ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
«Ναι» στη βιντεοεπιτήρηση σε δημόσιους χώρους είπε η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων
«Ναι» στη χρήση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης από δημόσιες αρχές σε δημόσιους χώρους λέει η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων ωστόσο εντοπίζει ζητήματα νομιμότητας και συνταγματικότητας σε συγκεκριμένες διατάξεις του σχεδίου προεδρικού διατάγματος του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Με μία πολυσέλιδη γνωμοδότηση, η Αρχή προχωρά σε μια σειρά παρατηρήσεων για τις διατάξεις του επίμαχου προεδρικού σχεδίου και ζητά για αρκετά μεγάλο αριθμό διατάξεων «να υπάρξουν πρόσθετες διασφαλίσεις» για τους πολίτες.
Σύμφωνα με την γνωμοδότηση τα συστήματα επιτήρησης μπορούν να διαθέτουν κάμερες σταθερές, περιστρεφόμενες, κινητές, επίγειες, εναέριες ή θαλάσσιες (π.χ. drones) αλλά και να χρησιμοποιούν άλλα ηλεκτρονικά συστήματα ή πρόσθετο εξοπλισμό (π.χ. λογισμικό αναγνώριση προσώπου).
Η Αρχή επισημαίνει ότι σε περίπτωση χρήσης λογισμικού αναγνώρισης προσώπου θα πρέπει να τηρηθεί η νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την νομιμότητα των συστημάτων επιτήρησης.
Πρόκειται για εκείνες τις περιπτώσεις που τίθεται «στο στόχαστρο συγκεκριµένο πρόσωπο, προκειµένου να διαπιστωθεί η τέλεση πράξεων που εµπίπτουν στους επιδιωκόµενους σκοπούς. Όταν η εστίαση και η στόχευση συγκεκριµένου προσώπου ή αντικειµένου (π.χ. οχήµατος) που δύναται να οδηγήσει σε ταυτοποίηση αποσκοπεί στη διακρίβωση εγκληµάτων, τότε η πράξη της επεξεργασίας δια της εστίασης της κάµερας φέρει χαρακτηριστικά ποινικοδικονοµικής ανακριτικής πράξης µε όσα συνεπάγεται σε επίπεδο εφαρµογής της οικείας νοµοθεσίας, περιλαµβανοµένων των απαιτούµενων σχετικών εγγυήσεων ελέγχου και επίβλεψης».
Και-επιπλέον-διαπιστώνει την «απουσία νοµοθετικής πρόβλεψης ορισµού ενός εκπροσώπου ανεξάρτητης και αµερόληπτης διοικητικής αρχής ή δικαστικού/εισαγγελικού λειτουργού που θα αποφασίζει εκ των προτέρων ή θα ελέγχει ή θα επιβλέπει την διαδικασία εστίασης καθώς και τις µεταγενέστερες εξαρτηµένες πράξεις επεξεργασίας (π.χ. επιλογής) του συναφούς υλικού».
Ταυτόχρονα στην γνωμοδότηση επισημαίνεται πως καταγράφονται τα δεδομένα εικόνας όσων εισέρχονται στην εμβέλεια καταγραφής των καμερών σε δημόσιους χώρους και διατηρούνται για 15 ημέρες. Εάν δεν προκύψει η τέλεση αδικήματος από τα αναφερόμενα στο νόμο και το Π.Δ. τα δεδομένα καταστρέφονται αυτόματα. Σε περίπτωση τέλεσης αδικήματος τα δεδομένα διαβιβάζονται τις αρμόδιες αρχές π.χ. εισαγγελία. Στις περιπτώσεις δημοσίων συναθροίσεων τα δεδομένα διατηρούνται για 48 ώρες και καταστρέφονται εκτός εάν προέκυψε η τέλεση αδικήματος.
Ωστόσο, η Αρχή ξεκαθαρίζει ότι «η παντελής απουσία κριτηρίων προσδιορισµού της έννοιας του «υπόπτου» ή των «δικαιολογηµένων υπονοιών» τέλεσης µελλοντικού εγκλήµατος στην εξεταζόµενη διάταξη αντιπαραβαλλόµενη προς τις περιπτώσεις π.χ. του Π.∆. 141/1991, δηµιουργεί τον κίνδυνο χαρακτηρισµού ως υπόπτου κάθε προσώπου που εισέρχεται στο πεδίο λήψης και καταγραφής των συστηµάτων επιτήρησης µε βάση µια υποκειµενική και αδιευκρίνιστη πιθανολογική κρίση της αρµόδιας δηµόσιας αρχής, η οποία καθιστά αδύνατο τον συναφή έλεγχο νοµιµότητας αυτής, περιλαµβανοµένης της αδυναµίας ελέγχου της τήρησης της αρχής της αναλογικότητάς».
Ειδικά σε σχέση µε τις µη σταθερές κάµερες, η Αρχή αναφέρει ότι «οι συνέπειες της λειτουργίας των οποίων είναι δυσχερέστερο να προσδιοριστούν σε σχέση µε τις σταθερές, η διενέργεια µελέτης εκτίµησης αντικτύπου αναφορικά µε τη λειτουργία τους οφείλει να διενεργείται όχι µόνο πριν τη λειτουργία τους, αλλά και πριν την προµήθειά τους, ώστε να είναι σύµφωνη µε τις αρχές της προστασίας των δεδοµένων από τον σχεδιασµό κι εξ ορισµού».
Σε άλλο σημείο της γνωμοδότησης η Αρχή αναφέρει ότι το επίμαχο διάταγμα «προκύπτει ότι δηµιουργείται µια ακόµη κατηγορία υποκειµένων των δεδοµένων που αφορά τον ύποπτο µελλοντικής τέλεσης εγκληµάτων σε αντιδιαστολή προς την κατηγορία και την έννοια του υπόπτου της ποινικής δίκης». υπό ευρεία έννοια που προϋποθέτει ήδη την ύπαρξη αξιόποινης πράξης
Ως προς την κατ’ ανώτατο χρονικό όριο διατήρηση επί δεκαετία των δεδοµένων του υπόπτου τέλεσης µελλοντικού εγκλήµατος θα πρέπει να επισηµανθεί, σημειώνει η Αρχή, ότι «ούτε η εν λόγω πρόβλεψη ανταποκρίνεται σε αντικειµενικά κριτήρια που να αποδεικνύουν την αναγκαιότητα χρονικής διατήρησης των δεδοµένων για τέτοια µεγάλη διάρκεια».
Με μία πολυσέλιδη γνωμοδότηση, η Αρχή προχωρά σε μια σειρά παρατηρήσεων για τις διατάξεις του επίμαχου προεδρικού σχεδίου και ζητά για αρκετά μεγάλο αριθμό διατάξεων «να υπάρξουν πρόσθετες διασφαλίσεις» για τους πολίτες.
Σύμφωνα με την γνωμοδότηση τα συστήματα επιτήρησης μπορούν να διαθέτουν κάμερες σταθερές, περιστρεφόμενες, κινητές, επίγειες, εναέριες ή θαλάσσιες (π.χ. drones) αλλά και να χρησιμοποιούν άλλα ηλεκτρονικά συστήματα ή πρόσθετο εξοπλισμό (π.χ. λογισμικό αναγνώριση προσώπου).
Η Αρχή επισημαίνει ότι σε περίπτωση χρήσης λογισμικού αναγνώρισης προσώπου θα πρέπει να τηρηθεί η νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την νομιμότητα των συστημάτων επιτήρησης.
Πρόκειται για εκείνες τις περιπτώσεις που τίθεται «στο στόχαστρο συγκεκριµένο πρόσωπο, προκειµένου να διαπιστωθεί η τέλεση πράξεων που εµπίπτουν στους επιδιωκόµενους σκοπούς. Όταν η εστίαση και η στόχευση συγκεκριµένου προσώπου ή αντικειµένου (π.χ. οχήµατος) που δύναται να οδηγήσει σε ταυτοποίηση αποσκοπεί στη διακρίβωση εγκληµάτων, τότε η πράξη της επεξεργασίας δια της εστίασης της κάµερας φέρει χαρακτηριστικά ποινικοδικονοµικής ανακριτικής πράξης µε όσα συνεπάγεται σε επίπεδο εφαρµογής της οικείας νοµοθεσίας, περιλαµβανοµένων των απαιτούµενων σχετικών εγγυήσεων ελέγχου και επίβλεψης».
Και-επιπλέον-διαπιστώνει την «απουσία νοµοθετικής πρόβλεψης ορισµού ενός εκπροσώπου ανεξάρτητης και αµερόληπτης διοικητικής αρχής ή δικαστικού/εισαγγελικού λειτουργού που θα αποφασίζει εκ των προτέρων ή θα ελέγχει ή θα επιβλέπει την διαδικασία εστίασης καθώς και τις µεταγενέστερες εξαρτηµένες πράξεις επεξεργασίας (π.χ. επιλογής) του συναφούς υλικού».
Ταυτόχρονα στην γνωμοδότηση επισημαίνεται πως καταγράφονται τα δεδομένα εικόνας όσων εισέρχονται στην εμβέλεια καταγραφής των καμερών σε δημόσιους χώρους και διατηρούνται για 15 ημέρες. Εάν δεν προκύψει η τέλεση αδικήματος από τα αναφερόμενα στο νόμο και το Π.Δ. τα δεδομένα καταστρέφονται αυτόματα. Σε περίπτωση τέλεσης αδικήματος τα δεδομένα διαβιβάζονται τις αρμόδιες αρχές π.χ. εισαγγελία. Στις περιπτώσεις δημοσίων συναθροίσεων τα δεδομένα διατηρούνται για 48 ώρες και καταστρέφονται εκτός εάν προέκυψε η τέλεση αδικήματος.
Ωστόσο, η Αρχή ξεκαθαρίζει ότι «η παντελής απουσία κριτηρίων προσδιορισµού της έννοιας του «υπόπτου» ή των «δικαιολογηµένων υπονοιών» τέλεσης µελλοντικού εγκλήµατος στην εξεταζόµενη διάταξη αντιπαραβαλλόµενη προς τις περιπτώσεις π.χ. του Π.∆. 141/1991, δηµιουργεί τον κίνδυνο χαρακτηρισµού ως υπόπτου κάθε προσώπου που εισέρχεται στο πεδίο λήψης και καταγραφής των συστηµάτων επιτήρησης µε βάση µια υποκειµενική και αδιευκρίνιστη πιθανολογική κρίση της αρµόδιας δηµόσιας αρχής, η οποία καθιστά αδύνατο τον συναφή έλεγχο νοµιµότητας αυτής, περιλαµβανοµένης της αδυναµίας ελέγχου της τήρησης της αρχής της αναλογικότητάς».
Ειδικά σε σχέση µε τις µη σταθερές κάµερες, η Αρχή αναφέρει ότι «οι συνέπειες της λειτουργίας των οποίων είναι δυσχερέστερο να προσδιοριστούν σε σχέση µε τις σταθερές, η διενέργεια µελέτης εκτίµησης αντικτύπου αναφορικά µε τη λειτουργία τους οφείλει να διενεργείται όχι µόνο πριν τη λειτουργία τους, αλλά και πριν την προµήθειά τους, ώστε να είναι σύµφωνη µε τις αρχές της προστασίας των δεδοµένων από τον σχεδιασµό κι εξ ορισµού».
Σε άλλο σημείο της γνωμοδότησης η Αρχή αναφέρει ότι το επίμαχο διάταγμα «προκύπτει ότι δηµιουργείται µια ακόµη κατηγορία υποκειµένων των δεδοµένων που αφορά τον ύποπτο µελλοντικής τέλεσης εγκληµάτων σε αντιδιαστολή προς την κατηγορία και την έννοια του υπόπτου της ποινικής δίκης». υπό ευρεία έννοια που προϋποθέτει ήδη την ύπαρξη αξιόποινης πράξης
Ως προς την κατ’ ανώτατο χρονικό όριο διατήρηση επί δεκαετία των δεδοµένων του υπόπτου τέλεσης µελλοντικού εγκλήµατος θα πρέπει να επισηµανθεί, σημειώνει η Αρχή, ότι «ούτε η εν λόγω πρόβλεψη ανταποκρίνεται σε αντικειµενικά κριτήρια που να αποδεικνύουν την αναγκαιότητα χρονικής διατήρησης των δεδοµένων για τέτοια µεγάλη διάρκεια».