Τα self test που χρησιμοποιούνται ευρέως στην Ελλάδα για ιχνηλάτιση των θετικών κρουσμάτων, έχουν βοηθήσει σημαντικά στο σπάσιμο αλυσίδων μετάδοσης και στον περιορισμό της διασποράς σε σχολεία και εργασιακούς χώρους.

Την ίδια στιγμή όμως, όπως επισημαίνουν επιστήμονες υπάρχουν τρωτά σημεία στον αυτοδιαγνωστικό έλεγχο, που προκαλούν ανησυχία.

Οι «τρύπες» των self test

Στα τρωτά τους σημεία περιλαμβάνονται η πιθανότητα μη σωστής εφαρμογής από τον χρήστη που μπορεί να οδηγήσει σε ψευδές αποτέλεσμα, η επιφύλαξη ενός μέρους του πληθυσμού για την αξιοπιστία τους παρά τα υψηλά ποσοστά πιστότητας, και κυρίως η αδυναμία ελέγχου ως προς την ειλικρίνεια του αποτελέσματος που δηλώθηκε στην πλατφόρμα.

Ειδικότερα, όπως αναφέρει ο ιστότοπος iatronet.gr, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίηση η βιοχημικός – βιοτεχνολόγος Δήμητρα Μουλιού με την υποστήριξη του καθηγητή Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Κωνσταντίνου Γουργουλιάνη, υπάρχει έντονη αμφιβολία του πληθυσμού για την αξιοπιστία, την αποτελεσματικότητα, αλλά και την ασφάλεια του αυτοδιαγνωστικού ελέγχου.

Συγκεκριμένα, με τα αποτελέσματά της, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Diagnostics, δύο στους τρεις ερωτηθέντες θεωρούν ως αναξιόπιστα τα self tests και δύο στους πέντε ως επικίνδυνα.

Ένας στους πέντε δεν είναι ειλικρινής με τη δήλωση αποτελέσματος του self test

Το σημαντικότερο  εύρημα, που βρίσκεται εκτός της δημοσιευμένης μελέτης, είναι πως ένας στους πέντε ερωτηθέντες στο πλαίσιο του διαδικτυακού ερωτηματολογίου, παραδέχτηκε πως δεν είναι ειλικρινής με τη δήλωση του αποτελέσματος του self test. «Αυτό, δυστυχώς, εγκυμονεί κινδύνους και κυρίως σε άτομα που εμφανίζουν συμπτωματολογία παρόμοια με αυτή της COVID-19 ή ήρθαν σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα», λέει στο iatronet η κ. Μουλιού.

Με δεδομένο ότι σήμερα η διενέργεια δύο self tests την εβδομάδα αποτελεί προϋπόθεση για την είσοδο των μαθητών στις σχολικές τάξεις, το συγκεκριμένο εύρημα προκαλεί προβληματισμό, ενώ θεωρείται πιθανό το ποσοστό «μη ειλικρίνειας» να είναι μεγαλύτερο από αυτό που έχει ομολογηθεί.

Στο εξωτερικό, αλλά και στην Ελλάδα έχουν γίνει viral κάποια βίντεο που εμφανίζουν δημοφιλή αναψυκτικά να αλλοιώνουν το αποτέλεσμα ενός self test. Το γεγονός έγινε σημαία από κάποιους κατά των διαγνωστικών ελέγχων, ενώ τροφοδότησε νέα σενάρια περί συνωμοσιών.

Η βιοχημικός έχει την επιστημονική εξήγηση: «Σαφώς και η coca cola μπορεί να ενεργοποιήσει το γρήγορο τεστ προς θετικό/αρνητικό αποτέλεσμα – ανάλογα με τον μηχανισμό δράσης της κάθε κασέτας, και αυτό είναι επιβεβαιωμένο και από εμένα προσωπικά. Τα κιτρικά και τα φωσφωρικά οξέα του αφεψήματος αντιδρούν κυρίως με τη χρωστική αλλά και άλλες ενώσεις του γρήγορου τεστ. Είναι θέμα χημείας», λέει και εξηγεί:

«Μερικά κομμάτια ενός παζλ, αν τα πιέσουμε, μπορεί να ενωθούν, αλλά κάθε κομμάτι είναι σχεδιασμένο για ένα συγκεκριμένο σημείο του παζλ. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με το γρήγορο τεστ. Ενώ μπορεί να δώσει θεωρητικά αποτέλεσμα και σε άλλα δείγματα λόγω χημείας, έχει σχεδιαστεί για ένα συγκεκριμένο δείγμα της αναπνευστικής οδού. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν το καθιστά αναξιόπιστο».

Ως προς τη θεωρία περί της καρκινογόνου δράσης του αιθυλενίου, που ενισχύει τις απόψεις περί επικινδυνότητας, η ίδια επισημαίνει: «Περίπου οι μισές ιατρικές συσκευές και εργαλεία αποστειρώνονται με ατμούς οξειδίου του αιθυλενίου πριν τη χρήση τους – λόγω ευαισθησίας σε άλλες μεθόδους αποστείρωσης – και ελέγχονται αυστηρά για τυχόν υπολείμματα. Όμως, δεν άκουσα κανέναν να φοβηθεί την πιθανότητα καταλοίπων αιθυλενίου στη σύριγγα ή στον καθετήρα, με την ίδια ευκολία που στοχοποιεί το γρήγορο τεστ».

Πότε μπορεί το self test να δώσει ψευδές αποτέλεσμα

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους το αποτέλεσμα ενός τεστ μπορεί να είναι ψευδές θετικό ή ψευδές αρνητικό. Σε άρθρο ανασκόπησης, δημοσιευμένο στο περιοδικό Expert Review of Respiratory Medicine, επίσης με τη συμμετοχή του καθηγητή Κ. Γουργουλιάνη, η κ. Μουλιού συνοψίζει αυτούς τους λόγους: «Η θέση της κασέτας κατά την αναμονή του αποτελέσματος του γρήγορου τεστ, η χρονική στιγμή της δειγματοληψίας, το πολύ χαμηλό ιικό φορτίο και η κακή δειγματοληψία, οι επιμολύνσεις και οι πιθανές διασταυρούμενες αντιδράσεις με άλλα μικρόβια ή χημικές ουσίες – τα δυο τελευταία σύμφωνα, πάντα, με τις οδηγίες χρήσης του εκάστοτε τεστ, μπορούν να επηρεάσουν ένα γρήγορο τεστ αντιγόνου, και να οδηγήσουν σε ένα ψευδές αποτέλεσμα», αναφέρει και συμπληρώνει:

«Αντίστοιχα, στη δοκιμή ενίσχυσης νουκλεικού οξέος που έχει χρησιμοποιηθεί αλλά και χρησιμοποιείται ευρέως για την αναγνώριση του γενώματος του κοροναϊού, την PCR, η κακή δειγματοληψία και η κακή χρονική στιγμή, το χαμηλό ιικό φορτίο, οι επιμολύνσεις και οι τυχόν αναστολείς της δοκιμής (αίμα ή υψηλό ιξώδες στο δείγμα λόγω βλέννης ή εισπνοή χημικών), αποτελούν τις κυριότερες παραμέτρους που θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη στο τελικό αποτέλεσμα».

Το ποσοστό αξιοπιστίας του κάθε τεστ δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, διότι «ενώ είναι εγκεκριμένα παγκοσμίως τα τεστ που εμφανίζουν αξιοπιστία πολύ μεγαλύτερη του 90% – σε ορθές χρήσεις όπως ανέφερα προηγουμένως, βλέπουμε και μερικές μη ορθές χρήσεις αυτών, στις οποίες σαφώς δεν μπορεί να λογίζεται το ποσοστό της ρεαλιστικής αξιοπιστίας».