ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Καθηγήτρια Επιδημιολογίας: Το άνοιγμα των σχολείων θα είναι ένα πείραμα που θα δείξει αν θα υπάρχει αύξηση κρουσμάτων
«Πιστεύω ότι αρκετά άτομα έχουν νοσήσει είτε ξέροντας το ή μη και ότι η θνητότητα δεν είναι παραπάνω από 1-2%. Καμιά μελέτη δεν δείχνει κάτι παραπάνω από αυτό», δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή “Secret” με το δημοσιογράφο Παναγιώτη Τζένο, η καθηγήτρια Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του Ινστιτούτου Προληπτικής, Περιβαλλοντολογικής και Εργασιακής Ιατρικής Prolepsis, Αθηνά Λινού.
Ερωτηθείσα αν υπήρχε μια υπερβολή στη λήψη περιοριστικών μέτρων παγκοσμίως, η κα Λινού ανέφερε ότι «ο καθένας βλέπει τα θέματα από τη δικιά του πλευρά, αν είσαι γιατρός και μάλιστα ειδικός στη δημόσια υγεία ανησυχείς για την υγεία και την επιβίωση του πληθυσμού». «Αν είσαι οικονομολόγος ανησυχείς για την οικονομική επιβίωση του πληθυσμού, που και τα δύο μπορεί να συμπλέκονται και να οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα», συμπλήρωσε.
«Όντως τα μέτρα ήταν σοβαρά και αυστηρά αλλά αυτό που πρέπει κανείς αν ζυγίσει είναι ότι υπάρχουν χώρες οι οποίες ή δεν πήραν μέτρα ή άργησαν να πάρουν μέτρα και εκεί όντως οι συνέπειες τουλάχιστον σε θνητότητα ήταν πολύ σοβαρές. Καθένας πρέπει να ζυγίσει σε τι συνέπειες θα μας οδηγήσει η οικονομική κάμψη, και λόγω της οικονομικής κάμψης μπορεί να χάσουμε ζωές, και τι συνέπειες θα είχαμε αν δεν είχαμε πάρει μέτρα στις περισσότερες χώρες του κόσμου», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Είναι σκληρό και δύσκολο να απαντήσει κανείς σε αυτό και νομίζω ότι η πρώτη απάντηση όλων και μάλιστα των ανθρώπων που ασχολούνται με ιατρική ‘’θέλω να σώσω όσο το δυνατόν περισσότερες ζωές, θέλω να εξασφαλίσω την ποιότητα ζωής ή το υπόλοιπο της ζωής για όλους τους ανθρώπους σε υψηλή ποιότητα και άρα παίρνω όλα τα μέτρα’’», δήλωσε η ίδια.
Την ίδια στιγμή η κα Λίνου τόνισε ότι «είναι δύσκολο να δούμε ποιες θα είναι οι οικονομικές συνέπειες όλων αυτών των μέτρων και οι συνέπειες επίσης στη λειτουργία των κρατών, στη λειτουργία των οικονομιών».
«Αλλά τα μέτρα έχουν παρθεί, στις χώρες που πάρθηκαν μέτρα σώθηκαν ζωές, μπορεί να κινδυνεύει περισσότερο η οικονομία, αυτή τη στιγμή αυτό που πρέπει να κάνουμε σαν κοινωνία είναι να παλέψουμε ώστε να μην έχουμε συνέπειες οικονομικές ή άλλης μορφής από τη λήψη των μέτρων», πρόσθεσε.
«Νομίζω ότι αυτό γίνεται εν μέρει, από την άλλη πλευρά στο ίδιο επίπεδο πρέπει να ευαισθητοποιηθούμε όλοι. Ναι θα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θα πονέσουν πολύ οικονομικά στο μέλλον, τι κάνουμε εμείς για να τους βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, τι κάνει ο καθένας μας», σημείωσε η καθηγήτρια.
Ερωτηθείσα αν θα πρέπει να γίνουν περισσότερα τεστ και αν υπάρχει ένας συγκεκριμένος αριθμός κρουσμάτων που θα μας επαναφέρει σε αυστηρά μέτρα, απάντησε: «Το δείγμα το οποίο λήφθηκε χθες και προχθές είναι πολύ επιλεγμένο, κάθε άλλο παρά τυχαίο δείγμα είναι. Ιδανικά θα έπρεπε να έχουμε ένα πραγματικά τυχαίο δείγμα στο οποίο θα αντιπροσωπεύονται όλες οι ηλικίες και όλες οι κοινωνικο-οικονομικές τάξεις, θα μας φώτιζε για το τι πραγματικά γίνεται στη χώρα μας».
«Ο λόγος που το κάναμε σε αυτό το δείγμα ήταν για να διασφαλίσουν τις ευάλωτες ομάδες, να είμαστε σίγουροι ότι δεν κινδυνεύουν άνθρωποι στους οίκους ευγηρίας γιατί κυρίως εκεί γίνανε τα τεστ. Που είναι λογικό όταν θέλεις προστατεύσεις μια συγκεκριμένη ομάδα όταν θες όμως να αποφασίσεις για ευρύτερα μέτρα πρέπει να ξέρεις ποια είναι η επίπτωση της νόσου αυτή τη στιγμή και ποιος είναι ο επιπολασμός αυτών που έχουν ήδη νοσήσει έτσι ώστε να μπορείς να υπολογίσεις σωστά των αριθμό των κρουσμάτων που θα σε οδηγήσουν στο να πάρεις καινούργια μέτρα. Διότι το R0 είναι συνάρτηση δύο αριθμών συνάρτηση των παλαιών κρουσμάτων και των καινούργιων κρουσμάτων, αν δεν ξέρεις ποια είναι τα παλιά κρούσματα δεν μπορείς να τα υπολογίσεις πραγματικά και να ξέρεις ποιο είναι», συμπλήρωσε η κα Λινού.
Ερωτηθείσα αν η μέτρηση της θνητότητας από τον κορονοϊό αποτυπώνει την πραγματικότητα, ανέφερε πως «το πιστοποιητικό θανάτου έχει άμεση αιτία θανάτου και υποκείμενη αιτία θανάτου δηλαδή μπορεί να πούμε ότι πέθανε κάποιος από ανακοπή αλλά η υποκείμενη αιτία να είναι μακροχρόνια καρδιοαγγειακή νόσος».
«Η στατιστική υπηρεσία συμπληρώνει το μακροχρόνια καρδιοαγγειακή νόσος σαν αιτία θανάτου. Το πώς συμπληρώνεται το πιστοποιητικό θανάτου εξαρτάται από την επιμέλεια του γιατρού που το συμπλήρωνε, το ενδιαφέρον και καμιά φορά από την ευκολία ή τη δυσκολία», υπογράμμισε η ίδια.
Η κα Λίνου ανέφερε ότι «συζητάτε ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο οι γιατροί αποφεύγουν να συμπληρώσουν σαν αιτία θανάτου τον covid γιατί ζητάει πάρα πολλές λεπτομέρειες το πιστοποιητικό θανάτου και οι γιατροί τρέχουν και δεν φτάνουν για να θεραπεύσουν τους ζωντανούς και άρα βάζουν μια άλλη αιτία για να ξεμπερδεύουν από αυτό. Σε εμάς πιθανόν να έγινε ακριβώς το αντίθετο, δεν μπορούμε να το ξέρουμε αυτό. Αυτό που θα ξέρουμε είναι όταν περάσει η επιδημία να δούμε αν οι θάνατοι ήταν περισσότεροι από αυτούς που συνέβησαν την προηγούμενη χρονιά την ίδια περίοδο».
Αναφερόμενη στο επικείμενο άνοιγμα των σχολείων, δήλωσε ότι «το άνοιγμα των σχολείων ουσιαστικά θα είναι ένα τυχαίο πείραμα διότι για 10 μέρες θα εκθέσουμε τα παιδιά στη συνύπαρξη με άλλα παιδιά και θα εκθέσουμε τις οικογένειες των παιδιών στην συνύπαρξη με τα παιδιά που πιθανόν να έχουν εκτεθεί και αφού κλείσουν τα σχολεία, δηλαδή σε ένα μήνα περίπου, θα δούμε αν θα έχουμε αύξηση των περιστατικών που θα πάνε στο νοσοκομείο από άλλες ηλικίες».
«’’Το καλό’’ είναι ότι αν σε 15-20 μέρες δούμε σημαντική αύξηση των εισαγωγών στο νοσοκομείο γιατί μόνο αυτό είναι το μετρήσιμο στοιχείο, τότε θα πάρουμε πάλι αυστηρά μέτρα επειγόντως»,κατέληξε.
Ερωτηθείσα αν υπήρχε μια υπερβολή στη λήψη περιοριστικών μέτρων παγκοσμίως, η κα Λινού ανέφερε ότι «ο καθένας βλέπει τα θέματα από τη δικιά του πλευρά, αν είσαι γιατρός και μάλιστα ειδικός στη δημόσια υγεία ανησυχείς για την υγεία και την επιβίωση του πληθυσμού». «Αν είσαι οικονομολόγος ανησυχείς για την οικονομική επιβίωση του πληθυσμού, που και τα δύο μπορεί να συμπλέκονται και να οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα», συμπλήρωσε.
«Όντως τα μέτρα ήταν σοβαρά και αυστηρά αλλά αυτό που πρέπει κανείς αν ζυγίσει είναι ότι υπάρχουν χώρες οι οποίες ή δεν πήραν μέτρα ή άργησαν να πάρουν μέτρα και εκεί όντως οι συνέπειες τουλάχιστον σε θνητότητα ήταν πολύ σοβαρές. Καθένας πρέπει να ζυγίσει σε τι συνέπειες θα μας οδηγήσει η οικονομική κάμψη, και λόγω της οικονομικής κάμψης μπορεί να χάσουμε ζωές, και τι συνέπειες θα είχαμε αν δεν είχαμε πάρει μέτρα στις περισσότερες χώρες του κόσμου», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Είναι σκληρό και δύσκολο να απαντήσει κανείς σε αυτό και νομίζω ότι η πρώτη απάντηση όλων και μάλιστα των ανθρώπων που ασχολούνται με ιατρική ‘’θέλω να σώσω όσο το δυνατόν περισσότερες ζωές, θέλω να εξασφαλίσω την ποιότητα ζωής ή το υπόλοιπο της ζωής για όλους τους ανθρώπους σε υψηλή ποιότητα και άρα παίρνω όλα τα μέτρα’’», δήλωσε η ίδια.
Την ίδια στιγμή η κα Λίνου τόνισε ότι «είναι δύσκολο να δούμε ποιες θα είναι οι οικονομικές συνέπειες όλων αυτών των μέτρων και οι συνέπειες επίσης στη λειτουργία των κρατών, στη λειτουργία των οικονομιών».
«Αλλά τα μέτρα έχουν παρθεί, στις χώρες που πάρθηκαν μέτρα σώθηκαν ζωές, μπορεί να κινδυνεύει περισσότερο η οικονομία, αυτή τη στιγμή αυτό που πρέπει να κάνουμε σαν κοινωνία είναι να παλέψουμε ώστε να μην έχουμε συνέπειες οικονομικές ή άλλης μορφής από τη λήψη των μέτρων», πρόσθεσε.
«Νομίζω ότι αυτό γίνεται εν μέρει, από την άλλη πλευρά στο ίδιο επίπεδο πρέπει να ευαισθητοποιηθούμε όλοι. Ναι θα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θα πονέσουν πολύ οικονομικά στο μέλλον, τι κάνουμε εμείς για να τους βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, τι κάνει ο καθένας μας», σημείωσε η καθηγήτρια.
Ερωτηθείσα αν θα πρέπει να γίνουν περισσότερα τεστ και αν υπάρχει ένας συγκεκριμένος αριθμός κρουσμάτων που θα μας επαναφέρει σε αυστηρά μέτρα, απάντησε: «Το δείγμα το οποίο λήφθηκε χθες και προχθές είναι πολύ επιλεγμένο, κάθε άλλο παρά τυχαίο δείγμα είναι. Ιδανικά θα έπρεπε να έχουμε ένα πραγματικά τυχαίο δείγμα στο οποίο θα αντιπροσωπεύονται όλες οι ηλικίες και όλες οι κοινωνικο-οικονομικές τάξεις, θα μας φώτιζε για το τι πραγματικά γίνεται στη χώρα μας».
«Ο λόγος που το κάναμε σε αυτό το δείγμα ήταν για να διασφαλίσουν τις ευάλωτες ομάδες, να είμαστε σίγουροι ότι δεν κινδυνεύουν άνθρωποι στους οίκους ευγηρίας γιατί κυρίως εκεί γίνανε τα τεστ. Που είναι λογικό όταν θέλεις προστατεύσεις μια συγκεκριμένη ομάδα όταν θες όμως να αποφασίσεις για ευρύτερα μέτρα πρέπει να ξέρεις ποια είναι η επίπτωση της νόσου αυτή τη στιγμή και ποιος είναι ο επιπολασμός αυτών που έχουν ήδη νοσήσει έτσι ώστε να μπορείς να υπολογίσεις σωστά των αριθμό των κρουσμάτων που θα σε οδηγήσουν στο να πάρεις καινούργια μέτρα. Διότι το R0 είναι συνάρτηση δύο αριθμών συνάρτηση των παλαιών κρουσμάτων και των καινούργιων κρουσμάτων, αν δεν ξέρεις ποια είναι τα παλιά κρούσματα δεν μπορείς να τα υπολογίσεις πραγματικά και να ξέρεις ποιο είναι», συμπλήρωσε η κα Λινού.
Ερωτηθείσα αν η μέτρηση της θνητότητας από τον κορονοϊό αποτυπώνει την πραγματικότητα, ανέφερε πως «το πιστοποιητικό θανάτου έχει άμεση αιτία θανάτου και υποκείμενη αιτία θανάτου δηλαδή μπορεί να πούμε ότι πέθανε κάποιος από ανακοπή αλλά η υποκείμενη αιτία να είναι μακροχρόνια καρδιοαγγειακή νόσος».
«Η στατιστική υπηρεσία συμπληρώνει το μακροχρόνια καρδιοαγγειακή νόσος σαν αιτία θανάτου. Το πώς συμπληρώνεται το πιστοποιητικό θανάτου εξαρτάται από την επιμέλεια του γιατρού που το συμπλήρωνε, το ενδιαφέρον και καμιά φορά από την ευκολία ή τη δυσκολία», υπογράμμισε η ίδια.
Η κα Λίνου ανέφερε ότι «συζητάτε ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο οι γιατροί αποφεύγουν να συμπληρώσουν σαν αιτία θανάτου τον covid γιατί ζητάει πάρα πολλές λεπτομέρειες το πιστοποιητικό θανάτου και οι γιατροί τρέχουν και δεν φτάνουν για να θεραπεύσουν τους ζωντανούς και άρα βάζουν μια άλλη αιτία για να ξεμπερδεύουν από αυτό. Σε εμάς πιθανόν να έγινε ακριβώς το αντίθετο, δεν μπορούμε να το ξέρουμε αυτό. Αυτό που θα ξέρουμε είναι όταν περάσει η επιδημία να δούμε αν οι θάνατοι ήταν περισσότεροι από αυτούς που συνέβησαν την προηγούμενη χρονιά την ίδια περίοδο».
Αναφερόμενη στο επικείμενο άνοιγμα των σχολείων, δήλωσε ότι «το άνοιγμα των σχολείων ουσιαστικά θα είναι ένα τυχαίο πείραμα διότι για 10 μέρες θα εκθέσουμε τα παιδιά στη συνύπαρξη με άλλα παιδιά και θα εκθέσουμε τις οικογένειες των παιδιών στην συνύπαρξη με τα παιδιά που πιθανόν να έχουν εκτεθεί και αφού κλείσουν τα σχολεία, δηλαδή σε ένα μήνα περίπου, θα δούμε αν θα έχουμε αύξηση των περιστατικών που θα πάνε στο νοσοκομείο από άλλες ηλικίες».
«’’Το καλό’’ είναι ότι αν σε 15-20 μέρες δούμε σημαντική αύξηση των εισαγωγών στο νοσοκομείο γιατί μόνο αυτό είναι το μετρήσιμο στοιχείο, τότε θα πάρουμε πάλι αυστηρά μέτρα επειγόντως»,κατέληξε.