ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ο ΕΝΦΙΑ μεταφέρεται στην Αυτοδιοίκηση: Τα τρία σκέλη της μεταρρύθμισής του και η έρευνα της διαΝΕΟσις
Η έρευνα της «∆ΙΑΝΕΟΣΙΣ» και οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ο φόρος ακίνητης περιουσίας θα αποδίδεται σε δήμους και κεντρική εξουσία
Η µεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους δήµους ήταν µια από τις βασικές προεκλογικές δεσµεύσεις της Νέας ∆ηµοκρατίας ως αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Εχει εξαγγελθεί ως δέσµευση και από κυβερνητικά χείλη τους τελευταίους µήνες, ενώ περιλαµβάνεται ως πρόταση και στην έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη. Μπορεί, όµως, να µεταφερθεί ο φόρος αυτός στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και υπό ποιες προϋποθέσεις; Σε αυτό το ερώτηµα απαντάει µια νέα, αδηµοσίευτη έρευνα της «διαΝΕΟσις», που ρίχνει φως και στα έσοδα των δήµων, αλλά και στη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα.
Η «διαΝΕΟσις» (ανεξάρτητος, µη κερδοσκοπικός ερευνητικός οργανισµός) ανέθεσε στον καθηγητή ∆ηµόσιας Οικονοµικής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο Νίκο Τάτσο µια µελέτη για τα χαρακτηριστικά µιας τέτοιας µεγάλης µεταρρύθµισης, όπως η απόδοση και η είσπραξη του ΕΝΦΙΑ από τους δήµους. Η έρευνα ξεκινά µε το συµπέρασµα ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα είναι σήµερα από τις λιγότερο αυτόνοµες µεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ: Στους δείκτες αποκέντρωσης, από τη σκοπιά των δαπανών, η ∆ανία βρίσκεται στο καλύτερο σηµείο (63,55%), ενώ από τη σκοπιά των εσόδων είναι η Σουηδία (34,21%). Και στις δύο περιπτώσεις η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία µεταξύ των χωρών του πίνακα.
Προτού δει τις εναλλακτικές µορφές χρηµατοδότησης για τους δήµους στην Ελλάδα, όπως είναι η εκχώρηση του ΕΝΦΙΑ, η έρευνα καταγράφει τον τρόπο µε τον οποίο χρηµατοδοτούνται σήµερα οι δήµοι. Αυτό γίνεται από µια σειρά πηγών, τακτικών και έκτακτων.
Στις τακτικές συµπεριλαµβάνονται οι θεσµοθετηµένοι πόροι, τα εισοδήµατα από κινητή και ακίνητη περιουσία, τα ανταποδοτικά τέλη και δικαιώµατα, τα έσοδα από άλλα τέλη, φόρους και εισφορές, καθώς και άλλα έσοδα. Στα έκτακτα έσοδα κατατάσσονται τα δάνεια, οι δωρεές, τα κληροδοτήµατα και οι κληρονοµίες, η εκµετάλλευση περιουσιακών στοιχείων, οι επιχορηγήσεις για κάλυψη δαπανών και επενδύσεις, τα πρόστιµα, καθώς και άλλες πηγές.
Αξίζει να σηµειωθεί ότι περίπου το 40% των εσόδων των δήµων προέρχεται από κρατικές επιχορηγήσεις για τη χρηµατοδότηση των απαραίτητων λειτουργικών δαπανών, κάτι που αποδεικνύει ότι οι δήµοι στη χώρα µας είναι σε µεγάλο βαθµό εξαρτηµένοι οικονοµικά από το κεντρικό κράτος. Ο κύριος όγκος των κρατικών επιχορηγήσεων προέρχεται από την κατηγορία του κρατικού προϋπολογισµού που έχει τίτλο Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι (ΚΑΠ).
Τα κριτήρια κατανοµής ανά δήµο είναι πολλά και ποικίλα. Ενδεικτικά, έχουν σχέση µε το µήκος των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης στον κάθε δήµο, µε το µήκος του οδικού δικτύου, την ορεινότητα ή νησιωτικότητά τους, τις δηµογραφικές τάσεις κ.ά.
Η έρευνα της «διαΝΕΟσις» περνά έπειτα στην πορεία των φόρων ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα, που παρουσιάζει µεγάλο ενδιαφέρον. Η πρώτη φορά που φορολογήθηκε η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα ήταν το 1923, µε τη µορφή έκτακτης εισφοράς, προκειµένου να καλυφθούν οι πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής πληθυσµών. Επειτα και για περισσότερο από πενήντα χρόνια η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα παρέµενε ανεπηρέαστη από τη φορολογία.
Το 1975 επιβλήθηκε ο λεγόµενος φόρος κατοχής, ο οποίος, όµως, δεν έµεινε για πολύ καιρό σε ισχύ, ενώ το 1982 η κυβέρνηση επέβαλε τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), µε συντελεστές που κυµαίνονταν µεταξύ 0,5% και 2%. Ο ΦΑΠ καταργήθηκε εντελώς το 1992, οπότε επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά σε όσους είχαν ηλεκτροδοτούµενα ακίνητα και, την επόµενη χρονιά, το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), ως πόρος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το οποίο χρεωνόταν µε τον λογαριασµό ηλεκτροδότησης και ισχύει µέχρι σήµερα. Οι αλλαγές στη συνέχεια ήταν πιο πυκνές και το 2011 ήρθε η «κεραµίδα» µε το Εκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούµενων ∆οµηµένων Επιφανειών (ΕΕΤΗ∆Ε), που αντικαταστάθηκε το 2013 µε τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), ο οποίος, µε τροποποιήσεις, ισχύει µέχρι σήµερα.
Ο ΕΝΦΙΑ είναι ένας φόρος µε δύο συνιστώσες: Τον κύριο φόρο, ο οποίος αφορά όλα τα ακίνητα, και τον συµπληρωµατικό φόρο, που αφορά τα ακίνητα µε αξία άνω των 250.000 ευρώ. ΕΝΦΙΑ καταβάλλουν περίπου 7,3 εκατοµµύρια φυσικά πρόσωπα και 58.000 νοµικά πρόσωπα, ενώ τα έσοδα που αποφέρει στο κράτος είναι περίπου 3 δισ. ευρώ.
Η επιβολή του ΕΝΦΙΑ είχε ως αποτέλεσµα να αυξηθεί απότοµα και σε µεγάλο ποσοστό η φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων ως ποσοστό του ΑΕΠ, ώστε από 0,8% (µέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση: 1,2%) το 2008 να φτάσει το 2,8% (µ.ό. Ε.Ε.: 1,6%) και να γίνει το υψηλότερο, µαζί µε εκείνο της Γαλλίας, στην Ε.Ε. Πάµε όµως στο διά ταύτα της έρευνας: Μπορεί ο ΕΝΦΙΑ να περάσει στους δήµους; Ναι, υπό όρους και προϋποθέσεις, εκτιµά η «διαΝΕΟσις». Αν ο φόρος µεταφερθεί αυτούσιος, θα ήταν πιθανό κάποιοι δήµοι να βρεθούν µε πολύ περισσότερα ή πολύ λιγότερα έσοδα στη διάθεσή τους, αφού η φορολογική βάση του ΕΝΦΙΑ δεν κατανέµεται ισοµερώς ανά δήµο.
Η µελέτη της «διαΝΕΟσις» προτείνει µια µεταρρύθµιση του ΕΝΦΙΑ µε τρία σκέλη: α) Μεταφορά µέρους του κύριου ΕΝΦΙΑ στους δήµους, β) ισόποση µείωση των ΚΑΠ που λαµβάνουν, γ) ταυτόχρονη διατήρηση του υπόλοιπου κύριου ΕΝΦΙΑ και ολόκληρου του συµπληρωµατικού φόρου στη διάθεση του κεντρικού κράτους.
Ειδικότερα, αυτό που προτείνεται ως καλύτερη λύση είναι η διάσπαση του κύριου φόρου, αυτού δηλαδή που επιβάλλεται σε όλους τους ιδιοκτήτες ακινήτων, σε δύο όµοιους σε όλα φόρους, εκ των οποίων ο ένας θα εκχωρηθεί στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ταυτόχρονα, όµως, θα γίνει ισόποση µείωση των ΚΑΠ, του κύριου δηλαδή µέρους των τακτικών κρατικών επιχορηγήσεων προς τους δήµους. Ο υπόλοιπος κύριος φόρος, καθώς και ο συµπληρωµατικός ΕΝΦΙΑ, ο οποίος βαρύνει την ακίνητη περιουσία αξίας πάνω από 250.000 ευρώ, θα παραµένει στο κεντρικό κράτος.
Με τη µείωση των ΚΑΠ κατά το ποσό του ΕΝΦΙΑ που θα µεταφερθεί στους δήµους, τα έσοδα τόσο του κρατικού προϋπολογισµού όσο και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο σύνολό της θα παραµείνουν αµετάβλητα. Κάποιες διαφορές που αναπόφευκτα θα υπάρξουν σε σχέση µε την προγενέστερη κατάσταση στα οικονοµικά των δήµων µπορούν να αντισταθµιστούν από το σύστηµα κατανοµής των κρατικών επιχορηγήσεων (υπόλοιποι ΚΑΠ), όπως µε την έκπτωση από τους ΚΑΠ που αναλογούν σε κάθε δήµο των εσόδων του από το νέο ΤΑΠ.
Με την πρόταση που διατυπώνεται στη µελέτη, όπως σηµειώνουν οι συντάκτες της, δεν θα υπάρξει βαθµίδα διοίκησης, ΟΤΑ ή φορολογούµενος που θα βρεθεί σε δυσµενέστερη οικονοµικά θέση από αυτήν όπου βρισκόταν πριν από τη µεταφορά του φόρου και, άρα, δεν µπορούν, εξ αυτού του λόγου, να υπάρξουν αντιδράσεις.
Η «διαΝΕΟσις» (ανεξάρτητος, µη κερδοσκοπικός ερευνητικός οργανισµός) ανέθεσε στον καθηγητή ∆ηµόσιας Οικονοµικής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο Νίκο Τάτσο µια µελέτη για τα χαρακτηριστικά µιας τέτοιας µεγάλης µεταρρύθµισης, όπως η απόδοση και η είσπραξη του ΕΝΦΙΑ από τους δήµους. Η έρευνα ξεκινά µε το συµπέρασµα ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα είναι σήµερα από τις λιγότερο αυτόνοµες µεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ: Στους δείκτες αποκέντρωσης, από τη σκοπιά των δαπανών, η ∆ανία βρίσκεται στο καλύτερο σηµείο (63,55%), ενώ από τη σκοπιά των εσόδων είναι η Σουηδία (34,21%). Και στις δύο περιπτώσεις η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία µεταξύ των χωρών του πίνακα.
Προτού δει τις εναλλακτικές µορφές χρηµατοδότησης για τους δήµους στην Ελλάδα, όπως είναι η εκχώρηση του ΕΝΦΙΑ, η έρευνα καταγράφει τον τρόπο µε τον οποίο χρηµατοδοτούνται σήµερα οι δήµοι. Αυτό γίνεται από µια σειρά πηγών, τακτικών και έκτακτων.
Στις τακτικές συµπεριλαµβάνονται οι θεσµοθετηµένοι πόροι, τα εισοδήµατα από κινητή και ακίνητη περιουσία, τα ανταποδοτικά τέλη και δικαιώµατα, τα έσοδα από άλλα τέλη, φόρους και εισφορές, καθώς και άλλα έσοδα. Στα έκτακτα έσοδα κατατάσσονται τα δάνεια, οι δωρεές, τα κληροδοτήµατα και οι κληρονοµίες, η εκµετάλλευση περιουσιακών στοιχείων, οι επιχορηγήσεις για κάλυψη δαπανών και επενδύσεις, τα πρόστιµα, καθώς και άλλες πηγές.
ΕΝΦΙΑ Κύριος φόρος για όλα τα ακίνητα. Επιπλέον φόρος για ακίνητα αξίας > €250.000
Αξίζει να σηµειωθεί ότι περίπου το 40% των εσόδων των δήµων προέρχεται από κρατικές επιχορηγήσεις για τη χρηµατοδότηση των απαραίτητων λειτουργικών δαπανών, κάτι που αποδεικνύει ότι οι δήµοι στη χώρα µας είναι σε µεγάλο βαθµό εξαρτηµένοι οικονοµικά από το κεντρικό κράτος. Ο κύριος όγκος των κρατικών επιχορηγήσεων προέρχεται από την κατηγορία του κρατικού προϋπολογισµού που έχει τίτλο Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι (ΚΑΠ).
Τα κριτήρια κατανοµής ανά δήµο είναι πολλά και ποικίλα. Ενδεικτικά, έχουν σχέση µε το µήκος των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης στον κάθε δήµο, µε το µήκος του οδικού δικτύου, την ορεινότητα ή νησιωτικότητά τους, τις δηµογραφικές τάσεις κ.ά.
Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ
Η έρευνα της «διαΝΕΟσις» περνά έπειτα στην πορεία των φόρων ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα, που παρουσιάζει µεγάλο ενδιαφέρον. Η πρώτη φορά που φορολογήθηκε η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα ήταν το 1923, µε τη µορφή έκτακτης εισφοράς, προκειµένου να καλυφθούν οι πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής πληθυσµών. Επειτα και για περισσότερο από πενήντα χρόνια η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα παρέµενε ανεπηρέαστη από τη φορολογία.
Το 1975 επιβλήθηκε ο λεγόµενος φόρος κατοχής, ο οποίος, όµως, δεν έµεινε για πολύ καιρό σε ισχύ, ενώ το 1982 η κυβέρνηση επέβαλε τον Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), µε συντελεστές που κυµαίνονταν µεταξύ 0,5% και 2%. Ο ΦΑΠ καταργήθηκε εντελώς το 1992, οπότε επιβλήθηκε έκτακτη εισφορά σε όσους είχαν ηλεκτροδοτούµενα ακίνητα και, την επόµενη χρονιά, το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), ως πόρος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, το οποίο χρεωνόταν µε τον λογαριασµό ηλεκτροδότησης και ισχύει µέχρι σήµερα. Οι αλλαγές στη συνέχεια ήταν πιο πυκνές και το 2011 ήρθε η «κεραµίδα» µε το Εκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούµενων ∆οµηµένων Επιφανειών (ΕΕΤΗ∆Ε), που αντικαταστάθηκε το 2013 µε τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), ο οποίος, µε τροποποιήσεις, ισχύει µέχρι σήµερα.
Ο ΕΝΦΙΑ είναι ένας φόρος µε δύο συνιστώσες: Τον κύριο φόρο, ο οποίος αφορά όλα τα ακίνητα, και τον συµπληρωµατικό φόρο, που αφορά τα ακίνητα µε αξία άνω των 250.000 ευρώ. ΕΝΦΙΑ καταβάλλουν περίπου 7,3 εκατοµµύρια φυσικά πρόσωπα και 58.000 νοµικά πρόσωπα, ενώ τα έσοδα που αποφέρει στο κράτος είναι περίπου 3 δισ. ευρώ.
Κρατικά έσοδα από τον ΕΝΦΙΑ €3.000.000.000
Η επιβολή του ΕΝΦΙΑ είχε ως αποτέλεσµα να αυξηθεί απότοµα και σε µεγάλο ποσοστό η φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων ως ποσοστό του ΑΕΠ, ώστε από 0,8% (µέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση: 1,2%) το 2008 να φτάσει το 2,8% (µ.ό. Ε.Ε.: 1,6%) και να γίνει το υψηλότερο, µαζί µε εκείνο της Γαλλίας, στην Ε.Ε. Πάµε όµως στο διά ταύτα της έρευνας: Μπορεί ο ΕΝΦΙΑ να περάσει στους δήµους; Ναι, υπό όρους και προϋποθέσεις, εκτιµά η «διαΝΕΟσις». Αν ο φόρος µεταφερθεί αυτούσιος, θα ήταν πιθανό κάποιοι δήµοι να βρεθούν µε πολύ περισσότερα ή πολύ λιγότερα έσοδα στη διάθεσή τους, αφού η φορολογική βάση του ΕΝΦΙΑ δεν κατανέµεται ισοµερώς ανά δήµο.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
Η µελέτη της «διαΝΕΟσις» προτείνει µια µεταρρύθµιση του ΕΝΦΙΑ µε τρία σκέλη: α) Μεταφορά µέρους του κύριου ΕΝΦΙΑ στους δήµους, β) ισόποση µείωση των ΚΑΠ που λαµβάνουν, γ) ταυτόχρονη διατήρηση του υπόλοιπου κύριου ΕΝΦΙΑ και ολόκληρου του συµπληρωµατικού φόρου στη διάθεση του κεντρικού κράτους.
Ειδικότερα, αυτό που προτείνεται ως καλύτερη λύση είναι η διάσπαση του κύριου φόρου, αυτού δηλαδή που επιβάλλεται σε όλους τους ιδιοκτήτες ακινήτων, σε δύο όµοιους σε όλα φόρους, εκ των οποίων ο ένας θα εκχωρηθεί στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ταυτόχρονα, όµως, θα γίνει ισόποση µείωση των ΚΑΠ, του κύριου δηλαδή µέρους των τακτικών κρατικών επιχορηγήσεων προς τους δήµους. Ο υπόλοιπος κύριος φόρος, καθώς και ο συµπληρωµατικός ΕΝΦΙΑ, ο οποίος βαρύνει την ακίνητη περιουσία αξίας πάνω από 250.000 ευρώ, θα παραµένει στο κεντρικό κράτος.
Με την πρόταση που διατυπώνεται στη µελέτη, όπως σηµειώνουν οι συντάκτες της, δεν θα υπάρξει βαθµίδα διοίκησης, ΟΤΑ ή φορολογούµενος που θα βρεθεί σε δυσµενέστερη οικονοµικά θέση από αυτήν όπου βρισκόταν πριν από τη µεταφορά του φόρου και, άρα, δεν µπορούν, εξ αυτού του λόγου, να υπάρξουν αντιδράσεις.