Η έλευση του νέου έτους επικεντρώνει το παγκόσμιο πολιτικό ενδιαφέρον 


Η έλευση του νέου έτους επικεντρώνει το παγκόσμιο πολιτικό ενδιαφέρον στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ στις 5 Νοεμβρίου. Παρά το ενδιαφέρον για την ανάδειξη του επόμενου προέδρου, οι Αμερικανοί, βλέπουν τα φερόμενα ως φαβορί Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραμπ με «μισό μάτι».


Ο πρόεδρος Μπάιντεν καταρρέει δημοσκοπικά, υπό την έντονη κρίση που δέχεται για τις οικονομικές συνθήκες όσο και την ηλικία του (81 ετών), ενώ ο Τραμπ παρά το τεράστιο προβάδισμα έναντι των έτερων Ρεπουμπλικανών υποψηφίων, αμφισβητείται σε μεγάλο βαθμό λόγω των δικαστικών του υποθέσεων για τα γεγονότα του Καπιτωλίου και τις κατηγορίες για πολιτική απάτη. Με αυτά τα δεδομένα, οι Αμερικανοί φέρεται να κοιτούν προς έναν «τρίτο πόλο».


Απογοήτευση



Πρόσφατη δημοσκόπηση του Gallup ανέδειξε ότι το 63% των ενηλίκων στις ΗΠΑ συμφωνεί με το ερώτημα ότι τόσο Δημοκρατικοί όσο και Ρεπουμπλικάνοι, «κάνουν τόσο κακή δουλειά» στην εκπροσώπηση του λαού, «που χρειάζεται ένα τρίτο κόμμα», ενώ το 70% των ανεξάρτητων έχει δηλώσει από το 2013 ότι είναι ανάγκη ένα «τρίτο κόμμα».

Το ερώτημα αυτό έχει τεθεί και στο παρελθόν, όπως και η συζήτηση υπάρχει εδώ και δεκαετίες, ωστόσο το υψηλό αυτό ποσοστό προκαλεί εντύπωση διότι η υποστήριξη ενός τρίτου κόμματος μεταξύ των δύο, ήταν τα τελευταία χρόνια κάτω από το επίπεδο της πλειοψηφίας. Προβάδισμα σε αυτό έχουν οι Ρεπουμπλικάνοι, όπου το 58% τίθεται υπέρ της θέσης, με αντίστοιχο υψηλό ποσοστό να καταγράφεται μετά τα γεγονότα του Καπιτωλίου. Συντηρητικοί και Ρεπουμπλικάνοι, φαίνεται πιο πιθανό να στηρίξουν ένα «τρίτο υποψήφιο», συγκριτικά με πέρσι, ενώ σημαντικό στοιχείο της δημοσκόπησης αποτελεί το ότι κατά μέσο όρο, το 49% των Ρεπουμπλικάνων έχει ευνοήσει ένα τρίτο υποψήφιο τα χρόνια που ένας Δημοκρατικός πρόεδρος βρίσκεται στον Λευκό Οίκο.

Αντίστοιχα, οι Δημοκρατικοί καταγράφουν αύξηση από 40% σε 46% στη θέση υπέρ τρίτου, με την διαφοροποίηση του «κοινού μετώπου» απέναντι στον Τραμπ που τον αντιλαμβάνονται ως κίνδυνο για την δημοκρατία, παρά το γεγονός ότι βλέπουν τον πολυκομματισμό ως «αξιοθαύμαστο», σύμφωνα με τον Guardian. Το αντίστοιχο ποσοστό υποστήριξης ενός «τρίτου» κατά Ρεπουμπλικανική προεδρία κατά μέσο όρο, είναι 38%.


Οι πιθανότητες και τα πρόσωπα


Παρά τη δεδομένη αμφισβήτηση, τίθεται ερώτημα στο κατά πόσον είναι πιθανό ένα τρίτο κόμμα να μπορέσει να κερδίσει εκλογική διαδικασία.

Η ιστορία έχει δείξει ότι αξιόλογες προσπάθειες όπως του επιχειρηματία Ρος Περό το 1992 (19% με ψηφοδέλτια σε 12 πολιτείες), ή όχι τόσο επιτυχημένες του Ralph Nader το 2000 και της Jill Stein το 2016 δεν μπόρεσαν να κάνουν «γκελ» στους πολίτες. Η χρηματοδότηση, η στελέχωση σε 52 πολιτείες και ο κομματικός συντονισμός αποτελούν πολιτικές και οργανωτικές προβληματικές, όμως ταυτόχρονα εισέρχεται και το ερώτημα του κατά πόσον επιθυμούν πραγματικά ένα τρίτο κόμμα οι πολίτες των ΗΠΑ, ή αν θέλουν να εκφράσουν την απογοήτευσή τους στον δικομματισμό.

Τον δικό τους ρόλο ευελπιστούν να διαδραματίσουν στα γεγονότα επίσης οι No Labels, μία πολιτική οργάνωση του κεντρώου χώρου με στάση απέναντι στον «κομματισμό», που έως τώρα έχει τονίσει ότι δεν θα εμπλακεί στην διαδικασία, παρά μόνον όταν «καθοριστούν οι υποψήφιοι από τα μεγάλα κόμματα». Όμως, η οργάνωση θέτει τις βάσει για μία ανεξάρτητη υποψηφιότητα τρίτου κόμματος, λόγω της δυσθυμίας της απέναντι σε μία ρεβανς των εκλογών του 2020.

Υποψηφιότητες που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για έναν «τρίτο πόλο», είναι αυτές του εκπαιδευτικού Cornel West, που δήλωσε την υποψηφιότητα του για το χρίσμα του «Πράσινου Κόμματος», της Jill Stein, και του Ρόμπερτ Κένεντι Τζούνιορ που απέρριψε την υποψηφιότητά του για το Δημοκρατικό Κόμμα, με σκοπό να κατέβει ως ανεξάρτητος. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί ότι σε μία τριπλή αντιστοιχία με τον πρώην και τον νυν πρόεδρο, συγκέντρωσε ποσοστό 20%.

Άλλα πολιτικά πρόσωπα που έχουν εκφράσει, εμμέσως ή άμεσα την αντίθεσή τους στο δίλημμα αυτό, είναι η πρώην βουλευτής Liz Cheney, όπου έκανε σφοδρή κριτική στον Τραμπ, ο πρώην κυβερνήτης του Μέριλαντ, Λάρι Χόγκαν και ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τζο Μάντσιν, που δήλωσε ευθέως ότι δεν εκπροσωπείται από κανέναν από τους δύο.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή της Κυριακής στις 6/1