ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Αστεροσκοπείο Αθηνών - «Μήδεια»: Αυτός είναι ο λόγος που έπεσαν τόσα δέντρα
«Το χιόνι δεν έχει πάντα το ίδιο βάρος, και στην τελευταία κακοκαιρία «Μήδεια» οι καιρικές συνθήκες ήσαν τέτοιες, που το χιόνι ήταν βαρύτερο σε σχέση με προηγούμενες κακοκαιρίες, με αποτέλεσμα να πέσουν πιο εύκολα τα δέντρα».
Αυτό προκύπτει από σχετική ανάλυση των επιστημόνων του meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Όπως επισημαίνουν, η μορφή του χιονιού και η υφή του μπορεί να διαφέρουν πολύ, τόσο κατά τη χιονόπτωση όσο και κατά τη χιονόστρωση. Τα διαφορετικά ήδη χιονιού έχουν και διαφορετικό βάρος. Όσο περισσότερο νερό περιέχει μέσα του το χιόνι, τόσο πιο βαρύ.
Το αφράτο χιόνι, που ονομάζεται και ξηρό και το οποίο παρατηρείται σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες (αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν), είναι το πιο ελαφρύ από όλα, έχοντας βάρος 4 κιλά ανά τετραγωνικό μέτρο. Το κανονικό χιόνι, σε ελαφρώς αρνητικές θερμοκρασίες, έχει προσεγγιστικά τριπλάσιο βάρος ανά τετραγωνικό μέτρο κάλυψης (12 κιλά/τ.μ.) από αυτό του ξηρού αφράτου χιονιού.
Το υγρό χιόνι, το οποίο παρατηρείται όταν οι θερμοκρασίες κοντά στο έδαφος κυμαίνονται κοντά στους μηδέν βαθμούς Κελσίου, είναι το βαρύτερο λόγω μεγαλύτερης περιεκτικότητας σε νερό και έχει προσεγγιστικά επταπλάσιο βάρος ανά τετραγωνικό μέτρο από αυτό του ξηρού αφράτου χιονιού (30 κιλά/τ.μ.). Οι ανωτέρω συγκριτικές τιμές για τα τρία διαφορετικά είδη χιονιού αφορούν χιόνι ύψους 20 εκατοστών. Επομένως οι επιπτώσεις του ίδιου όγκου χιονιού που έχει επικαθήσει πάνω σε δέντρα και κατασκευές, είναι πολύ πιο σημαντικές, όταν το χιόνι είναι σε κάποιο βαθμό υγρό και αυτό φαίνεται πως συνέβη κατά την πρόσφατη κακοκαιρία.
Αν συγκριθεί η περίπτωση της «Μήδειας» με τις θερμοκρασίες που σημειώθηκαν στις βόρειες περιοχές της Αττικής στις μεγάλες χιονοπτώσεις των τελευταίων 20 ετών, με βάση τις μετρήσεις του μετεωρολογικού σταθμού του ΕΑΑ στην Πεντέλη (σε 500 μέτρα υψόμετρο), προκύπτει ότι το 2002 η ελάχιστη θερμοκρασία ήταν -5°C, το 2004 η ελάχιστη θερμοκρασία ήταν -10°C, ενώ την Τρίτη 16/2/2021 η ελάχιστη θερμοκρασία ήταν μόλις -2,7°C.
Όπως τονίζει το meteo, «αυτές οι σχετικά υψηλότερες θερμοκρασίες της πρόσφατης χιονόπτωσης στο πλαίσιο της «Μήδειας», είχαν ως αποτέλεσμα την μεγαλύτερη παρουσία νερού στις νιφάδες χιονιού και επομένως με σημαντικά μεγαλύτερο βάρος ανά μονάδα επιφάνειας. Επιπροσθέτως, το υγρό χιόνι δεν παρασύρεται εύκολα από τους ανέμους που πνέουν κοντά στο έδαφος και οι εντάσεις των ανέμων στις προηγούμενες κακοκαιρίες ήταν αρκετά πιο ισχυρές σε σύγκριση με την κακοκαιρία Μήδεια».
Οι ερευνητές του Αστεροσκοπείου υπογραμμίζουν ότι «θα πρέπει να μην εστιάζουμε πλέον μόνο στο αν θα χιονίσει ή δεν θα χιονίσει, αλλά να τονίζουμε και την αναμενόμενη υφή του χιονιού και το ύψος χιονόστρωσης, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις προβλεπόμενες θερμοκρασίες, όσο και τις πραγματικές (από τις μετρήσεις σταθμών) κατά τη διάρκεια του γεγονότος. Μια τέτοια προσέγγιση επιτρέπει να έχουμε μεγαλύτερη επαγρύπνηση για πιθανόν σοβαρότερα προβλήματα».
Όπως αναφέρουν, «φυσικά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο στο βάρος του χιονιού, όπως η διάρκεια παραμονής του χιονιού σε μια επιφάνεια, η υγρασία και η θερμοκρασία σε ανώτερα στρώματα της τροπόσφαιρας, η συγκέντρωση αερολυμάτων, κλπ., παράγοντες που μπορούν να κάνουν τις επιπτώσεις της χιονόπτωσης και της χιονόστρωσης αρκετά πιο πολύπλοκες. Χρειαζόμαστε μετρητικούς σταθμούς για το ύψος του χιονιού στο έδαφος, που θα συμπληρώνουν τις μετρήσεις των μετεωρολογικών σταθμών, ώστε να μπορούμε να υπολογίζουμε την υφή, το ύψος και το βάρος του χιονιού».
Τέλος, προειδοποιούν ότι «το υγρό χιόνι αποτελεί πολύ μεγάλο κίνδυνο εκδήλωσης χιονοστιβάδων στις ορεινές περιοχές, όπου αποτελεί συχνό φαινόμενο (πχ. στην Πίνδο) και στη χώρα μας μέχρι στιγμής, απουσιάζουν οι μετρητές του ύψους χιονιού, με εξαίρεση μετρήσεις χιονιού που πραγματοποιούμε εδώ και τρία έτη στον Ψηλορείτη».
Αυτό προκύπτει από σχετική ανάλυση των επιστημόνων του meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Όπως επισημαίνουν, η μορφή του χιονιού και η υφή του μπορεί να διαφέρουν πολύ, τόσο κατά τη χιονόπτωση όσο και κατά τη χιονόστρωση. Τα διαφορετικά ήδη χιονιού έχουν και διαφορετικό βάρος. Όσο περισσότερο νερό περιέχει μέσα του το χιόνι, τόσο πιο βαρύ.
Το αφράτο χιόνι, που ονομάζεται και ξηρό και το οποίο παρατηρείται σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες (αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν), είναι το πιο ελαφρύ από όλα, έχοντας βάρος 4 κιλά ανά τετραγωνικό μέτρο. Το κανονικό χιόνι, σε ελαφρώς αρνητικές θερμοκρασίες, έχει προσεγγιστικά τριπλάσιο βάρος ανά τετραγωνικό μέτρο κάλυψης (12 κιλά/τ.μ.) από αυτό του ξηρού αφράτου χιονιού.
Το υγρό χιόνι, το οποίο παρατηρείται όταν οι θερμοκρασίες κοντά στο έδαφος κυμαίνονται κοντά στους μηδέν βαθμούς Κελσίου, είναι το βαρύτερο λόγω μεγαλύτερης περιεκτικότητας σε νερό και έχει προσεγγιστικά επταπλάσιο βάρος ανά τετραγωνικό μέτρο από αυτό του ξηρού αφράτου χιονιού (30 κιλά/τ.μ.). Οι ανωτέρω συγκριτικές τιμές για τα τρία διαφορετικά είδη χιονιού αφορούν χιόνι ύψους 20 εκατοστών. Επομένως οι επιπτώσεις του ίδιου όγκου χιονιού που έχει επικαθήσει πάνω σε δέντρα και κατασκευές, είναι πολύ πιο σημαντικές, όταν το χιόνι είναι σε κάποιο βαθμό υγρό και αυτό φαίνεται πως συνέβη κατά την πρόσφατη κακοκαιρία.
Αν συγκριθεί η περίπτωση της «Μήδειας» με τις θερμοκρασίες που σημειώθηκαν στις βόρειες περιοχές της Αττικής στις μεγάλες χιονοπτώσεις των τελευταίων 20 ετών, με βάση τις μετρήσεις του μετεωρολογικού σταθμού του ΕΑΑ στην Πεντέλη (σε 500 μέτρα υψόμετρο), προκύπτει ότι το 2002 η ελάχιστη θερμοκρασία ήταν -5°C, το 2004 η ελάχιστη θερμοκρασία ήταν -10°C, ενώ την Τρίτη 16/2/2021 η ελάχιστη θερμοκρασία ήταν μόλις -2,7°C.
Όπως τονίζει το meteo, «αυτές οι σχετικά υψηλότερες θερμοκρασίες της πρόσφατης χιονόπτωσης στο πλαίσιο της «Μήδειας», είχαν ως αποτέλεσμα την μεγαλύτερη παρουσία νερού στις νιφάδες χιονιού και επομένως με σημαντικά μεγαλύτερο βάρος ανά μονάδα επιφάνειας. Επιπροσθέτως, το υγρό χιόνι δεν παρασύρεται εύκολα από τους ανέμους που πνέουν κοντά στο έδαφος και οι εντάσεις των ανέμων στις προηγούμενες κακοκαιρίες ήταν αρκετά πιο ισχυρές σε σύγκριση με την κακοκαιρία Μήδεια».
Οι ερευνητές του Αστεροσκοπείου υπογραμμίζουν ότι «θα πρέπει να μην εστιάζουμε πλέον μόνο στο αν θα χιονίσει ή δεν θα χιονίσει, αλλά να τονίζουμε και την αναμενόμενη υφή του χιονιού και το ύψος χιονόστρωσης, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις προβλεπόμενες θερμοκρασίες, όσο και τις πραγματικές (από τις μετρήσεις σταθμών) κατά τη διάρκεια του γεγονότος. Μια τέτοια προσέγγιση επιτρέπει να έχουμε μεγαλύτερη επαγρύπνηση για πιθανόν σοβαρότερα προβλήματα».
Όπως αναφέρουν, «φυσικά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο στο βάρος του χιονιού, όπως η διάρκεια παραμονής του χιονιού σε μια επιφάνεια, η υγρασία και η θερμοκρασία σε ανώτερα στρώματα της τροπόσφαιρας, η συγκέντρωση αερολυμάτων, κλπ., παράγοντες που μπορούν να κάνουν τις επιπτώσεις της χιονόπτωσης και της χιονόστρωσης αρκετά πιο πολύπλοκες. Χρειαζόμαστε μετρητικούς σταθμούς για το ύψος του χιονιού στο έδαφος, που θα συμπληρώνουν τις μετρήσεις των μετεωρολογικών σταθμών, ώστε να μπορούμε να υπολογίζουμε την υφή, το ύψος και το βάρος του χιονιού».
Τέλος, προειδοποιούν ότι «το υγρό χιόνι αποτελεί πολύ μεγάλο κίνδυνο εκδήλωσης χιονοστιβάδων στις ορεινές περιοχές, όπου αποτελεί συχνό φαινόμενο (πχ. στην Πίνδο) και στη χώρα μας μέχρι στιγμής, απουσιάζουν οι μετρητές του ύψους χιονιού, με εξαίρεση μετρήσεις χιονιού που πραγματοποιούμε εδώ και τρία έτη στον Ψηλορείτη».