ΟΗΕ: Πάνω από 24 χημικές επιθέσεις στη Συρία από το 2011
Δραματικά τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών για τον πόλεμο στη χώρα
Οι συριακές δυνάμεις έκαναν χρήση χημικών όπλων περισσότερες από 24 φορές στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη χώρα, περιλαμβανομένης και μιας φονικής επίθεσης τον Απρίλιο στο Χαν Σεϊχούν, ανέφεραν σήμερα ερευνητές του ΟΗΕ για εγκλήματα πολέμου.
Κυβερνητικό αεροσκάφος έριξε σαρίν στην πόλη αυτή που βρίσκεται στην επαρχία Ιντλίμπ, σκοτώνοντας περισσότερους από 80 αμάχους, ανέφερε η Επιτροπή Έρευνας του ΟΗΕ για τη Συρία.
Η Επιτροπή ανέφερε επίσης πως οι αμερικανικές αεροπορικές δυνάμεις, που κατέφεραν τον Μάρτιο πλήγματα σε τέμενος στο χωριό Αλ-Τζίνα στην περιφέρεια του Χαλεπιού, με αποτέλεσμα τον θάνατο 38 ανθρώπων, περιλαμβανομένων παιδιών, δεν είχαν λάβει προληπτικά μέτρα παραβιάζοντας έτσι το διεθνές δίκαιο.
Τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στο Χαν Σεϊχούν είχε διαπιστωθεί ότι περιείχαν σαρίν, έναν άοσμο νευροτοξικό παράγοντα. Όμως στο πόρισμα αυτό, στο οποίο κατέληξε διερευνητική αποστολή του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (OAXO), δεν αναφερόταν ποια πλευρά ήταν υπεύθυνη.
«Οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη χρήση χημικών όπλων εναντίον αμάχων σε περιοχές που τελούν υπό τον έλεγχο της αντιπολίτευσης. Στο πιο σοβαρό περιστατικό, η συριακή Πολεμική Αεροπορία χρησιμοποίησε σαρίν στο Χαν Σεϊχούν, στην Ιντλίμπ, σκοτώνοντας δεκάδες ανθρώπους, η πλειονότητα των οποίων ήταν γυναίκες και παιδιά», αναφέρεται στην έκθεση του ΟΗΕ, που χαρακτηρίζει την επίθεση έγκλημα πολέμου.Στην 14η έκθεσή τους από το 2011, οι ερευνητές του ΟΗΕ ανέφεραν πως έχουν τεκμηριώσει μέχρι σήμερα συνολικά 33 επιθέσεις με χημικά όπλα.
Οι 27 πραγματοποιήθηκαν από την κυβέρνηση του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ, περιλαμβανομένων επτά που διενεργήθηκαν στο διάστημα 1η Μαρτίου-7η Ιουλίου. Δεν έχουν ταυτοποιηθεί οι δράστες των έξι άλλων επιθέσεων, είπαν. Η κυβέρνηση Άσαντ έχει αρνηθεί κατ΄επανάληψη ότι χρησιμοποίησε χημικά όπλα. Υποστήριξε πως οι επιθέσεις στο Χαν Σεϊχούν έπληξαν μια αποθήκη όπλων που ανήκει στις δυνάμεις των ανταρτών, ισχυρισμό τον οποίο απέρριψαν οι ερευνητές του ΟΗΕ.
Η επίθεση εκείνη οδήγησε τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να εξαπολύσει τα πρώτα αεροπορικά πλήγματα των ΗΠΑ σε αεροπορική βάση στη Συρία. Μια ξεχωριστή κοινή έρευνα του ΟΗΕ και του ΟΑΧΟ η οποία αναμένεται να δημοσιοποιηθεί έως τον Οκτώβριο θα προσδιορίζει ποιος φέρει την ευθύνη για την επίθεση στο Χαν Σεϊχούν.
Οι ερευνητές του ΟΗΕ πήραν συνεντεύξεις από 43 αυτόπτες μάρτυρες, θύματα, ανθρώπους που αποκρίθηκαν πρώτοι στην επίθεση. Χρησιμοποιήθηκαν δορυφορικές φωτογραφίες, φωτογραφίες από τα κατάλοιπα των βομβών και αναφορές έγκαιρης προειδοποίησης.
Οι ανεξάρτητοι ερευνητές, υπό την ηγεσία του Πάουλο Πινιέιρο, εξέφρασαν «βαθιά ανησυχία για την επίπτωση των πληγμάτων του διεθνούς συνασπισμού στους αμάχους». «Στην αλ-Τζίνα, στο Χαλέπι, δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής απέτυχαν να λάβουν όλα τα εφικτά προληπτικά μέτρα προκειμένου να προστατεύσουν πολίτες και πολιτικούς στόχους όταν επιτέθηκαν σε ένα τέμενος, παραβιάζοντας το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο», αναφέρεται στην έκθεση.
Ερευνητές του στρατού των ΗΠΑ ανέφεραν τον Ιούνιο πως η αεροπορική επιδρομή ήταν μια έγκυρη και νόμιμη επίθεση σε μια συνάντηση μαχητών της αλ-Κάιντα. Φέρεται να σκότωσε περίπου 24 άνδρες που συμμετείχαν στη συνάντηση της οργάνωσης και να προκάλεσε την απώλεια ενός αμάχου.
Τα αμερικανικά F-15 έπληξαν το κτίριο που βρίσκεται δίπλα στην αίθουσα προσευχών με δέκα βόμβες και ακολούθησε ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος Reaper που εξαπέλυσε δύο πυραύλους Hellfire εναντίον των ανθρώπων που έφευγαν τρέχοντας να σωθούν, αναφέρεται στην έκθεση του ΟΗΕ. «Οι περισσότεροι από τους κατοίκους του αλ-Τζίνα, συγγενείς των θυμάτων και άνθρωποι που αποκρίθηκαν άμεσα στην επίθεση, που έδωσαν συνεντεύξεις στην Επιτροπή, δήλωσαν ότι εκείνο το βράδυ πραγματοποιείτο μια θρησκευτική συγκέντρωση στο κτίριο υπηρεσιών του τεμένους. Επρόκειτο για τακτική συνάντηση.»
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έθεσαν στο στόχαστρο την ομάδα, είχαν έλλειψη κατανόησης του πραγματικού στόχου, καθώς και του ότι ήταν τμήμα ενός τεμένους όπου οι πιστοί συγκεντρώνονταν για να προσευχηθούν κάθε Πέμπτη», αναφέρεται στην έκθεση.
ΑΠΕ-ΜΠΕ