ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ένας στους τέσσερις εφήβους στην Ελλάδα έχει σκεφτεί να βλάψει τον εαυτό του
Στοιχεία του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας
Τρομακτικά είναι τα αποτελέσματα της έρευνας που δίνει στη δημοσιότητα το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας (ΕΠΙΨΥ) με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας (10/10).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της νέας έρευνας, προκύπτει ότι δύο στους πέντε εφήβους στην Ελλάδα, δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, ενώ ένας στους τέσσερις εφήβους έχει σκεφτεί να βλάψει ηθελημένα τον εαυτό του.
Συγκεκριμένα, από τις πανελλήνιες επιδημιολογικές έρευνες «Πανελλήνια έρευνα για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την υγεία των έφηβων-μαθητών» (Έρευνα HBSC/WHO) και «Πανελλήνια έρευνα στο σχολικό πληθυσμό για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες εξαρτητικές συμπεριφορές» (Έρευνα ESPAD) που πραγματοποιούνται σε διαδοχικά έτη και επαναλαμβάνονται ανά τετραετία, προκύπτει ότι: περισσότεροι από δύο στους 5 εφήβους (43,2%) δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, τα κορίτσια σε υψηλότερο ποσοστό από τα αγόρια (48,0% και 38,4%, αντίστοιχα).
Η χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή αυξάνεται στη διάρκεια της εφηβείας από 23,6% στην ηλικία των 11 ετών, σε 49,9% στην ηλικία των 13 και 55,0% στην ηλικία των 15 ετών.
Διαχρονικές συγκρίσεις με τα αντίστοιχα ευρήματα προηγούμενων ερευνών δείχνουν αύξηση του ποσοστού χαμηλής ικανοποίησης από τη ζωή από το 2002 στο 2018 (από 30,3% σε 43,2%), ένας στους 12 εφήβους (8,1%) αξιολογεί την υγεία του ως «μέτρια» ή «κακή», με τα κορίτσια και πάλι να είναι σε δυσμενέστερη θέση (9,5% έναντι 6,7% των αγοριών). Όπως και για την ικανοποίηση από τη ζωή έτσι και για την αξιολόγηση της υγείας, οι αναφορές για μέτρια/κακή υγεία αυξάνονται με την ηλικία από τα 11 (5,1%) και 13 (7,5%) στα 15 έτη (11,5%).
Η ικανοποίηση από τη ζωή και την υγεία φαίνεται να συνδέονται με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας των εφήβων. Έτσι, περισσότεροι από τους μισούς εφήβους (51,7%) των οποίων η οικογένειά ανήκει στο κατώτερο οικονομικό στρώμα αναφέρουν χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή, έναντι των δύο στους 5 (43,3%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο μεσαίο οικονομικό στρώμα και ενός στους 3 (37,5%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο ανώτερο.
Αντίστοιχα, ένας στους 9 εφήβους (10,6%) των οποίων η οικογένειά ανήκει στο κατώτερο οικονομικό στρώμα αξιολογεί την υγεία του ως «κακή» ή «μέτρια», έναντι ενός στους 13 (7,9%) όσων η οικογένειά ανήκει στο μεσαίο οικονομικό στρώμα και ενός στους 15 (6,8%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο ανώτερο στρώμα.
Το συναίσθημα της κατάθλιψης ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εφηβείας
Η παρουσία συμπτωμάτων στην εφηβεία αποτελεί δείκτη κακής υγείας και ύπαρξης ψυχολογικών συγκρούσεων και στρεσογόνων καταστάσεων και σύμφωνα με πολλές μελέτες φαίνεται να συνδέεται με το χαμηλό επίπεδο ικανοποίησης από το σχολείο και τις σχέσεις με φίλους και γονείς και, ειδικά στα κορίτσια, με την αρνητική εικόνα για την εξωτερική εμφάνιση. Περισσότεροι από δύο στους 5 εφήβους (44,0%) αναφέρουν παρουσία τουλάχιστον 2 συμπτωμάτων, τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα.
Η νευρικότητα (36,6%), η δυσθυμία (36,5%) και η ακεφιά (22,8%) αναφέρονται συχνότερα. Οι αναφορές σε πρόσφατα συμπτώματα αυξάνονται από την ηλικία των 11 (33,0%), σε αυτήν των 13 (47,6%) και 15 ετών (50,6%). Τα κορίτσια αναφέρουν παρουσία συμπτωμάτων σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό (52,5%) συγκριτικά με τα αγόρια (35,4%).
Το καταθλιπτικό συναίσθημα αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εφηβείας, το οποίο αποχωρεί προοδευτικά με την έξοδο από αυτήν. Ωστόσο, τα καταθλιπτικά συμπτώματα σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να δηλώνουν την παρουσία κατάθλιψης η οποία χρήζει θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Η έγκαιρη αναγνώριση της κλινικής κατάθλιψης και της έγκαιρης αντιμετώπισής της είναι εξαιρετικά σημαντική. Στην έρευνα, υπολογίστηκε με τη βοήθεια ειδικής κλίμακας το ποσοστό των εφήβων με καταθλιπτικό συναίσθημα που ενδέχεται να συνδέεται με κλινική κατάθλιψη. Διαπιστώθηκε πως το 28,2% των εφήβων 11-15 ετών εμφανίζουν καταθλιπτικό συναίσθημα το οποίο αυξάνεται από την ηλικία των 11 (15,0%), στην ηλικία των 13 (31,8%) και των 15 ετών (37,1%). Τα κορίτσια και πάλι φαίνεται ότι βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, με το αντίστοιχο ποσοστό για εκείνα να ανέρχεται στο 36,1% έναντι του 20,2% για τα αγόρια.
Το χρόνιο άγχος φαίνεται ότι έχει ένα ευρύ φάσμα επιπτώσεων τόσο στη σωματική όσο και την ψυχολογική υγεία των εφήβων και συνδέεται με πλήθος χρόνιων νοσημάτων στην ενήλικη ζωή.
Υπολογίστηκε η μέση τιμή άγχους στους εφήβους με τη χρήση ειδικής κλίμακας ανίχνευσης (οι έφηβοι ρωτήθηκαν για τη συχνότητα με την οποία τις 30 τελευταίες ημέρες ένιωσαν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν/διαχειριστούν σημαντικά πράγματα στη ζωή τους και προσωπικά τους προβλήματα).
Τα ευρήματα για το 2018 δείχνουν πως η μέση τιμή άγχους στην κλίμακα (εύρος τιμών κλίμακας: 0-16, υψηλότερη τιμή υποδεικνύει περισσότερο άγχος) αυξάνεται με την ηλικία – από 4,8 στην ηλικία των 11 ετών σε 6,1 και 6,3 αντίστοιχα στις ηλικίες των 13 και 15 ετών.
Υψηλότερες τιμές άγχους εμφανίζουν και πάλι τα κορίτσια σε σύγκριση με τα αγόρια (6,2 και 5,2 αντίστοιχα), καθώς και οι μαθητές από οικογένειες χαμηλού οικονομικού επιπέδου (6,1) σε σύγκριση με τους εφήβους από οικογένειες μέσου (5,8) και ανώτερου (5,4) οικονομικού επιπέδου.
Ένας στους τέσσερις εφήβους έχει σκεφτεί να βλάψει ηθελημένα τον εαυτό του
Το 2015, ένας στους 4 εφήβους (25,6%) ηλικίας 16 ετών, απαντά ότι έστω και μια φορά στη ζωή του έχει σκεφτεί να βλάψει ηθελημένα τον εαυτό του, τα κορίτσια σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από τα αγόρια (36,3% και 14,6%, αντίστοιχα).
Χαμηλότερο αλλά άξιο προσοχής ποσοστό εφήβων (8,7%) απαντούν ότι έχουν σκεφτεί τουλάχιστον 3 φορές στη ζωή τους να βλάψουν ηθελημένα τον εαυτό τους, τα κορίτσια σε υπερτριπλάσιο ποσοστό από τα αγόρια (13,1% και 4,2%, αντίστοιχα).
Διαχρονικά, από το 1999 στο 2015, το ποσοστό των εφήβων που απαντούν ότι έχουν σκεφτεί να βλάψουν ηθελημένα τον εαυτό τους, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους, μειώνεται σημαντικά από 39,4% σε 25,6%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της νέας έρευνας, προκύπτει ότι δύο στους πέντε εφήβους στην Ελλάδα, δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, ενώ ένας στους τέσσερις εφήβους έχει σκεφτεί να βλάψει ηθελημένα τον εαυτό του.
Συγκεκριμένα, από τις πανελλήνιες επιδημιολογικές έρευνες «Πανελλήνια έρευνα για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την υγεία των έφηβων-μαθητών» (Έρευνα HBSC/WHO) και «Πανελλήνια έρευνα στο σχολικό πληθυσμό για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες εξαρτητικές συμπεριφορές» (Έρευνα ESPAD) που πραγματοποιούνται σε διαδοχικά έτη και επαναλαμβάνονται ανά τετραετία, προκύπτει ότι: περισσότεροι από δύο στους 5 εφήβους (43,2%) δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, τα κορίτσια σε υψηλότερο ποσοστό από τα αγόρια (48,0% και 38,4%, αντίστοιχα).
Η χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή αυξάνεται στη διάρκεια της εφηβείας από 23,6% στην ηλικία των 11 ετών, σε 49,9% στην ηλικία των 13 και 55,0% στην ηλικία των 15 ετών.
Διαχρονικές συγκρίσεις με τα αντίστοιχα ευρήματα προηγούμενων ερευνών δείχνουν αύξηση του ποσοστού χαμηλής ικανοποίησης από τη ζωή από το 2002 στο 2018 (από 30,3% σε 43,2%), ένας στους 12 εφήβους (8,1%) αξιολογεί την υγεία του ως «μέτρια» ή «κακή», με τα κορίτσια και πάλι να είναι σε δυσμενέστερη θέση (9,5% έναντι 6,7% των αγοριών). Όπως και για την ικανοποίηση από τη ζωή έτσι και για την αξιολόγηση της υγείας, οι αναφορές για μέτρια/κακή υγεία αυξάνονται με την ηλικία από τα 11 (5,1%) και 13 (7,5%) στα 15 έτη (11,5%).
Η ικανοποίηση από τη ζωή και την υγεία φαίνεται να συνδέονται με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας των εφήβων. Έτσι, περισσότεροι από τους μισούς εφήβους (51,7%) των οποίων η οικογένειά ανήκει στο κατώτερο οικονομικό στρώμα αναφέρουν χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή, έναντι των δύο στους 5 (43,3%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο μεσαίο οικονομικό στρώμα και ενός στους 3 (37,5%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο ανώτερο.
Αντίστοιχα, ένας στους 9 εφήβους (10,6%) των οποίων η οικογένειά ανήκει στο κατώτερο οικονομικό στρώμα αξιολογεί την υγεία του ως «κακή» ή «μέτρια», έναντι ενός στους 13 (7,9%) όσων η οικογένειά ανήκει στο μεσαίο οικονομικό στρώμα και ενός στους 15 (6,8%) των οποίων η οικογένεια ανήκει στο ανώτερο στρώμα.
Το συναίσθημα της κατάθλιψης ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εφηβείας
Η παρουσία συμπτωμάτων στην εφηβεία αποτελεί δείκτη κακής υγείας και ύπαρξης ψυχολογικών συγκρούσεων και στρεσογόνων καταστάσεων και σύμφωνα με πολλές μελέτες φαίνεται να συνδέεται με το χαμηλό επίπεδο ικανοποίησης από το σχολείο και τις σχέσεις με φίλους και γονείς και, ειδικά στα κορίτσια, με την αρνητική εικόνα για την εξωτερική εμφάνιση. Περισσότεροι από δύο στους 5 εφήβους (44,0%) αναφέρουν παρουσία τουλάχιστον 2 συμπτωμάτων, τουλάχιστον 2 φορές την εβδομάδα.
Η νευρικότητα (36,6%), η δυσθυμία (36,5%) και η ακεφιά (22,8%) αναφέρονται συχνότερα. Οι αναφορές σε πρόσφατα συμπτώματα αυξάνονται από την ηλικία των 11 (33,0%), σε αυτήν των 13 (47,6%) και 15 ετών (50,6%). Τα κορίτσια αναφέρουν παρουσία συμπτωμάτων σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό (52,5%) συγκριτικά με τα αγόρια (35,4%).
Το καταθλιπτικό συναίσθημα αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εφηβείας, το οποίο αποχωρεί προοδευτικά με την έξοδο από αυτήν. Ωστόσο, τα καταθλιπτικά συμπτώματα σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να δηλώνουν την παρουσία κατάθλιψης η οποία χρήζει θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Η έγκαιρη αναγνώριση της κλινικής κατάθλιψης και της έγκαιρης αντιμετώπισής της είναι εξαιρετικά σημαντική. Στην έρευνα, υπολογίστηκε με τη βοήθεια ειδικής κλίμακας το ποσοστό των εφήβων με καταθλιπτικό συναίσθημα που ενδέχεται να συνδέεται με κλινική κατάθλιψη. Διαπιστώθηκε πως το 28,2% των εφήβων 11-15 ετών εμφανίζουν καταθλιπτικό συναίσθημα το οποίο αυξάνεται από την ηλικία των 11 (15,0%), στην ηλικία των 13 (31,8%) και των 15 ετών (37,1%). Τα κορίτσια και πάλι φαίνεται ότι βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση, με το αντίστοιχο ποσοστό για εκείνα να ανέρχεται στο 36,1% έναντι του 20,2% για τα αγόρια.
Το χρόνιο άγχος φαίνεται ότι έχει ένα ευρύ φάσμα επιπτώσεων τόσο στη σωματική όσο και την ψυχολογική υγεία των εφήβων και συνδέεται με πλήθος χρόνιων νοσημάτων στην ενήλικη ζωή.
Υπολογίστηκε η μέση τιμή άγχους στους εφήβους με τη χρήση ειδικής κλίμακας ανίχνευσης (οι έφηβοι ρωτήθηκαν για τη συχνότητα με την οποία τις 30 τελευταίες ημέρες ένιωσαν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν/διαχειριστούν σημαντικά πράγματα στη ζωή τους και προσωπικά τους προβλήματα).
Τα ευρήματα για το 2018 δείχνουν πως η μέση τιμή άγχους στην κλίμακα (εύρος τιμών κλίμακας: 0-16, υψηλότερη τιμή υποδεικνύει περισσότερο άγχος) αυξάνεται με την ηλικία – από 4,8 στην ηλικία των 11 ετών σε 6,1 και 6,3 αντίστοιχα στις ηλικίες των 13 και 15 ετών.
Υψηλότερες τιμές άγχους εμφανίζουν και πάλι τα κορίτσια σε σύγκριση με τα αγόρια (6,2 και 5,2 αντίστοιχα), καθώς και οι μαθητές από οικογένειες χαμηλού οικονομικού επιπέδου (6,1) σε σύγκριση με τους εφήβους από οικογένειες μέσου (5,8) και ανώτερου (5,4) οικονομικού επιπέδου.
Ένας στους τέσσερις εφήβους έχει σκεφτεί να βλάψει ηθελημένα τον εαυτό του
Το 2015, ένας στους 4 εφήβους (25,6%) ηλικίας 16 ετών, απαντά ότι έστω και μια φορά στη ζωή του έχει σκεφτεί να βλάψει ηθελημένα τον εαυτό του, τα κορίτσια σε υπερδιπλάσιο ποσοστό από τα αγόρια (36,3% και 14,6%, αντίστοιχα).
Χαμηλότερο αλλά άξιο προσοχής ποσοστό εφήβων (8,7%) απαντούν ότι έχουν σκεφτεί τουλάχιστον 3 φορές στη ζωή τους να βλάψουν ηθελημένα τον εαυτό τους, τα κορίτσια σε υπερτριπλάσιο ποσοστό από τα αγόρια (13,1% και 4,2%, αντίστοιχα).
Διαχρονικά, από το 1999 στο 2015, το ποσοστό των εφήβων που απαντούν ότι έχουν σκεφτεί να βλάψουν ηθελημένα τον εαυτό τους, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους, μειώνεται σημαντικά από 39,4% σε 25,6%.