Με φόντο την απέλαση δύο ρώσων διπλωματών από την Ελλάδα και η απαγόρευση εισόδου σε άλλους δύο για παράνομες ενέργειες κατά της εθνικής ασφάλειας, γίνεται λόγος για απόπειρες «αλίευσης και διακίνησης πληροφοριών», καθώς και «χρηματισμού κρατικών λειτουργών». Με βάση αυτά τα στοιχεία, έχει δοθεί η εντολή για την απέλαση των δύο διπλωματών –εκ των οποίων ο ένας ονομάζεται στο δημοσίευμα και πρόκειται για στέλεχος της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα. Επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες από ελληνικές διπλωματικές πηγές, στο κάδρο της υπόθεσης εντάχθηκαν απόπειρες άσκησης επιρροής σε δήμους, μητροπολίτες αλλά και στο Άγιον Όρος, ενώ αναφέρθηκε και η δραστηριότητα κύκλων ρωσικών συμφερόντων, όπως η Αυτοκρατορική Ορθόδοξη Παλαιστινιακή Ένωση.

Όλα αυτά, όπως φαίνεται, σχετίζονται άμεσα με το ονοματολογικό και την πορεία της ΠΓΔΜ προς το ΝΑΤΟ.

Όπως αναφέρει το protagon.gr, πριν από έναν χρόνο, μία μικρή αλλά σημαντική διαρροή απορρήτων εγγράφων που μπορεί να συνδέονται με αυτά που μας απασχολούν σήμερα στην Ελλάδα, περιήλθε στην κατοχή του OCCRP (Organized Crime and Corruption Reporting Project), της ερευνητικής δημοσιογραφικής ένωσης για το Οργανωμένο Έγκλημα και τη Διαφθορά που δραστηριοποιείται κυρίως στην Ανατολική Ευρώπη, καθώς και και των συνεργαζομένων μέσων ενημέρωσης NOVA TV από την ΠΓΔΜ και KRIK από την Σερβία. Τα εν λόγω έγγραφα δείχνουν με ποιον τρόπο ρώσοι κατάσκοποι και διπλωμάτες φέρεται να έχουν συμμετάσχει σε μια προσπάθεια να διαδώσουν προπαγάνδα και να προκαλέσουν διαμάχες στη ΠΓΔΜ ως μέρος μιας προσπάθειας να σταματήσουν την ένταξη βαλκανικών χωρών στο ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με ενημερωτικό έγγραφο που προετοιμάστηκε εντός του 2017 από τον Βλαντίμιρ Ατανασόφσκι, διευθυντή της υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας και Αντικατασκοπίας (UBK) της ΠΓΔΜ, η χώρα «υφίσταται ισχυρή ανατρεπτική προπαγάνδα και δραστηριότητες πληροφοριών που πραγματοποιούνται μέσω της πρεσβείας της Ρωσίας».

Η έναρξη των ρωσικών επιχειρήσεων για τις οποίες κάνει λόγο ο Ατανασόφσκι τοποθετείται το 2008, τη χρονιά που η Ελλάδα άσκησε το γνωστό βέτο στη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου. Στην αναφορά εντοπίζονται ισχυρισμοί ότι οι δραστηριότητες των Ρώσων εκκινούσαν από την πρεσβεία τους στα Σκόπια, από τρεις αντιπροσώπους της Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών της Ρωσίας (SVR), υπό την επίβλεψη ενός σταθμού στο Βελιγράδι, καθώς και από τέσσερις πράκτορες της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (GRU) στη Σόφια Όπως αναφέρεται στο εν λόγω έγγραφο: «Χρησιμοποιώντας μέσα και μεθόδους της λεγόμενης “ήπιας δύναμης ”, ως μέρος της στρατηγικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας στα Βαλκάνια, ο στόχος είναι να απομονωθεί η χώρα [ΠΓΔΜ] από την επιρροή της “Δύσης” (…) Επιπλέον, η ρωσική εξωτερική πολιτική βρίσκεται σε στενή συσχέτιση με μια ενεργειακή στρατηγική, στόχος της οποίας είναι ο έλεγχος των ενεργειακών πόρων μέσω των σχέσεών της με τις βαλκανικές χώρες». Σύμφωνα με το έγγραφο, στόχος της ρωσικής στρατηγικής ήταν να τεθεί η ΠΓΔΜ «σε κατάσταση αποκλειστικής εξάρτησης από τη ρωσική πολιτική».

Στην αναφορά της UBK εντοπίζονται ισχυρισμοί ότι οι δραστηριότητες των Ρώσων εκκινούσαν από την πρεσβεία τους στα Σκόπια, από τρεις αντιπροσώπους της Υπηρεσίας Εξωτερικών Πληροφοριών της Ρωσίας (SVR), υπό την επίβλεψη ενός σταθμού στο Βελιγράδι, καθώς και από τέσσερις πράκτορες της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (GRU) στη Σόφια. Αναφέρεται επίσης ότι συμμετείχαν τοπικοί εκπρόσωποι του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων TASS και ένας εκπρόσωπος της Rossotrudnichestvo, μιας ρωσικής κυβερνητικής υπηρεσίας βοήθειας που, σύμφωνα με την εφημερίδα Washington Post, έχει ερευνηθεί από το FBI για την προσπάθεια προσυλητισμού πληροφοριοδοτών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το έγγραφο που συντάχθηκε από τον διευθυντή της υπηρεσίας Αντικατασκοπίας (UBK) της ΠΓΔΜ. Ρώσοι πράκτορες αποπειράθηκαν να στρατολογήσουν πρώην και νυν μέλη των ενόπλων δυνάμεων και του υπουργείου Εσωτερικών της ΠΓΔΜ προκειμένου να δημιουργήσουν μια «κρίσιμη μάζα εκπαιδευμένων σε στρατιωτικά ζητήματα» οι οποίοι, σύμφωνα με το έγγραφο, «σε συγκεκριμένη πολιτική στιγμή ή κατάσταση θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τα ρωσικά συμφέροντα».

Στο έγγραφο δεν διευκρινίζεται αν αυτές οι απόπειρες ήταν επιτυχείς. Επιπλέον αναφέρεται ότι ρώσοι πράκτορες προσπάθησαν να επηρεάσουν και να προσφέρουν χρήματα σε μέσα μαζικής ενημέρωσης της ΠΓΔΜ, συμπεριλαμβανομένων αυτών που απευθύνονταν στην αλβανική μειονότητα της χώρας, προκειμένου να διαδώσουν «πληροφορίες και παραπληροφόρηση» προς υποστήριξη των στόχων της ρωσικής πολιτικής. Ακόμη, ότι τα επίτιμα προξενεία της Ρωσίας που εδρεύουν στις πόλεις Μπίτολα και Οχρίδα, λειτουργούν ως «βάσεις πληροφοριών» -χωρίς να παρέχονται περαιτέρω λεπτομέρειες- καθώς και ότι έχει αυξηθεί δραστικά η πολιτιστική εμβέλεια της Μόσχας, προωθώντας την ιδέα της «πανσλαβικής» ταυτότητας και της κοινής ορθόδοξης χριστιανικής πίστης.

Στο έγγραφο της UBK αναφέρεται επίσης ότι η πρεσβεία της Ρωσίας έχει εποπτεύσει τη δημιουργία περίπου 30 «ενώσεων φιλίας» ΠΓΔΜ-Ρωσίας στη χώρα, καθώς και το άνοιγμα ενός ρωσικού πολιτιστικού κέντρου στα Σκόπια και τη χορηγία για την κατασκευή ορθοδόξων σταυρών και εκκλησιών ρωσικού ρυθμού στη χώρα. Σε ξεχωριστό έγγραφο περιγράφεται μια συνάντηση που έλαβε χώρα στις 7 Απριλίου 2017 μεταξύ του αξιωματούχου του υπουργείου Εξωτερικών της ΠΓΔΜ Νενάντ Κόλεφ και του ρώσου πρεσβευτή Ολεγκ Σκέρμπακ. Σύμφωνα με αυτό, ο ρώσος πρεσβευτής φέρεται να δήλωσε ότι στόχος της Ρωσίας ήταν «να δημιουργήσει μια ζώνη στρατιωτικά ουδέτερων χωρών» στα Βαλκάνια, το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία- Ερζεγοβίνη, τη ΠΓΔΜ και τη Σερβία.

Ο Σκέρμπακ εξέφρασε την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι οι αξιωματούχοι της ΠΓΔΜ δεν ανταποκρίθηκαν στην πλήρη δημόσια στήριξη της Ρωσίας ενάντια στην «ξένη παρέμβαση» και υποδήλωσε ότι οι οικονομικοί και διπλωματικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσαν να επηρεαστούν δυσμενώς εάν οι αξιωματούχοι δεν ξεκινήσουν να υποστηρίζουν τις πολιτικές του Κρεμλίνου, σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο. Λίγες ημέρες μετά την συνάντηση, στις 27 Απριλίου 2017, εθνικιστές διαδηλωτές εισέβαλαν στο κοινοβούλιο των Σκοπίων και επετέθησαν κατά του Ζάεφ και δεκάδων άλλων βουλευτών. Τα έγγραφα που αποκτήθηκαν από το OCCRP και από τα συνεργαζόμενα μέσα δείχνουν ότι τουλάχιστον ένας σέρβος πράκτορας, που φαίνεται από τα έγγραφα ότι είχε επαφές με τον ρωσικό παράγοντα, ήταν παρών κατά τη διάρκεια της εισβολής