Η ετερογένεια των αποτελεσμάτων από τις κλινικές μελέτες που έχουν γίνει ως τώρα για τον κοροναϊό καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα της νόσου ανάλογα με τον ασθενή.

Ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του LSE Ηλίας Μόσιαλος, σε νέα του ανάρτηση, αναλύει τις έρευνες που έχουν λάβει χώρα ως προς το πως ο κάθε ασθενής βιώνει ελαφρύτερα ή βαρύτερα τον κοροναϊό, αλλά και γιατί οι άνδρες φαίνεται να κινδυνεύουν περισσότερο.

Η ανάρτηση του Ηλία Μόσιαλου
Ακολουθώντας τις μελέτες για τον κορωνοϊό βλέπουμε πως έχουμε να κάνουμε με μια πολυσυστημική νόσο που σχετίζεται με τον φορέα/ ασθενή, με τον ιό και με τους χώρους που αλληλοεπιδρούν οι άνθρωποι. Η ετερογένεια των αποτελεσμάτων από τις κλινικές μελέτες τροφοδοτεί τη βασική έρευνα ώστε να αποκρυπτογραφηθεί η πολυπλοκότητα της έκβασης της νόσου COVID-19 ανάλογα με τον ασθενή. Και με τη σειρά της η βασική έρευνα αναδεικνύει με εργαστηριακές αναλύσεις το πως τα ατομικά γενετικά χαρακτηριστικά ενδέχεται να επηρεάζουν τον ασθενή που νοσεί από τον κορωνοϊό.
Γιατί όμως κάποιοι ασθενείς νοσούν πιο σοβαρά ή όχι από τον κορωνοϊό;

Πέρα από τα υποκείμενα νοσήματα και την ηλικία, που ήδη γνωρίζουμε πως επηρεάζουν αρνητικά την ανοσοποιητική απόκριση, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες υποθέσεις που θα μπορούσαν να εξηγήσουν -εν μέρει- τις σοβαρές περιπτώσεις.


αυτοί οι ασθενείς μπορεί να μολύνθηκαν με μεγαλύτερες ποσότητες ιού ή πιο μολυσματικό στέλεχος SARS-CoV-2. Τα υψηλότερα επίπεδα ιικού φορτίου συνδέονται γενικά με πιο σοβαρή έκβαση ασθένειας.

το προηγούμενο ιστορικό λοιμώξεων ως καθοριστικός παράγοντας της σοβαρότητας της νόσου. Για παράδειγμα, όπως αναφέρεται συχνά, προηγούμενη λοίμωξη με άλλο κορωνοϊό, μπορεί να είναι προστατευτική.

οι αναπόφευκτοι «μετασχηματισμοί» σε κάποια κύτταρα που εμφανίζονται σε μεμονωμένους ανθρώπους. Τέτοιες γενετικές και επιγενετικές διεργασίες ευθύνονται, για παράδειγμα, για την αύξηση της συχνότητας του έρπητα ζωστήρα άνω των 50 ετών.

η γενετική προδιάθεση μπορεί επίσης να προκαλέσει σοβαρή νόσο COVID-19 σε υγιή παιδιά και ενήλικες.
Αξιολογήθηκαν δείγματα από εκατοντάδες ασθενείς, και δείχνουν πως COVID-19 ασθενείς που πάσχουν πολύ σοβαρά, ενδέχεται να έχουν και κάποιες μεταλλάξεις σε γονίδια που ευθύνονται τελικά για τη μειωμένη άμυνα του οργανισμού. Με άλλα λόγια, αυτοί οι ασθενείς μπορεί να αρρωστήσουν σοβαρά λόγω εγγενών γενετικών σφαλμάτων του ίδιου οργανισμού τους και λόγω παραγωγής αυτοαντισωμάτων.

Πιο αναλυτικά διερευνήθηκαν κλινικά δείγματα από περισσότερους από 650 ασθενείς με σοβαρή νόσο COVID-19, περιλαμβάνοντας σπάνιες περιπτώσεις νέων ασθενών που χρειάστηκαν εντατική φροντίδα ή ηλικιωμένων ασθενών με καλή φυσική κατάσταση αλλά σε απειλητική για τη ζωή τους κατάσταση λόγω COVID-19. Η ομάδα σύγκρισης περιλάμβανε κλινικά δείγματα άνω των 530 ατόμων με ασυμπτωματική ή ήπια λοίμωξη.

Αρχικά αναζήτησαν διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων σε 13 γονίδια που είναι γνωστό ότι είναι κρίσιμα για την άμυνα του οργανισμού (τα γονίδια που διέπουν τις ιντερφερόνες τύπου Ι). Έγινε σαφές ότι ένας σημαντικός αριθμός ατόμων με σοβαρή ασθένεια έφερε γενετικές αλλαγές σε αυτά τα 13 γονίδια και σε περίπου 3,5% από αυτούς στην πραγματικότητα έλειπε ένα λειτουργικό γονίδιο, πράγμα που σημαίνει ότι είχαν εγγενή γενετικά σφάλματα. Εξετάζοντας επίσης 987 ασθενείς, με απειλητική για τη ζωή τους πνευμονία λόγω COVID-19, διαπίστωσαν ότι περισσότερο από το 10% είχε αυτοαντισώματα κατά του συστήματος Ι της ιντερφερόνης κατά την έναρξη της λοίμωξης, που προκάλεσε εξασθένιση της ανοσολογικής απόκρισης.

Περαιτέρω πειράματα έδειξαν ότι τα ανοσοκύτταρα από ασθενείς δεν παρήγαγαν ανιχνεύσιμες ιντερφερόνες τύπου Ι σε απόκριση στο SARS-CoV-2. Η πλειονότητα αυτών, το 94%, ήταν άνδρες.

Τι έδειξαν δηλαδή αυτές οι δύο μελέτες;

περισσότερο από το 10% των ανθρώπων που νόσησαν σοβαρά με COVID-19, ανεξάρτητα από την ηλικία και το προϋπάρχον ιατρικό ιστορικό, είχαν αυτοαντισώματα (που επιτίθενται δηλαδή όχι στον ιό, αλλά στο ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα) μειώνοντας την ανοσολογική απόκριση.

Σε να άλλο περίπου 3,5%, oι ασθενείς έφεραν συγκεκριμένες γενετικές μεταλλάξεις, που ταυτοποιήθηκαν.
Και στις δύο παραπάνω ομάδες, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: οι ασθενείς έχουν μειωμένη απόκριση μέσω του συστήματος ιντερφερόνης τύπου Ι.

Είτε οι πρωτεΐνες έχουν εξουδετερωθεί από τα λεγόμενα αυτοαντισώματα, είτε δεν παρήχθησαν σε επαρκείς ποσότητες εξ 'αιτίας κάποιου γονιδίου με περιορισμένη λειτουργία, η έλλειψη δράσης τους φαίνεται να είναι ένα κοινό θέμα μεταξύ μιας υποομάδας νοσούντων του COVID-19 των οποίων η ασθένεια μέχρι στιγμής υπήρξε μυστήριο.

Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι τα αυτοαντισώματα είναι ένας βασικός λόγος που μερικοί άνθρωποι αρρωσταίνουν και όχι η συνέπεια της μόλυνσης από τον κορωνοϊό. Επίσης εξηγούν για πρώτη φορά γιατί ορισμένοι πάσχοντες από COVID-19 νοσούν πιο σοβαρά από άλλους ασθενείς στην ηλικία τους. Αυτό ανοίγει το δρόμο για την εύρεση πιθανής εξατομικευμένης θεραπείας για αυτούς τους ασθενείς.

Τα αποτελέσματα παρέχουν επίσης την πρώτη μοριακή απάντηση γιατί η θνησιμότητα COVID-19 είναι υψηλότερη στους άνδρες από τις γυναίκες.