Σε κάθε μείζον περιστατικό του τελευταίου καιρού, υπάρχει πάντα μια φωνή που θα καταγγείλει τον μυστικό φταίχτη: είναι οι Ρώσοι. Είτε πρόκειται για τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ επί της Χίλαρι Κλίντον ή για την ψήφο υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ στη Βρετανία, υπάρχει πάντα από πίσω ένα δίκτυο υπό τις εντολές του Βλαντιμίρ Πούτιν που ευθύνεται για κάθε αποσταθεροποίηση, για κάθε αποκάλυψη κακοτοπιών, για κάθε εκλογική αποτυχία και κάθε απόρριψη που δέχονται οι πολιτικές ηγεσίες των δυτικών χωρών από τους πολίτες τους.

Έτσι, δεν θα έπρεπε να προκαλεί εντύπωση σε κανέναν ότι στην ερώτηση «ποιος φταίει για την κρίση της Καταλονίας», η ισπανική εφημερίδα El Pais, το μεγαλύτερο ημερήσιο έντυπο της χώρας με έδρα τη Μαδρίτη, προσέφυγε στη γνωστή απάντηση, κομίζοντας ως αποδείξεις της «εμπλοκής» της Ρωσίας δημοσιεύματα του Russia Today και του Sputnik και γραφήματα με την πορεία των tweets του ιδρυτή των Wikileaks, Τζούλιαν Ασάνζ.

Στην εισαγωγή της έρευνας, ο συντάκτης Νταβίντ Αλαντέντε, μιλάει για το «δίκτυο παραγωγών fake news» που επηρέασε την εκλογή. Μάταια όμως θα βρει κανείς ψευδείς ειδήσεις στα επίμαχα τεκμήρια. Αυτό που θα βρει πολλάκις είναι μεροληπτικές θέσεις υπέρ της τέλεσης του δημοψηφίσματος και της ψήφου για την αυτονόμηση της Καταλονίας. Με μεγαλύτερη προσοχή, το Digital Forensic Research Lab που κοινοποίησε την έρευνα στο διεθνές ακροατήριο, κάνει λόγο για «ψευδείς και μεροληπτικές δημοσιεύσεις», κολλώντας καταχρηστικά το ψέμα στη μεροληψία.

Ουδέποτε αμφισβήτησε κανείς ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν διεκδικεί έναν ενεργητικό ρόλο στη διεθνή σκηνή· ούτε ότι αυτό προϋποθέτει μία καλλιέργεια εντυπώσεων και μία υπονόμευση των ισορροπιών, ανάγκη που πλέον καλύπτει ένας επαρκέστατος προπαγανδιστικός μηχανισμός με κέντρο το Russia Today και το Sputnik. Ούτε καν ότι ο Τζούλιαν Ασάνζ, αλλά και ο Έντουαρντ Σνόουντεν και η Τσέλσι Μάνινγκ, που διώκονται εδώ και χρόνια για το φως που έριξαν στη δράση των αμερικάνικων υπηρεσιών ασφαλείας και τη συγκάλυψη εγκλημάτων πολέμου, έχουν βρει έναν κοινό τόπο και στόχο μαζί με τον Πούτιν στην αποσταθερόποιηση των δυτικών ηγεμόνων.

Αυτά όμως ελάχιστα μπορούν να θεωρηθούν «παρέμβαση στα εσωτερικά μιας άλλης χώρας». Από τέτοιες, τα παραδείγματα είναι χιλιάδες και είναι συνήθως πιο αιματηρά απ’ την αυξημένη αναπαραγωγή 140 χαρακτήρων του Ασάνζ στο Twitter με τη χρήση bots. Εμπλοκή ήταν ο εξοπλισμός του Πινοσέτ για το πραξικόπημα κατά του Αγιέντε στη Χιλή το 1973, η οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ στον δικτάτορα του Κονγκό, Μομπούτου, ο εξοπλισμός οργανώσεων σε χώρες της Μέσης Ανατολής κατά την Αραβική Άνοιξη, ο Κόλπος των Χοίρων στην Κούβα, η αιματηρή δράση των Κόντρας στη Νικαράγουα, η Gladio και η Κόκκινη Προβιά στην Ιταλία και την Ελλάδα.

Ακόμα και τα παραπάνω, όμως, που σήμαιναν χιλιάδες νεκρούς και την καταστολή κάθε υπόνοιας δημοκρατίας, η γραμμή μεταξύ της «παρέμβασης στα εσωτερικά μιας άλλης χώρας» και της υπεράσπισης των γεωπολιτικών συμφερόντων, είναι από ισχνή, έως ανύπαρκτη. Αν η εμπλοκή της Ρωσίας σε Ευρώπη και Αμερική είναι η επικοινωνιακή προώθηση συγκεκριμένων υποψηφίων, πρόκειται για ένα εξαιρετικά «ελαφρύ» είδος παρέμβασης, αντίστοιχα του οποίου μπορούν να βρεθούν και στο δυτικό μπλοκ και μάλλον με μεγαλύτερη ένταση.

Η μόνη ουσιαστική παρέμβαση της Ρωσίας στα εσωτερικά της ΕΕ και των ΗΠΑ, φαίνεται να αφορά τις καταγγελίες για χρηματισμό ακροδεξιών οργανώσεων –μεταξύ των οποίων και η Χρυσή Αυγή. Που και πάλι όμως, δεν διαφέρει και πολύ από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ απ’ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

Όχι ότι η Ρωσία δεν παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι ή ότι το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που προκρίνει ο Πούτιν δεν είναι αυταρχικό, απειλητικό και διεφθαρμένο. Όμως πρέπει κάποια στιγμή να αναγνωριστεί ότι στον βαθμό που ο προπαγανδιστικός του μηχανισμός εμπλέκεται στην κρίση των μοντέλων ηγεσίας στη Δύση, απλά την εκμεταλλεύεται, δεν την προκαλεί. Αποτελεί απλά μία βολική εξήγηση για τη χρεοκοπία του αυτοαποκαλούμενο Κέντρου που περιφέρεται από χώρα σε χώρα, με μεγαλύτερη ένταση κάθε φορά. Τώρα κλιμακώθηκε στα σπασμένα κεφάλια των Καταλανών αυτονομιστών· κι αυτά δεν τα άνοιξε ο Πούτιν.