ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Yποβρύχιο - Τιτανικός: Προειδοποίηση από το 2018 για τον «ακραίο κίνδυνο»
Είχε προηγηθεί η μήνυση της «OceanGate» προς τον Λόκριτζ και τη σύζυγό του σε δικαστήριο της πολιτείας της Ουάσινγκτον τον Ιούνιο του 2018
Νέες διαστάσεις στο θρίλερ με το υποβρύχιο «Titan»,
ναυάγιο του «Τιτανικού» δίνει μία νέα αποκάλυψη.
Ειδικότερα, το 2018 ένας εκ των -τότε- διευθυντών της εταιρείας «OceanGate», που διοργάνωνε τα πανάκριβα υποβρύχια ταξίδια, είχε προειδοποιήσει για «ακραίο κίνδυνο» για τους επιβάτες, υποστηρίζοντας ότι το βαθυσκάφος δεν είχε ελεγχθεί επαρκώς για χρήση σε πολύ μεγάλα βάθη.
Τη μήνυση είχε υποβάλει ο πρώην διευθυντής υποβρύχιων επιχειρήσεων της «OceanGate», Ντέιβιντ Λόκριτζ, ο οποίος με τον τρόπο αυτό εξέφρασε και επίσημα τη διαφωνία του με την επιλογή της εταιρείας να προχωρήσει σε καταδύσεις με το συγκεκριμένο βαθυσκάφος χωρίς να έχουν προηγηθεί δοκιμές που να αποδεικνύουν ότι θα παραμείνει άθικτο σε μεγάλα βάθη.
Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα που έφερε στη δημοσιότητα η ιστοσελίδα The New Republic, ο Λόκριτζ ανέφερε ότι η αδυναμία να διεξαχθούν τέτοιες δοκιμές θα εξέθετε τους επιβάτες του «πειραματικού βαθυσκάφους» σε «πιθανό ακραίο κίνδυνο». «Αρχικά οι ενστάσεις για την ασφάλεια και τους ελέγχους ποιότητας για το "Titan" υποβλήθηκαν λεκτικά στο εκτελεστικό συμβούλιο της "OceanGate". Αυτές οι ενστάσεις αγνοήθηκαν», προστίθεται στο κείμενο της μήνυσης.
Η ανησυχία του Λόκριτζ ξεκίνησε από το γεγονός ότι η εταιρεία, σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, είχε επιλέξει να βασιστεί σε ηχητικά τεστ -ήχους από ρωγμές ή ανοίγματα στο κέλυφος του βαθυσκάφους όταν αυτό θα βρίσκεται υπό πίεση- προκειμένου να εντοπίσει ελαττώματα, αντί να προχωρήσει σε πλήρη έλεγχό του. Σύμφωνα με τον ίδιο, η εταιρεία τού είπε ότι δεν διέθετε τον κατάλληλο εξοπλισμό για να κάνει τον έλεγχο στο πάχους 12,7 εκατοστών κέφυλος του βαθυσκάφους, που είναι κατασκευασμένο από ανθρακονήματα. «Αυτή είναι μια προβληματική επιλογή, γιατί ο συγκεκριμένος τύπος ηχητικού ελέγχου θα δώσει αποτελέσματα λίγα δευτερόλεπτα πριν από τη διαρραγή (σ.σ. ένα από τα σενάρια που εξετάζονται για την τύχη του τουριστικού υποβρυχίου) και δεν θα ανιχνεύσει ελαττώματα που υπάρχουν πριν να εκτεθεί σε πίεση το βαθυσκάφος», έγραφε ο πρώην διευθυντής της «OceanGate».
Ο καταγγέλλων πρώην διευθυντής υποστήριζε, επίσης, ότι του είχε απαγορευθεί η πρόσβαση σε πληροφορίες για τα φινιστρίνα του βαθυσκάφους, που, σύμφωνα με τον ίδιο, «ήταν σχεδιασμένα μόνο για να αντέχουν πιέσεις σε βάθη 1.300 μέτρων, ενώ η "OceanGate" σχεδίαζε να στείλει επιβάτες σε βάθη 4.000 μέτρων».
«Ο Λόκριτζ πληροφορήθηκε ότι ο κατασκευαστής των εν λόγω τμημάτων του βαθυσκάφους μπορούσε να εγγυηθεί αντοχές για βάθη έως 1.300 μέτρα λόγω της πειραματικής τους φύσης, γεγονός που ήταν αντίθετο στους κανόνες που προβλέπονται στο εγχειρίδιο Pressure Vessels for Human Occupancy (PVHO)», αναφέρεται στη μήνυση.
«Η "OceanGate" αρνήθηκε να πληρώσει προκειμένου ο κατασκευαστής να φτιάξει ένα φινιστρίνι που θα μπορούσε να αντέξει μέχρι τα 4.000 μέτρα βάθος. Οι επιβάτες που θα πληρώσουν για να μπουν στο βαθυσκάφος δεν θα το γνωρίζουν και δεν θα έχουν ενημερωθεί γι' αυτό, για την πειραματική σχεδιασή του, την απουσία των απαραίτητων ελέγχων αντοχής ή των επκίνδυνων εύφλεκτων υλικών που χρησιμοποιούνται στο βαθυσκάφος», αναφερόταν, επίσης, στη μήνυση.
Να σημειωθεί ότι είχε προηγηθεί η μήνυση της «OceanGate» προς τον Λόκριτζ και τη σύζυγό του σε δικαστήριο της πολιτείας της Ουάσινγκτον τον Ιούνιο του 2018, κατηγορώντας τους, μεταξύ άλλων, για παραβίαση συμβολαίου και απάτη, επικαλούμενη συζητήσεις του ζευγαριού σχετικά με απόρρητες πληροφορίες της εταιρείας με τουλάχιστον άλλα δύο άτομα, καθώς και με στελέχη της ομοσπονδιακής υπηρεσίας Ασφαλείας και Υγιεινής. Κατά τη μήνυση, το ζεύγος Λόκριτζ είχε παραβίασει εμπιστευτική συμφωνία.
Ο Λόκριτζ, από την πλευρά του, «απάντησε» με δική του μήνυση κατά της «OceanGate» στο περιφερειακό δικαστήριο του Σιάτλ, με τη διαμάχη να λήγει, έπειτα από συμβιβασμό, στα τέλη του 2018.
τα ίχνη του οποίου έχουν εξαφανιστεί από την Κυριακή ενώ πραγματοποιούσε κατάδυση με πέντε επιβαίνοντες προς το Ειδικότερα, το 2018 ένας εκ των -τότε- διευθυντών της εταιρείας «OceanGate», που διοργάνωνε τα πανάκριβα υποβρύχια ταξίδια, είχε προειδοποιήσει για «ακραίο κίνδυνο» για τους επιβάτες, υποστηρίζοντας ότι το βαθυσκάφος δεν είχε ελεγχθεί επαρκώς για χρήση σε πολύ μεγάλα βάθη.
Τη μήνυση είχε υποβάλει ο πρώην διευθυντής υποβρύχιων επιχειρήσεων της «OceanGate», Ντέιβιντ Λόκριτζ, ο οποίος με τον τρόπο αυτό εξέφρασε και επίσημα τη διαφωνία του με την επιλογή της εταιρείας να προχωρήσει σε καταδύσεις με το συγκεκριμένο βαθυσκάφος χωρίς να έχουν προηγηθεί δοκιμές που να αποδεικνύουν ότι θα παραμείνει άθικτο σε μεγάλα βάθη.
Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα που έφερε στη δημοσιότητα η ιστοσελίδα The New Republic, ο Λόκριτζ ανέφερε ότι η αδυναμία να διεξαχθούν τέτοιες δοκιμές θα εξέθετε τους επιβάτες του «πειραματικού βαθυσκάφους» σε «πιθανό ακραίο κίνδυνο». «Αρχικά οι ενστάσεις για την ασφάλεια και τους ελέγχους ποιότητας για το "Titan" υποβλήθηκαν λεκτικά στο εκτελεστικό συμβούλιο της "OceanGate". Αυτές οι ενστάσεις αγνοήθηκαν», προστίθεται στο κείμενο της μήνυσης.
Η ανησυχία του Λόκριτζ ξεκίνησε από το γεγονός ότι η εταιρεία, σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, είχε επιλέξει να βασιστεί σε ηχητικά τεστ -ήχους από ρωγμές ή ανοίγματα στο κέλυφος του βαθυσκάφους όταν αυτό θα βρίσκεται υπό πίεση- προκειμένου να εντοπίσει ελαττώματα, αντί να προχωρήσει σε πλήρη έλεγχό του. Σύμφωνα με τον ίδιο, η εταιρεία τού είπε ότι δεν διέθετε τον κατάλληλο εξοπλισμό για να κάνει τον έλεγχο στο πάχους 12,7 εκατοστών κέφυλος του βαθυσκάφους, που είναι κατασκευασμένο από ανθρακονήματα. «Αυτή είναι μια προβληματική επιλογή, γιατί ο συγκεκριμένος τύπος ηχητικού ελέγχου θα δώσει αποτελέσματα λίγα δευτερόλεπτα πριν από τη διαρραγή (σ.σ. ένα από τα σενάρια που εξετάζονται για την τύχη του τουριστικού υποβρυχίου) και δεν θα ανιχνεύσει ελαττώματα που υπάρχουν πριν να εκτεθεί σε πίεση το βαθυσκάφος», έγραφε ο πρώην διευθυντής της «OceanGate».
Ο καταγγέλλων πρώην διευθυντής υποστήριζε, επίσης, ότι του είχε απαγορευθεί η πρόσβαση σε πληροφορίες για τα φινιστρίνα του βαθυσκάφους, που, σύμφωνα με τον ίδιο, «ήταν σχεδιασμένα μόνο για να αντέχουν πιέσεις σε βάθη 1.300 μέτρων, ενώ η "OceanGate" σχεδίαζε να στείλει επιβάτες σε βάθη 4.000 μέτρων».
«Ο Λόκριτζ πληροφορήθηκε ότι ο κατασκευαστής των εν λόγω τμημάτων του βαθυσκάφους μπορούσε να εγγυηθεί αντοχές για βάθη έως 1.300 μέτρα λόγω της πειραματικής τους φύσης, γεγονός που ήταν αντίθετο στους κανόνες που προβλέπονται στο εγχειρίδιο Pressure Vessels for Human Occupancy (PVHO)», αναφέρεται στη μήνυση.
«Η "OceanGate" αρνήθηκε να πληρώσει προκειμένου ο κατασκευαστής να φτιάξει ένα φινιστρίνι που θα μπορούσε να αντέξει μέχρι τα 4.000 μέτρα βάθος. Οι επιβάτες που θα πληρώσουν για να μπουν στο βαθυσκάφος δεν θα το γνωρίζουν και δεν θα έχουν ενημερωθεί γι' αυτό, για την πειραματική σχεδιασή του, την απουσία των απαραίτητων ελέγχων αντοχής ή των επκίνδυνων εύφλεκτων υλικών που χρησιμοποιούνται στο βαθυσκάφος», αναφερόταν, επίσης, στη μήνυση.
Να σημειωθεί ότι είχε προηγηθεί η μήνυση της «OceanGate» προς τον Λόκριτζ και τη σύζυγό του σε δικαστήριο της πολιτείας της Ουάσινγκτον τον Ιούνιο του 2018, κατηγορώντας τους, μεταξύ άλλων, για παραβίαση συμβολαίου και απάτη, επικαλούμενη συζητήσεις του ζευγαριού σχετικά με απόρρητες πληροφορίες της εταιρείας με τουλάχιστον άλλα δύο άτομα, καθώς και με στελέχη της ομοσπονδιακής υπηρεσίας Ασφαλείας και Υγιεινής. Κατά τη μήνυση, το ζεύγος Λόκριτζ είχε παραβίασει εμπιστευτική συμφωνία.
Ο Λόκριτζ, από την πλευρά του, «απάντησε» με δική του μήνυση κατά της «OceanGate» στο περιφερειακό δικαστήριο του Σιάτλ, με τη διαμάχη να λήγει, έπειτα από συμβιβασμό, στα τέλη του 2018.