ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ο ΣΕΒ προβλέπει αύξηση του ποσοστού ανεργίας κοντά στο 20%
Αύξηση του ποσοστού ανεργίας κοντά στο 20%, από 17,2% το 2019 προβλέπει ο ΣΕΒ, με εντονότερες ωστόσο τις επιπτώσεις στην αγορά εργασίας κατά το πεντάμηνο Μαρτίου-Ιουλίου λόγω των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και των επιπτώσεων της πανδημίας στην τουριστική αγορά.
Η αύξηση του ποσοστού ανεργίας μεταφράζεται για την τρέχουσα χρονιά σε μείωση της απασχόλησης κατά 155.000 άτομα: 54.000 αυτοαπασχολούμενοι και 101.000 μισθωτοί, από τους οποίους οι 13.000 θα είναι στον τουριστικό κλάδο.
Αν ληφθούν υπόψη οι εποχιακές διακυμάνσεις (πολύ μεγαλύτερη απασχόληση τους μήνες Μάρτιο έως Ιούλιο, ιδίως στον τουρισμό) προκύπτει ότι οι καθαρές προσλήψεις στον τουρισμό θα είναι μειωμένες σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 κατά 224 χιλ. άτομα, και στους λοιπούς κλάδους κατά 141 χιλ. άτομα, δηλαδή συνολικά 365 χιλ. άτομα περίπου. Αν σε αυτούς προστεθούν οι αναλογούντες αυτοαπασχολούμενοι, το σύνολο των πληττόμενων από την νέα ανεργία θα ανέλθει σε περίπου 580 χιλ. άτομα για 5 μήνες.
«Η χώρα μας αναμένεται να αντλήσει 1,4 δισ. ευρώ από το κοινοτικό πρόγραμμα SURE σε δάνεια με ευνοϊκούς όρους για τη δημιουργία ή την επέκταση εθνικών προγραμμάτων μερικής απασχόλησης, καθώς και παρόμοια σχήματα για τους αυτοαπασχολούμενους. Συνεπώς, αντιστοιχούν 2.414 ευρώ περίπου για κάθε πληττόμενο άτομο, ή 483 ευρώ το μήνα επί 5 μήνες. Εάν τελικώς, η άντληση πόρων ανέλθει σε 2,5 δισ., ευρώ όπως αναφέρεται στον Τύπο, τότε το μηναίο βοήθημα μπορεί να ανέλθει σε 863 ευρώ περίπου», αναφέρει ο ΣΕΒ και καταλήγει:
«Τα χρήματα αυτά θα πρέπει να δοθούν ως επιδόματα ανεργίας σε όσους δεν θα δουλέψουν καθόλου. Εναλλακτικά, είναι προτιμότερο να δοθούν ως συμπλήρωμα σε όσους δουλέψουν με μειωμένο ωράριο, με το πρόγραμμα που ελαχιστοποιεί τα διλήμματα ηθικού κινδύνου. Θα υπάρχει, συνεπώς, κίνητρο για τους εργαζόμενους εξεύρεσης πραγματικής εργασίας και αντικίνητρο για τους εργοδότες καταστρατήγησης του συστήματος κρατικών παροχών, ενώ ταυτόχρονα θα παρέχει στην επιχείρηση την απαραίτητη ευελιξία προκειμένου να ανταποκριθεί στην πτώση της ζήτησης μειώνοντας το κόστος εργασίας, χωρίς να προχωρεί σε απολύσεις. Αυτό επιτρέπει στην επιχείρηση να επανέλθει γρήγορα στα προηγούμενα επίπεδα παραγωγής όταν ανακάμψει η ζήτηση και στην οικονομία να μειώσει γρηγορότερα την ανεργία».
Η αύξηση του ποσοστού ανεργίας μεταφράζεται για την τρέχουσα χρονιά σε μείωση της απασχόλησης κατά 155.000 άτομα: 54.000 αυτοαπασχολούμενοι και 101.000 μισθωτοί, από τους οποίους οι 13.000 θα είναι στον τουριστικό κλάδο.
Αν ληφθούν υπόψη οι εποχιακές διακυμάνσεις (πολύ μεγαλύτερη απασχόληση τους μήνες Μάρτιο έως Ιούλιο, ιδίως στον τουρισμό) προκύπτει ότι οι καθαρές προσλήψεις στον τουρισμό θα είναι μειωμένες σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 κατά 224 χιλ. άτομα, και στους λοιπούς κλάδους κατά 141 χιλ. άτομα, δηλαδή συνολικά 365 χιλ. άτομα περίπου. Αν σε αυτούς προστεθούν οι αναλογούντες αυτοαπασχολούμενοι, το σύνολο των πληττόμενων από την νέα ανεργία θα ανέλθει σε περίπου 580 χιλ. άτομα για 5 μήνες.
«Η χώρα μας αναμένεται να αντλήσει 1,4 δισ. ευρώ από το κοινοτικό πρόγραμμα SURE σε δάνεια με ευνοϊκούς όρους για τη δημιουργία ή την επέκταση εθνικών προγραμμάτων μερικής απασχόλησης, καθώς και παρόμοια σχήματα για τους αυτοαπασχολούμενους. Συνεπώς, αντιστοιχούν 2.414 ευρώ περίπου για κάθε πληττόμενο άτομο, ή 483 ευρώ το μήνα επί 5 μήνες. Εάν τελικώς, η άντληση πόρων ανέλθει σε 2,5 δισ., ευρώ όπως αναφέρεται στον Τύπο, τότε το μηναίο βοήθημα μπορεί να ανέλθει σε 863 ευρώ περίπου», αναφέρει ο ΣΕΒ και καταλήγει:
«Τα χρήματα αυτά θα πρέπει να δοθούν ως επιδόματα ανεργίας σε όσους δεν θα δουλέψουν καθόλου. Εναλλακτικά, είναι προτιμότερο να δοθούν ως συμπλήρωμα σε όσους δουλέψουν με μειωμένο ωράριο, με το πρόγραμμα που ελαχιστοποιεί τα διλήμματα ηθικού κινδύνου. Θα υπάρχει, συνεπώς, κίνητρο για τους εργαζόμενους εξεύρεσης πραγματικής εργασίας και αντικίνητρο για τους εργοδότες καταστρατήγησης του συστήματος κρατικών παροχών, ενώ ταυτόχρονα θα παρέχει στην επιχείρηση την απαραίτητη ευελιξία προκειμένου να ανταποκριθεί στην πτώση της ζήτησης μειώνοντας το κόστος εργασίας, χωρίς να προχωρεί σε απολύσεις. Αυτό επιτρέπει στην επιχείρηση να επανέλθει γρήγορα στα προηγούμενα επίπεδα παραγωγής όταν ανακάμψει η ζήτηση και στην οικονομία να μειώσει γρηγορότερα την ανεργία».