ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ελληνικό #MeToo και ∆ικαιοσύνη
Χρειαζόμαστε περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς διάκριση στο φύλο και στην ηλικία. Και βάσεις στέρεες, ώστε η Δικαιοσύνη να επιτελεί εγκαίρως τον ρόλο της
Χρειάστηκε να περάσουν περίπου δεκαπέντε χρόνια από όταν η Αµερικανή ακτιβίστρια Ταράνα Μπερκ ξεκίνησε το κίνηµα #MeToo
για να βοηθήσει άλλες, επίσης αφροαµερικανικής καταγωγής γυναίκες, που είχαν πέσει θύµατα βιασµού ή κάθε άλλης µορφής βίας, ώστε να βρει ανταπόκριση και στην ελληνική κοινωνία, αφού προηγουµένως είχε επηρεάσει πολλές άλλες ακόµα χώρες.
Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Εντουαρντ Φέλσενταλ, εκδότης του περιοδικού «Time», πρόκειται για την ταχύτερη κοινωνική µεταβολή που βλέπουµε τις τελευταίες δεκαετίες. Στη χώρα µας, ως συνήθως συµβαίνει, το κίνηµα αυτό ξέσπασε απότοµα και µε τόση ένταση, που κάποιες φορές υπήρξαν δυσδιάκριτα τα όρια ανάµεσα στην πραγµατικότητα και την υπερβολή. Σε κάθε περίπτωση, κοινή παραδοχή είναι ότι το αποτέλεσµα έχει θετικό πρόσηµο, καθώς επί χρόνια κυριαρχούσε η «συνωµοσία της σιωπής» σε πολλούς χώρους και σε πολλά επίπεδα.
Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από µετρήσιµα µεγέθη, που καταδεικνύουν ότι έχουµε ακόµα να κάνουµε σηµαντικά βήµατα και στον τοµέα των ίσων δικαιωµάτων. Ετσι, σύµφωνα µε τα επίσηµα στατιστικά στοιχεία για την ισότητα των φύλων στην Ευρωπαϊκή Ενωση το έτος 2020 ο δείκτης για την ισότητα των γυναικών σε σχέση µε των αντρών βρίσκεται στο 67,9, ενώ ο ίδιος δείκτης στη χώρα µας πέφτει στο 52,2 (αξιολογούνται στοιχεία σε σχέση µε την εργασία, την εκπαίδευση, την υγεία, τη βία, την άσκηση εξουσίας κ.ά.)! Μπορεί, βεβαίως, τα στοιχεία αυτά να µη συνδέονται άµεσα µε τα εγκλήµατα βίας, ωστόσο αποτελούν σίγουρα έναν εκ των γενεσιουργών λόγων.
Παράλληλα, ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών σε σχέση µε τα αδικήµατα κατά της γενετήσιας ελευθερίας: κατά το έτος 2019 σχηµατίστηκαν συνολικά 253 δικογραφίες, ενώ το 2020 συνολικά 189 δικογραφίες (δεν έχουµε ακριβή στοιχεία για την αναλογία γυναικών - αντρών θυµάτων, πάντως η συντριπτική πλειονότητα αφορά γυναίκες). Θα έλεγε κανείς ότι τα νούµερα αυτά είναι µικρά, αν αναλογιστούµε ότι πρόκειται για τη µεγαλύτερη Εισαγγελία της χώρας, καλύπτοντας σχεδόν τον µισό πληθυσµό της, καθώς και το πραγµατικό πρόβληµα που φαίνεται ότι υπέβοσκε τόσα χρόνια, αν κρίνουµε από την έκταση των καταγγελιών των τελευταίων µηνών. Αξία θα έχει να δούµε τα αντίστοιχα στοιχεία σε έναν χρόνο, ώστε να µπορέσουµε να εκτιµήσουµε χειροπιαστά τα αποτελέσµατα του ελληνικού #MeToo. ∆υστυχώς, η συζήτηση στον δηµόσιο λόγο έχει εστιαστεί στην ανάγκη νοµοθετικών αλλαγών. Και βεβαίως χρειάζονται και νοµοθετικές βελτιώσεις στον Ποινικό µας Κώδικα, όπως ήδη έχει εξαγγελθεί από το υπουργείο ∆ικαιοσύνης. Ωστόσο, η απάντηση στο πρόβληµα δεν είναι «περισσότερη / πιο αυστηρή νοµοθεσία».
Η απάντηση είναι η ενίσχυση των κοινωνικών θεσµών, η καταπολέµηση των ανισοτήτων, η έγκαιρη εκπαίδευση και ενηµέρωση, η οργάνωση κοινωνικών υπηρεσιών, εντός και εκτός της ∆ικαιοσύνης, που θα προλαµβάνουν το έγκληµα ή που θα υποστηρίζουν εγκαίρως τα θύµατα, ώστε τα τελευταία να αισθάνονται ασφάλεια και εµπιστοσύνη για να µιλήσουν. Αυτό φαίνεται ότι έλειπε τόσα χρόνια. Χρειαζόµαστε, λοιπόν, περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς διάκριση στο φύλο (καθώς θύµα µπορεί να είναι καθένας και η καθεµία) και στην ηλικία. Και βάσεις στέρεες, ώστε η ∆ικαιοσύνη να επιτελεί εγκαίρως τον ρόλο της.
*Του Δημήτρη Αναστασόπουλου, Συμβούλου ΔΣΑ
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 24 Απριλίου 2021
Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Εντουαρντ Φέλσενταλ, εκδότης του περιοδικού «Time», πρόκειται για την ταχύτερη κοινωνική µεταβολή που βλέπουµε τις τελευταίες δεκαετίες. Στη χώρα µας, ως συνήθως συµβαίνει, το κίνηµα αυτό ξέσπασε απότοµα και µε τόση ένταση, που κάποιες φορές υπήρξαν δυσδιάκριτα τα όρια ανάµεσα στην πραγµατικότητα και την υπερβολή. Σε κάθε περίπτωση, κοινή παραδοχή είναι ότι το αποτέλεσµα έχει θετικό πρόσηµο, καθώς επί χρόνια κυριαρχούσε η «συνωµοσία της σιωπής» σε πολλούς χώρους και σε πολλά επίπεδα.
Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από µετρήσιµα µεγέθη, που καταδεικνύουν ότι έχουµε ακόµα να κάνουµε σηµαντικά βήµατα και στον τοµέα των ίσων δικαιωµάτων. Ετσι, σύµφωνα µε τα επίσηµα στατιστικά στοιχεία για την ισότητα των φύλων στην Ευρωπαϊκή Ενωση το έτος 2020 ο δείκτης για την ισότητα των γυναικών σε σχέση µε των αντρών βρίσκεται στο 67,9, ενώ ο ίδιος δείκτης στη χώρα µας πέφτει στο 52,2 (αξιολογούνται στοιχεία σε σχέση µε την εργασία, την εκπαίδευση, την υγεία, τη βία, την άσκηση εξουσίας κ.ά.)! Μπορεί, βεβαίως, τα στοιχεία αυτά να µη συνδέονται άµεσα µε τα εγκλήµατα βίας, ωστόσο αποτελούν σίγουρα έναν εκ των γενεσιουργών λόγων.
Παράλληλα, ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών σε σχέση µε τα αδικήµατα κατά της γενετήσιας ελευθερίας: κατά το έτος 2019 σχηµατίστηκαν συνολικά 253 δικογραφίες, ενώ το 2020 συνολικά 189 δικογραφίες (δεν έχουµε ακριβή στοιχεία για την αναλογία γυναικών - αντρών θυµάτων, πάντως η συντριπτική πλειονότητα αφορά γυναίκες). Θα έλεγε κανείς ότι τα νούµερα αυτά είναι µικρά, αν αναλογιστούµε ότι πρόκειται για τη µεγαλύτερη Εισαγγελία της χώρας, καλύπτοντας σχεδόν τον µισό πληθυσµό της, καθώς και το πραγµατικό πρόβληµα που φαίνεται ότι υπέβοσκε τόσα χρόνια, αν κρίνουµε από την έκταση των καταγγελιών των τελευταίων µηνών. Αξία θα έχει να δούµε τα αντίστοιχα στοιχεία σε έναν χρόνο, ώστε να µπορέσουµε να εκτιµήσουµε χειροπιαστά τα αποτελέσµατα του ελληνικού #MeToo. ∆υστυχώς, η συζήτηση στον δηµόσιο λόγο έχει εστιαστεί στην ανάγκη νοµοθετικών αλλαγών. Και βεβαίως χρειάζονται και νοµοθετικές βελτιώσεις στον Ποινικό µας Κώδικα, όπως ήδη έχει εξαγγελθεί από το υπουργείο ∆ικαιοσύνης. Ωστόσο, η απάντηση στο πρόβληµα δεν είναι «περισσότερη / πιο αυστηρή νοµοθεσία».
Η απάντηση είναι η ενίσχυση των κοινωνικών θεσµών, η καταπολέµηση των ανισοτήτων, η έγκαιρη εκπαίδευση και ενηµέρωση, η οργάνωση κοινωνικών υπηρεσιών, εντός και εκτός της ∆ικαιοσύνης, που θα προλαµβάνουν το έγκληµα ή που θα υποστηρίζουν εγκαίρως τα θύµατα, ώστε τα τελευταία να αισθάνονται ασφάλεια και εµπιστοσύνη για να µιλήσουν. Αυτό φαίνεται ότι έλειπε τόσα χρόνια. Χρειαζόµαστε, λοιπόν, περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς διάκριση στο φύλο (καθώς θύµα µπορεί να είναι καθένας και η καθεµία) και στην ηλικία. Και βάσεις στέρεες, ώστε η ∆ικαιοσύνη να επιτελεί εγκαίρως τον ρόλο της.
*Του Δημήτρη Αναστασόπουλου, Συμβούλου ΔΣΑ
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 24 Απριλίου 2021