Ρωσικές εκλογές: Η κούρσα του Πούτιν και οι άλλοι
Κυρίαρχος και πάλι του παιχνιδιού ο Βλ. Πούτιν, λίγες ηµέρες µετά την επίσηµη έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας
Απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού, πρωταγωνιστής σε δεκάδες θεωρίες συνωµοσίας και αδίστακτος µε τους πολιτικούς του αντιπάλους, ο πανίσχυρος «τσάρος» Βλαντιµίρ Πούτιν έθεσε εκ νέου υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές στη Ρωσία, ενάντια σε µια αδύναµη και κατακερµατισµένη αντιπολίτευση. Στην εξουσία για 18 ολόκληρα χρόνια -ως πρωθυπουργός και πρόεδρος από το 2000θα γίνει, όπως όλα δείχνουν, ο δεύτερος µακροβιότερος ηγέτης στη Ρωσία µετά τον Ιωσήφ Στάλιν, την εποµένη της αναµέτρησης της 18ης Μαρτίου. Και αυτό γιατί ο µόνος πραγµατικός αντίπαλος που καλείται να αντιµετωπίσει είναι το ποσοστό της αποχής: µόλις το 28% των ψηφοφόρων δήλωσαν «βέβαιοι» ότι θα ψηφίσουν τον Μάρτιο, σύµφωνα µε το ανεξάρτητο ινστιτούτο Levada.
Οι περισσότεροι Ρώσοι θεωρούν αδιανόητο να µην ανανεώσει τη θητεία του ο Πούτιν, την ώρα που το Κρεµλίνο προσπαθεί να πείσει ότι πρόκειται πράγµατι για µια εκλογική µάχη µεταξύ ανταγωνιστών. Και ενώ το αποτέλεσµά τους µοιάζει προδιαγεγραµµένο, η αλήθεια είναι ότι οι εκλογές της άνοιξης αποτελούν καθοριστική στιγµή για το πολιτικό µέλλον της Ρωσίας. Για πρώτη φορά συνοδεύονται από έντονη φηµολογία για το µέλλον του προέδρου, την πιθανότητα συνταγµατικών αλλαγών, ακόµα και για τον αληθινό έλεγχο που έχει ο Πούτιν στην καθηµερινότητα των πολιτών, σηµειώνουν οι «Financial Times». «Το ερώτηµα πλέον δεν είναι ποιον θα επιλέξουν οι ψηφοφόροι για να ηγηθεί της χώρας τα επόµενα έξι χρόνια, αλλά κατά πόσο, πότε και πώς θα παραδώσει την εξουσία σε έναν διάδοχο», λέει ο πολιτικός αναλυτής Νικολάι Πετρόφ.
ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ
Η προεκλογική εκστρατεία ξεκίνησε και επίσηµα τη ∆ευτέρα, ακριβώς τρεις µήνες προτού ανοίξουν οι κάλπες και, σύµφωνα µε τις εκλογικές Αρχές, δεκάδες υποψήφιοι έχουν ήδη εκφράσει επιθυµία συµµετοχής.
Ανάµεσά τους οι επικεφαλής του ρωσικού Κοµµουνιστικού Κόµµατος, Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, και του εθνικιστικού Φιλελεύθερου ∆ηµοκρατικού Κόµµατος (LDPR), Βλαντιµίρ Ζιρινόφσκι, ο συνήγορος για την προστασία των δικαιωµάτων των επιχειρηµατιών και αρχηγός του Κόµµατος Ανάπτυξης, Μπορίς Τιτόφ, ο πολιτικός επιστήµονας και επικεφαλής του Κέντρου Κοινωνικών Τεχνολογιών, Αντρέι Μπογκντάνοφ, η Ρωσίδα δηµοσιογράφος, τραγουδίστρια και ραδιοφωνική παραγωγός Εκατερίνα Γκόρντον και η ανεξάρτητη υποψήφια Ξένια Σόµπτσακ, κόρη του πρώην δηµάρχου της Αγίας Πετρούπολης και µέντορα του Πούτιν, Ανατόλι Σόµπτσακ. Παρουσιάστρια, δηµοσιογράφος και ηθοποιός, η «Πάρις Χίλτον της Ρωσίας», όπως την έχουν αποκαλέσει, ασχολείται τα τελευταία χρόνια µε τα κοινά και ανέπτυξε ακτιβιστική δράση, η υποψηφιότητά της, ωστόσο, προκάλεσε συζητήσεις.
∆εν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιµούν ότι πίσω από την απόφασή της υπάρχει... δάκτυλος του Κρεµλίνου, σε µια προσπάθεια να αποκτήσει ενδιαφέρον, αλλά και να ελεγχθεί η κούρσα για τις εκλογές του 2018 ή ακόµα και να διασπαστεί ακόµα περισσότερο η αντιπολίτευση στον Πούτιν
Η ίδια πριν από λίγες ηµέρες δήλωσε έτοιµη να αποσυρθεί από τη µάχη, σε περίπτωση ένωσης ορισµένων πολιτικών δυνάµεων, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόµενο συµµαχίας µε τον µοναδικό ουσιαστικά υπολογίσιµο αντίπαλο του «τσάρου», τον αποκλεισµένο από τις εκλογές Αλεξέι Ναβάλνι. Σφοδρός επικριτής του Πούτιν, έχει καταδικαστεί, µεταξύ άλλων, για υπεξαίρεση πόρων, υπόθεση την οποία καταγγέλλει ως πολιτικά υποκινούµενη, και δεν έχει δικαίωµα συµµετοχής στις εκλογές. Ο ίδιος, ωστόσο, συνεχίζει κανονικά την προεκλογική εκστρατεία.
Ο Ναβάλνι δεν ήταν υποψήφιος στις τελευταίες προεδρικές εκλογές της Ρωσίας, το 2012, αλλά πρωτοστάτησε σε µια σειρά από µαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που ταρακούνησαν το καθεστώς και οδήγησαν σε αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής. Με φόντο τη συρρίκνωση της δηµοτικότητάς του, ο Πούτιν προσάρτησε τη χερσόνησο της Κριµαίας, στήριξε τους φιλορώσους αυτονοµιστές στην Ανατολική Ουκρανία και ολοκλήρωσε την «αποστολή» του στη Συρία, όχι µόνο βοηθώντας στην εξουδετέρωση του Ισλαµικού Κράτους και στηρίζοντας τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Ασαντ, αλλά αποκαθιστώντας τη Ρωσία ως σηµαντικό παράγοντα στη Μέση Ανατολή.
ΔΕΚΑΟΚΤΩ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Πούτιν έλαβε επισήµως τη θέση του προέδρου της Ρωσίας στις 7 Μαΐου του 2000, ύστερα από µια πολυετή προσπάθεια που ξεκίνησε το 1990, όταν προσελήφθη από τον τότε δήµαρχο της Αγίας Πετρούπολης και πρώην καθηγητή του στη Νοµική Σχολή, Ανατόλι Σόµπτσακ. Στις 6 ∆εκεµβρίου ανακοίνωσε ότι κατεβαίνει εκ νέου ως ανεξάρτητος υποψήφιος, κρατώντας αποστάσεις από το κόµµα Ενωµένη Ρωσία, µε πολλούς από τους αναλυτές να είναι πεπεισµένοι ότι πολλά από τα προβλήµατα που αντιµετωπίζει η χώρα θα λυθούν µόνο όταν φύγει. Πότε θα γίνει, όµως, αυτό;
Οι απόψεις διίστανται. «Είµαι απόλυτα βέβαιος ότι ο Πούτιν δεν θα παραδώσει την εξουσία ούτε το 2024. Αυτό σηµαίνει ότι χρειάζεται να αλλάξει η κατανοµή της εξουσίας και να µεταφερθεί το µεγαλύτερο µέρος της σε έναν θεσµό άλλον από αυτόν της προεδρίας» έγραφε τον περασµένο µήνα ο Αλεξέι Βενεντίκτοφ, αρχισυντάκτης του ραδιοφωνικού σταθµού «Ηχώ της Μόσχας». Ο Πούτιν, ο οποίος είναι σήµερα 65 ετών, είχε αρκετό χρόνο να εδραιώσει το κράτος δικαίου, να καταπολεµήσει τη διαφθορά και την ανισότητα, να διαφοροποιήσει και να εκσυγχρονίσει την οικονοµία της Ρωσίας µε βάση τους πόρους και να παράσχει ποιοτική εκπαίδευση και υγειονοµική περίθαλψη στους κατοίκους της µεγαλύτερης χώρας του κόσµου.
Αντ’ αυτού, οι αντίπαλοί του υποστηρίζουν ότι περιόρισε την ελευθερία του λόγου και την ανεξαρτησία της ∆ικαιοσύνης και φίµωσε τους πολιτικούς αντιπάλους του, ενώ σπατάλησε τεράστια ποσά σε σχέδια όπως οι Χειµερινοί Ολυµπιακοί του Σότσι το 2014 και το Παγκόσµιο Κύπελλο το επόµενο έτος.