσία. Με τον πληθωρισμό να ίπταται στα ουράνια, πάνω από το 85% επισήμως το 2022, οι οικονομίες εκατομμυρίων νοικοκυριών έγιναν καπνός. Και πολλές οικογένειες δυσκολεύονται πλέον να βγάλουν τον μήνα.

Αφού γνώρισαν για δεκαετίες καταστολή από τις τουρκικές κοσμικές κυβερνήσεις, όπως οι περισσότερες μειονότητες στην Τουρκία, οι Κούρδοι βοήθησαν να εκλεγεί και υποστήριξαν τον κ. Ερντογάν στην αρχή. Ο αρχηγός του κράτους προσπάθησε από την πλευρά του να προωθήσει τα γλωσσικά και πολιτιστικά τους δικαιώματα, άρχισε διαπραγματεύσεις για να τερματιστεί ο πόλεμος με το ένοπλο κουρδικό αυτονομιστικό κίνημα με την προσφορά μεγαλύτερης αυτονομίας στη νοτιοανατολική Τουρκία. Αλλά μετά την κατάρρευση των συνομιλιών και την ανάφλεξη της βίας την περίοδο 2015-2016, η κοινότητα των Κούρδων –που μετρά 15 έως 20 εκατομμύρια μέλη– βρέθηκε υπό αυξανόμενη πίεση. Δεκάδες Κούρδοι ηγέτες οδηγήθηκαν στη φυλακή ή απομακρύνθηκαν από τα αξιώματά τους. Το κυριότερο κόμμα που εκφράζει τη μειονότητα, το HDP, διατρέχει κίνδυνο να τεθεί εκτός νόμου, κατηγορείται για «τρομοκρατία».