Η εκλογή της Άγκελα Μέρκελ για μια τέταρτη θητεία στην καγκελαρία της Γερμανίας θεωρείται τόσο βέβαιη, με δεδομένη τη διαφορά του κόμματός της από τους Σοσιαλδημοκράτες στις δημοσκοπήσεις, ώστε όλο το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο ποιος θα είναι ο κυβερνητικός εταίρος μετά τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου.

Μετά την απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την εκλογή ενός μη δοκιμασμένου προέδρου στη Γαλλία, οι Ευρωπαίοι περιμένουν περισσότερο από ποτέ από το Βερολίνο να παίξει ηγετικό ρόλο. Το κατά πόσον θα γίνουν αποφασιστικά βήματα για την ενίσχυση της Ευρωζώνης, την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και την οικοδόμηση μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, ή απλώς θα συνεχίσει να γίνεται μια διαχείριση της τελευταίας στιγμής, εξαρτάται περισσότερο από ποτέ από τη γερμανική πολιτική.

Η Άγκελα Μέρκελ έχει ηγηθεί τα 12 τελευταία χρόνια διαφόρων συνασπισμών, πρώτα με τους κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες, ύστερα με τους κεντρώους Ελεύθερους Δημοκράτες, και στη συνέχεια ξανά με τους Σοσιαλδημοκράτες. Αυτό της έχει επιτρέψει να μετατρέψει το κεντροδεξιό χριστιανοδημοκρατικό της κόμμα σε ένα πιο μοντέρνο και κεντρώο «Volkspartei» (λαϊκό κόμμα) και να ξεφορτωθεί το πιο συντηρητικό του φορτίο.

Προλαβαίνοντας τους Πράσινους, η καγκελάριος αποφάσισε μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα, το 2011, να μειώσει σταδιακά την εξάρτηση της χώρας της από την πυρηνική ενέργεια. Τέσσερα χρόνια αργότερα άνοιξε τις πόρτες σε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και άλλους μετανάστες, αποσπώντας περισσότερους επαίνους από την Αριστερά αρά από την πολιτική της οικογένεια. Στη συνέχεια υιοθέτησε τις θέσεις των Σοσιαλδημοκρατών για ελάχιστο μισθό και συνταξιοδότηση όσων ξεκίνησαν να δουλεύουν νωρίς σε μικρότερη ηλικία. Τέλος, αφόπλισε την Αριστερά φέρνοντας η ίδια στη Βουλή το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων (έστω κι αν η ίδια το καταψήφισε).

Το μήνυμα της Μέρκελ είναι ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα στη Γερμανία και ότι εκείνη θα τα κρατήσει έτσι. Αυτό εισπράττεται πολύ καλά από μια κοινωνία που δεν της αρέσουν τα ρίσκα και πορεύεται με τη συναίνεση. Δεν απαντά όμως στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ, ώστε να επιταχυνθεί η οικονομική ανάπτυξη και να ενισχυθεί η ασφάλεια έναντι εξωτερικών και εσωτερικών απειλών.

Ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς δεν έχει μέχρι στιγμής πείσει την κοινή γνώμη με το μήνυμά του ότι η κοινωνία είναι άνιση και ότι πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη και λιγότερες δαπάνες για τους εξοπλισμούς. Καθώς το κόμμα του συγκυβέρνησε με τη Μέρκελ τα τέσσερα τελευταία χρόνια, και τα οκτώ από τα τελευταία δώδεκα, είναι δύσκολο να αποστασιοποιηθεί από την πολιτική της και να παρουσιάσει μια εναλλακτική κυβερνητική λύση, ιδιαίτερα αν αυτή είναι η συγκυβέρνηση με το σκληροπυρηνικό Κόμμα της Αριστεράς, που θέλει την κατάργηση του ΝΑΤΟ και τη σύσφιγξη των σχέσεων με τη Ρωσία.

Επιστρέφουμε έτσι στη Μέρκελ, η οποία έχει τέσσερις επιλογές για την οικοδόμηση ενός συνασπισμού μετά τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου.

Η πιο «φυσιολογική» θα είναι η συμμαχία της με τους φιλελεύθερους Ελεύθερους Δημοκράτες, που φαίνεται ότι θα επιστρέψουν θριαμβευτικά στην Μπούντεσταγκ μετά την αποτυχία τους να ξεπεράσουν το όριο του 5% στις εκλογές του 2013. Μια άλλη επιλογή, που θα είναι η πρώτη στην ιστορία σε ομοσπονδιακό επίπεδο, είναι μια συμμαχία με τους Πράσινους. Η Μέρκελ ίσως να χρειαστεί την υποστήριξη τόσο των Ελεύθερων Δημοκρατών όσο και των Πράσινων, κάτι που θα είναι προβληματικό με δεδομένες τις διαφορές τους. Η τέταρτη επιλογή, τέλος, είναι η επανάληψη του σημερινού σκηνικού, δηλαδή του Μεγάλου Συνασπισμού.

Οι Πράσινοι ή οι Σοσιαλδημοκράτες θα ήταν οι πιο φιλοευρωπαίοι εταίροι. Ακόμη κι αν είναι στην αντιπολίτευση, θα βοηθήσουν κατά πάσα πιθανότητα τη Μέρκελ να προωθήσει γενναίες μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι Γερμανοί υποστηρίζουν τη στενότερη ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά η καγκελάριος θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις επιφυλάξεις του οικονομικού κατεστημένου και μερικών από τους βουλευτές της.

«Κιτρινόμαυρος» συνασπισμός;

Ένας «κιτρινόμαυρος» συνασπισμός των Χριστιανοδημοκρατών και των Ελευθέρων Δημοκρατών θα είναι αποφασιστικός σε ζητήματα άμυνας, αλλά επιφυλακτικός στο θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και τα δύο κόμματα έχουν δεσμευτεί ότι θα επιδιώξουν αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2024. Αυτό θα αποτελέσει άλμα για τη Γερμανία, που φέτος δαπανά το 1,2% του ΑΕΠ. Και τα δύο κόμματα είναι υπέρ της ευρωπαϊκής αμυντικής ένωσης, ενώ οι Ελεύθεροι Δημοκράτες τάσσονται υπέρ ενός ευρωπαϊκού στρατού. Τόσο οι μεν όσο και οι δε, όμως, αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη τις προτάσεις του Εμανουέλ Μακρόν για κοινό προϋπολογισμό της Ευρωζώνης και έναν Ευρωπαίο υπουργό Οικονομικών.

Ο ηγέτης των Ελευθέρων Δημοκρατών Κρίστιαν Λίντνερ ζήτησε πρόσφατα την αποπομπή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Δεδομένου ότι η ιδέα αυτή μοιάζει πλέον αναχρονιστική, το πιθανότερο είναι ότι η επιλογή του να παίξει το ανθελληνικό χαρτί αποσκοπεί στην αλίευση ψήφων από οπαδούς της δημοσιονομικής πειθαρχίας που είναι εξοργισμένοι με την παραβίαση των κανόνων από την Ελλάδα.

Ενας «κιτρινοπρασινόμαυρος» συνασπισμός θα επιτρέψει στη Μέρκελ να κινείται στο κέντρο, όπου αισθάνεται άνετα. Ενας νέος Μεγάλος Συνασπισμός με τους Σοσιαλδημοκράτες θα πρόσφερε στη Μέρκελ την ευρύτερη δυνατή πολιτική βάση για την προώθηση από κοινού με τον Εμανουέλ Μακρόν μιας γενναίας ευρωπαϊκής ατζέντας. Το SPD όμως θα «κλωτσούσε» σε θέματα αμυντικών δαπανών και εξαγωγών όπλων.

Καθώς αυτή η θητεία θα είναι ασφαλώς η τελευταία της, η 63χρονη Μέρκελ θα επιδιώξει μια θέση στην ιστορία. Αλλά και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που θα γίνει 75 ετών τον Σεπτέμβριο, θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στην υποστήριξη μιας ενωμένης Ευρώπης και στη συνεχιζόμενη αντίθεσή του σε παραχωρήσεις προς τον Νότο.

(*) Ο Πολ Τέιλορ είναι αρθρογράφος του Politico


Πηγή: ΑΜΠΕ