Την ανάγκη να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί μια πολιτική έστω μερικής ενίσχυσης της αντισεισμικής προστασίας των παλαιών κτιρίων, σε όλη την Ελλάδα, με ευρωπαϊκούς πόρους, κατά τα πρότυπα των προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης, υπογράμμισε μιλώντας στο Radio North 98 και στην εκπομπή «Βόρειος Αντίκτυπος», ο διευθυντής Ερευνών του ΙΤΣΑΚ και πρόεδρος της Επιτροπής Αντισεισμικής Προστασίας και Φυσικών Καταστροφών του ΤΕΕ/ΤΚΜ κ. Βασίλης Λεκίδης.

«Ήδη γίνονται προσπάθειες για να υπάρξει ένα πρόγραμμα τέτοιο, έστω μερικής ενίσχυσης, διότι η πλήρης αντισεισμική αναβάθμισης είναι μια πολύ πιο δαπανηρή διαδικασία και η χώρα δεν βρίσκεται ακόμα στην οικονομική κατάσταση που θα μπορούσε να υποστηρίξει τέτοια κόστη»,είπε ο κ. Λεκίδης. «Φανταστείτε, ότι υπάρχει μια εκτίμηση κόστους 10 δισεκατομμυρίων μόνο για τη Θεσσαλονίκη και το σύνολο των παλαιών κτιρίων. Ωστόσο είναι επείγον ένα τέτοιο πρόγραμμα να εφαρμοστεί πρωτίστως για παλιά σχολεία και δημόσια κτίρια στα οποία έχουμε συγκεντρώσεις μεγάλου αριθμού παιδιών, εργαζομένων και εν γένει πολιτών. Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε και στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, είναι το γεγονός ότι παλιά κτίρια που άντεξαν σε μεγάλους σεισμούς προ δεκαετιών, έχουν ήδη ακόμα μεγαλύτερη παλαιότητα. Για παράδειγμα, τα παλιά κτίρια της Θεσσαλονίκης που άντεξαν λόγω ποιότητας κατασκευής το σεισμό του 1978, σήμερα έχουν άλλα 40 χρόνια παλαιότητας στην “πλάτη” τους. Θέλω να πιστεύω πως η νέα ηγεσία του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, που έχει κατανοήσει το πρόβλημα και δείχνει ενδιαφέρον, θα κάνει πιο γρήγορες κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε να έχουμε βάθος 2-3 ετών ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.»

Αναφερόμενος στον πρόσφατο σεισμό της Αλβανίας, μεταξύ άλλων τόνισε: «Η Αλβανία είναι δυστυχώς πολλά χρόνια πίσω στην ποιότητα των κατασκευών, γεγονός που αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στην έκταση των ζημιών και στον αριθμό των θυμάτων. Με επιταχύνσεις της τάξεως του 11%- 12% που καταγράψαμε στον σεισμό της Αλβανίας, είχαμε τόσες καταρρεύσεις, όσες δεν έχουμε στην Ελλάδα με επιταχύνσεις πολλαπλάσιες, που φτάνουν ακόμα και το 30% ή και το 60% σε ακραίες περιπτώσεις», λέει ο κ. Λεκίδης. «Η επιτάχυνση, σε συνδυασμό με το εστιακό βάθος, είναι τα δύο βασικά στοιχεία που καθορίζουν την ένταση και την επίπτωση του σεισμού. Είναι η ένταση της “κλωτσιάς” που δίνει ο Εγκέλαδος στο κτίριο, για να το πούμε πιο παραστατικά. Τα χαρακτηριστικά του σεισμού της Αλβανίας λοιπόν, ήταν ίδια με εκείνα του σεισμού του 1991 στην Έδεσσα όπου δεν είχαμε καμία επίπτωση. Αυτό δείχνει τη σημασία της αντισεισμικής πολιτικής που ακολουθείται τις τελευταίες δεκαετίες, στην Ελλάδα, χάρη και στο ΙΤΣΑΚ, και χάρη στην προσαρμογή της αντισεισμικής μας πολιτικής και των κανονισμών μας, στον σχετικό Ευρωκώδικα. Εμείς δηλαδή έχουμε ευρωπαϊκό αντισεισμικό κανονισμό, που απουσιάζει από την Αλβανία και είναι πολύ δύσκολη η προσαρμογή.»

Ακούστε εδώ όλη τη συνέντευξη