ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Τέλος απο το ΣτΕ στις υποθέσεις πολλαπλών τελών για υποθέσεις φοροδιαφυγής-λαθρεμπορίας
Τέλος έβαλε σήμερα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με μία ιδιαίτερα σημαντική απόφαση της στο ζήτημα των πολλαπλών τελών για υποθέσεις φοροδιαφυγής-λαθρεμπορίας.
Αυτό που ουσιαστικά έκρινε σήμερα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 359/2020, με πρόεδρο την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας Αγάπη Γαλενιανού – Χαλκιαδάκη) είναι πως μετά από αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση δεν μπορεί να επιβληθεί η διοικητική κύρωση του πολλαπλού τέλους, η οποία από μόνη της έχει ποινικό χαρακτήρα. Τα πολλαπλά τέλη περιλαμβάνουν ποσά ίσα με το πολλαπλάσιο των διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και άλλες κυρώσεις. Η απόφαση της Ολομέλειας βασίζεται στην αρχή «ne bis in idem» (κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται δις για το ίδιο αδίκημα).
Συγκεκριμένα, την Ολομέλεια του ΣτΕ την απασχόλησε περίπτωση διπλής δικαστικής μεταχείρισης (ποινικής και διοικητικής) κατά του ίδιου προσώπου για την ίδια παράβαση λαθρεμπορίας (επιβολή πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας). Συγκεκριμένα, στο ίδιο πρόσωπο του επιβλήθηκε πολλαπλό τέλος-πρόστιμο λόγω λαθρεμπορίας και παράλληλα καταδικάστηκε αρχικά από τα ποινικά δικαστήρια, αλλά τελικά αθωώθηκε για τα αδικήματα αυτά.
Να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα στο ΣτΕ, με απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς έχει αθωωθεί αμετάκλητα από τις ποινικές κατηγορίες της λαθρεμπορίας και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την υπόθεση που απασχόλησε το ΣτΕ.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ, στην εν λόγω απόφασή της κατέληξε :
«Προβάλλεται λόγος αναιρέσεως ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο εφάρμοσε, εν προκειμένω, τη ρύθμιση του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918) περί αυτοτέλειας της διοικητικής διαδικασίας και δίκης περί επιβολής πολλαπλού τέλους σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική δίκη για το αδίκημα της λαθρεμπορίας και, περαιτέρω, έλαβε υπόψη του την προαναφερόμενη αμετάκλητη απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατά τρόπο που παραβιάζει την αρχή ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ και στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά, ο παραπάνω λόγος κρίνεται βάσιμος και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέρος της που αφορά στον καταλογισμό εις βάρος της αναιρεσείουσας του επίμαχου πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας».
Αυτό που ουσιαστικά έκρινε σήμερα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 359/2020, με πρόεδρο την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγήτρια την σύμβουλο Επικρατείας Αγάπη Γαλενιανού – Χαλκιαδάκη) είναι πως μετά από αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση δεν μπορεί να επιβληθεί η διοικητική κύρωση του πολλαπλού τέλους, η οποία από μόνη της έχει ποινικό χαρακτήρα. Τα πολλαπλά τέλη περιλαμβάνουν ποσά ίσα με το πολλαπλάσιο των διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και άλλες κυρώσεις. Η απόφαση της Ολομέλειας βασίζεται στην αρχή «ne bis in idem» (κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται δις για το ίδιο αδίκημα).
Συγκεκριμένα, την Ολομέλεια του ΣτΕ την απασχόλησε περίπτωση διπλής δικαστικής μεταχείρισης (ποινικής και διοικητικής) κατά του ίδιου προσώπου για την ίδια παράβαση λαθρεμπορίας (επιβολή πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας). Συγκεκριμένα, στο ίδιο πρόσωπο του επιβλήθηκε πολλαπλό τέλος-πρόστιμο λόγω λαθρεμπορίας και παράλληλα καταδικάστηκε αρχικά από τα ποινικά δικαστήρια, αλλά τελικά αθωώθηκε για τα αδικήματα αυτά.
Να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα στο ΣτΕ, με απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς έχει αθωωθεί αμετάκλητα από τις ποινικές κατηγορίες της λαθρεμπορίας και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την υπόθεση που απασχόλησε το ΣτΕ.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ, στην εν λόγω απόφασή της κατέληξε :
«Προβάλλεται λόγος αναιρέσεως ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο εφάρμοσε, εν προκειμένω, τη ρύθμιση του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 1165/1918) περί αυτοτέλειας της διοικητικής διαδικασίας και δίκης περί επιβολής πολλαπλού τέλους σε σχέση με την αντίστοιχη ποινική δίκη για το αδίκημα της λαθρεμπορίας και, περαιτέρω, έλαβε υπόψη του την προαναφερόμενη αμετάκλητη απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατά τρόπο που παραβιάζει την αρχή ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Π.Π. της ΕΣΔΑ και στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά, ο παραπάνω λόγος κρίνεται βάσιμος και, συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, κατά το μέρος της που αφορά στον καταλογισμό εις βάρος της αναιρεσείουσας του επίμαχου πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας».