Ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες του εικοστού αιώνα, που ξεκίνησε να λατρεύεται μετά την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», δεν είναι πια εδώ. Ο Γαλλοτσέχος μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας Μίλαν Κούντερα έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 11 Ιουλίου, πλήρης ημερών, στα 94.

Στην Ελλάδα ήταν και παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής. Με την παιγνιώδη φιλοσοφική του μυθοπλασία δεν έπαψε να γοητεύει με μυθιστορήματα όπως «Το αστείο», «Η άγνοια», «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» και «Η γιορτή της ασημαντότητας».
Ο Κούντερα γεννήθηκε στο Μπρνο της άλλοτε Τσεχοσλοβακίας (σήμερα Τσεχία) την Πρωταπριλιά του 1929. Γιος καταξιωμένου μουσικολόγου και πιανίστα, σπούδασε και ο ίδιος Mουσική, καθώς και Kινηματογράφο και Φιλοσοφία, στην Πράγα. Άλλωστε, οι μουσικές επιρροές είναι εμφανείς στο έργο του, όπως στο βιβλίο του «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», στο οποίο ενθέτει πεντάγραμμα με μελωδίες του Μπετόβεν ως εκφραστικό μέσο μιας συγκεκριμένης ψυχολογικής κατάστασης.
Αν και τα πρώιμα ποιητικά του έργα ήταν φιλοκομμουνιστικά, στα μυθιστορήματά του απέφευγε ιδεολογική ταύτιση, δηλώνοντας μυθιστοριογράφος και όχι πολιτικά υποκινούμενος συγγραφέας.
Πάντως, στο πρώτο του μυθιστόρημα «Το αστείο» (1967) σατιρίζει εκπληκτικά τον ολοκληρωτισμό της κομμουνιστικής εποχής. Η κριτική του στην εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία για την καταστολή της «Άνοιξης της Πράγας» το 1968 τον έβαλε στη μαύρη λίστα της χώρας του και οδήγησε στην απαγόρευση των βιβλίων του.
Στη Γαλλία, όπου και κατέφυγε μέχρι τέλους, το βιβλίο κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά - μία μπαρόκ αφήγηση που διερευνά, από τις τύχες ανδρικών και γυναικείων χαρακτήρων, τη δραματική και κωμική αντιπαράθεση ανάμεσα στην προσωπική ζωή του ατόμου και μια συλλογική, καταπιεστική -πνιγηρή, θα έλεγε κανείς- ιδεολογία, στην προκειμένη περίπτωση του σταλινικού κομμουνισμού. Εξάλλου, πρόκειται για ένα θέμα που έκρινε την πορεία ολόκληρης της ζωής του. Από την άλλη, το περίφημο «Η ζωή είναι αλλού», παρότι γράφτηκε στα 60s, δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην Τσεχία μόλις το 2016, για να καταλάβει αμέσως τη δεύτερη θέση ως «το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς». Όσο για το αριστοτεχνικό «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» του ’78 εμφανίζεται στα τσέχικα βιβλιοπωλεία το 2017, με «πολλές αλλαγές, περικοπές και νέες ιδέες, με τις οποίες αυτή η μακρά αλλά γενναιόδωρη περίοδος τον αποζημίωσε για την αναμονή», σύμφωνα με τον ίδιο το συγγραφέα. Παρότι κάθε χρονιά ήταν ανάμεσα στα φαβορί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δεν το κέρδισε. Κάποιοι τον θεωρούν, μαζί με τον Φίλιπ Ροθ, από τους μεγάλους αδικημένους της Σουηδικής Ακαδημίας. Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του το ’80, στον Ροθ, περιέγραψε τη σχέση του μυθιστορήματος με τις βεβαιότητες και τη ζωή: «Είμαι επιφυλακτικός με τις λέξεις απαισιοδοξία και αισιοδοξία. Ένα μυθιστόρημα δεν επιβάλλει τίποτα, ένα μυθιστόρημα αναζητά και θέτει ερωτήματα». «Σήμερα, η φωνή του μυθιστορήματος μετά βίας ακούγεται, μέσα από τη θορυβώδη ανοησία των ανθρώπινων βεβαιοτήτων», κατέληγε. Προτού οδηγηθεί στην «Αθανασία».
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή