«Τα εμβόλια μας προστατεύουν έναντι της παραλλαγής B.1.1.7 », τονίζει σε νέα ανάρτησή του, ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE) Ηλίας Μόσιαλος, προσθέτοντας ότι «η παραλλαγή δεν ευθύνεται για πιο σοβαρή ασθένεια ή μεγαλύτερη θνητότητα».

Ο κ. Μόσιαλος αναφέρει ότι η βρετανική παραλλαγή του κοροναϊού απασχόλησε έντονα τους επιστήμονες λόγω των πιθανών επιπλοκών που μπορεί να προκαλέσει σε όσους νοσούν, αλλά και στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων, γνωστή και ως B.1.1.7, πλέον κυριαρχεί σε πολλές χώρες πέραν του Ηνωμένου Βασιλείου.

«Θα σταθώ κυρίως σε δύο πρόσφατες μελέτες που δημοσιεύθηκαν στο Lancet Infectious Diseases και στο Lancet Public Health. Και στις 2 δημοσιεύσεις αντίστοιχα αναφέρεται ότι η παραλλαγή B.1.1.7 δεν συνδέεται με πιο σοβαρή ασθένεια ή αυξημένη θνητότητα και ότι ο ιός δεν προκαλεί διαφορετικά (ή υψηλότερο αριθμό) συμπτωμάτων μεταξύ αυτών που έχουν μολυνθεί σε σύγκριση με προηγούμενα στελέχη SARS-CoV-2. Τα αποτελέσματα αυτά έρχονται σε αντίθεση με μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα στο Nature , που η παραλλαγή B.1.1.7 συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο θανάτου σε σύγκριση με άλλες παραλλαγές», υπογραμμίζει ο ίδιος.

Γιατί υπάρχει όμως αντίφαση μεταξύ των μελετών;

Στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Lancet Infectious Diseases, οι επιστήμονες ανέλυσαν το γονιδίωμα - τη γεντική αλληλουχία του ιού- σε δείγματα από 341 άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο που είχαν θετικό μοριακό τεστ, μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2020 (στην αρχή της εξάπλωσης της νέας τότε παραλλαγής). Περίπου το 58% αυτών των ανθρώπων είχαν κολλήσει Β.1.1.7. Οι ερευνητές συνέκριναν τη σοβαρότητα της νόσου τους με εκείνη των ανθρώπων που είχαν μολυνθεί με το άλλο κοινό στέλεχος του ιού που κυκλοφορούσε, το D614G και δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές. Περίπου το 36% αυτών με Β.1.1.7 αρρώστησαν σοβαρά, σε σύγκριση με το 38% αυτών που είχαν κολλήσει το άλλο στέλεχος. Επιπλέον, δεν βρέθηκαν διαφορές στη θνητότητα, ούτε συσχέτιση μεταξύ της σοβαρότητας της νόσου με την παραλλαγή μετά την προσαρμογή για άλλους παράγοντες [όπως ηλικία, εθνικότητα και άλλες συνθήκες). Διαπιστώθηκε όμως ότι τα άτομα που είχαν μολυνθεί με Β.1.1.7 είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν υψηλότερο ιικό φορτίο στα ρινοφαρυγγικά δείγματα σε σχέση με όσους είχαν μολυνθεί με την προηγουμένως παραλλαγή. Αυτό συμβαδίζει και με τις μελέτες και τις αναφορές φορέων του βρετανικού συστήματος υγείας που έδειχναν πως η B.1.1.7 είναι πιο μεταδοτική από τις προηγούμενες παραλλαγές/ στελέχη του ιού.

Η μελέτη στο Lancet Public Health διαπίστωσε επίσης ότι η Β.1.1.7 συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα μετάδοσης, δηλαδή υψηλότερο ρυθμό μετάδοσης κατά 35% σε σύγκριση με το προηγουμένως στέλεχος. Αυτή η έρευνα βασίστηκε σε δεδομένα που προέρχονταν από 36.000 συμμετέχοντες στη μελέτη COVID Symptom Study. Πρόκειται για μια έρευνα όπου περίπου 4 εκατομμύρια άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποιούν μια εφαρμογή στο κινητό και καταγράφουν καθημερινά πώς αισθάνονται και τυχόν συμπτώματα που μπορεί να βιώσουν, καθώς και τα αποτελέσματα τεστ για COVID-19 που έχουν κάνει. Οι ερευνητές συνδύασαν αυτά τα αυτοαναφερόμενα δεδομένα με γονιδιωματικά δεδομένα από την κοινοπραξία COVID-19 Genomics UK (που αναλύει το γονιδίωμα του ιού σε τυχαία θετικά δείγματα μοριακών τεστ στο Ηνωμένο Βασίλειο, για λόγους επιδημιολογικής επιτήρησης). Αυτό έδωσε στους επιστήμονες μια βάση για την αξιολόγηση του κατά πόσον τα άτομα που πιθανότατα είχαν μολυνθεί με Β.1.1.7 εμφάνισαν διαφορετικά συμπτώματα ή ασθένειες από αυτά που είχαν μολυνθεί με άλλες παραλλαγές του ιού.

Η μελέτη αναφέρει πως δεν βρέθηκαν διαφορές στον τύπο των συμπτωμάτων που παρατηρήθηκαν ή στον συνολικό αριθμό των συμπτωμάτων μεταξύ των ατόμων με Β.1.1.7. Το άλλο σημαντικό σημείο όμως ήταν πως διερευνήθηκε εάν η έκθεση στην παραλλαγή Β.1.1.7 θα οδηγούσε σε επαναλοίμωξη, είτε για όσους είχαν αναρρώσει μετά από λοίμωξη με το προηγούμενο στέλεχος ή για όσους εμβολιάστηκαν κατά της νόσου.

Εξετάστηκαν συγκεκριμένα όσοι ανέφεραν δύο θετικά τεστ COVID-19 εντός 90 ημερών, και διαπίστωσαν ότι ο ρυθμός επαναμόλυνσης ήταν χαμηλός, συμπεριλαμβανομένων συμμετεχόντων από περιοχές με κυριαρχία B.1.1.7. Αυτό υποδηλώνει ότι η παραλλαγή Β.1.1.7 δεν οδηγεί σε αυξημένη επαναλοίμωξη. Υποδηλώνει επίσης ότι τα εμβόλια που αναπτύχθηκαν έναντι προηγούμενων παραλλαγών θα είναι προστατευτικά έναντι της παραλλαγής B.1.1.7.

Και ο κ. Μόσιαλος συνεχίζει:

«Έχουμε όμως αντίστοιχα δεδομένα για την επαναμόλυνση και την προστασία μετά τον εμβολιασμό από άλλες χώρες;
Ναι, τα συμπεράσματα αυτά υποστηρίζονται και από πρόσφατα δεδομένα από το Ισραήλ που δείχνουν χαμηλότερα ποσοστά μόλυνσης - ακόμη και μεταξύ των εμβολιασμένων που εκτεθηκαν σε B.1.1.7.

Κάποιοι όμως απορούν: πως εξηγείται η αντίφαση; Γιατί κάποιες μελέτες δείχνουν υψηλότερα ποσοστά σοβαρής νόσου και θνησιμότητας μεταξύ των ατόμων που έχουν μολυνθεί με την παραλλαγή Β117;

Υπάρχει όμως αντίφαση ή είναι απλά θέμα ανάλυσης αποτελεσμάτων από διαφορετικούς πληθυσμούς υπό ανάλυση;
Η μελέτη στο Lancet Infectious Diseases επικεντρώθηκε σε άτομα που νόσησαν και χρειάστηκαν νοσηλεία, ενώ η μελέτη στο Nature που διαπίστωσε πιο σοβαρή ασθένεια μετά από Β117-λοίμωξη βασίστηκε σε δεδομένα σε κοινοτικό επίπεδο από άτομα που δεν έκαναν εισαγωγή για περίθαλψη στο νοσοκομείο. Επιπλέον στη μελέτη στο Nature δεν αναλύθηκε ο ιός στα θετικά δείγματα με γενετική αλληλούχιση για να επιβεβαιωθεί η παρουσία του Β.1.1.7, όπως έγινε στην μελέτη του Lancet Infectious Diseases. Τα αποτελέσματα δηλαδή στο Nature στηρίχθηκαν σε έμμεση μέθοδο ανίχνευσης της παραλλαγής που ήταν πιθανώς λιγότερο ακριβής».

«Χρειαζόμαστε περισσότερα δεδομένα αλλά και κοινή μεθοδολογία για αξιόπιστες συγκρίσεις. Και περισσότερες μελέτες σε περιοχές εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου - όπως οι ΗΠΑ - όπου το Β.1.1.7 αυξάνεται. Από τα παραπάνω όμως φαίνεται πως τα εμβόλια μας προστατεύουν έναντι της παραλλαγής B.1.1.7 και πως η παραλλαγή δεν ευθύνεται για μεγαλύτερη θνητότητα ή πιο δυσμενή συμπτωματολογία», δηλώνει επιπρόσθετα.