Το χαμηλότερο ποσοστό εμβολιασμού στον ευρωπαϊκό νότο διατηρεί η χώρα μας, παρά την καλή οργάνωση του εμβολιαστικού προγράμματος και τη διαθεσιμότητα των εμβολίων. Την πρωτιά σε ανοσοποίηση κατά του πανδημικού κοροναϊού διατηρεί η Πορτογαλία με ποσοστό 88,10%, ακολουθεί η Ισπανία με 80,84% του πληθυσμού και στην τρίτη θέση βρίσκεται η Ιταλία με ποσοστό 75,77%.

Η Ελλάδα έχει πετύχει εμβολιασμό του 62,7% του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να υπολείπεται ακόμη η ανοσοποίηση τουλάχιστον 3 εκατ. ατόμων ακόμη, για να επιτευχθεί πλήρης ανοσία του πληθυσμού.

 Για το θέμα του εμβολιασμού κατά του πανδημικού ιού το τμήμα MBA Υγεία του ΕΚΠΑ πραγματοποίησε έρευνα σε μεγάλο δείγμα πληθυσμού άνω των 1.100 ατόμων για την αξιολόγηση του εμβολιαστικού προγράμματος και τον εντοπισμό των ζητημάτων που καθυστερούν τον εμβολιασμό των πολιτών.

 Ο επικεφαλής του τμήματος MBA Υγεία του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητής Γιάννης Υφαντόπουλος, μιλώντας στο in.gr για την έρευνα που πραγματοποίησε το τμήμα του, επεσήμανε ότι κάθε μεγάλη πανδημία προκαλεί μετασχηματισμό στις κοινωνίες, ορθώνει μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, εντείνει τις ανισότητες, ιδίως στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Και από όλες τις υπηρεσίες υγείας, το μεγαλύτερο πλήγμα δέχεται η πρόληψη, στην οποία εντάσσονται οι εμβολιασμοί.

 Η χώρα μας διατηρεί από τα χαμηλότερα ποσοστά χρηματοδότησης στην πρόληψη νοσημάτων, διαθέτοντας κάτω από το 1% του ΑΕΠ, όταν άλλες χώρες διαθέτουν περίπου το 4-5% του ΑΕΠ τους γι΄ αυτήν.

 Ο κ. Υφαντόπουλος σημείωσε πως «παρότι οι πόροι που διατέθηκαν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του εμβολιασμού των πολιτών, εντούτοις οι ανάγκες για πρόληψη είναι μεγαλύτερες και πιο επιτακτικές στα πλαίσια του COVID-19. Η πανδημία έφερε μεγάλη κρίση, όχι μόνο υγειονομική, αλλά και οικονομική και κοινωνική. Τα lockdown, έφεραν προβλήματα και διεύρυναν τις ανισότητες. Μόνο σε ότι αφορά την υγεία, καταγράφηκαν πενταπλάσιες ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες στις χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες, σε σύγκριση με τις εύπορες ομάδες».

 Στην έρευνα του ΕΚΠΑ ΜBA Yγεία ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να αξιολογήσουν το πρόγραμμα εμβολιασμού βαθμολογώντας με μια κλίμακα από 1-10, με το 1 να δηλώνει ένα σύστημα πλήρως ανοργάνωτο και με το 10 να δηλώνει ένα σύστημα πλήρως οργανωμένο που ανταποκρίνεται. Η έρευνα έδειξε ότι το πρόγραμμα έχει γενική αποδοχή από τον πληθυσμό καθώς όλες οι ομάδες έδωσαν βαθμό πάνω από 5, δηλώνοντας ταυτόχρονα πως όλοι γνωρίζουν τη σημασία του εμβολιασμού.

 Οι διαφορές που εντοπίστηκαν αφορούσαν την αξιολόγηση ανά ηλικία.

 Άριστα στο εμβολιαστικό πρόγραμμα με βαθμούς από 8,5-9 έδωσαν οι ηλικιωμένοι 65 ετών και πάνω, καθώς έχουν ήδη κάνει χρήση του προγράμματος, έχουν ήδη εμβολιαστεί, διαπιστώνουν τη συμβολή του εμβολιασμού και τη σημασία του εμβολιαστικού προγράμματος στη χώρα μας. Η εμπιστοσύνη και συνδυάζεται και με τη χρήση, καθώς έχουν ήδη κάνει τα εμβόλια και φαίνεται η αξία τους. Επιβεβαιώνεται ότι δεν υπάρχουν επιπτώσεις και ότι το εμβόλιο έχει συμβάλλει στη δημόσια υγεία των ηλικιωμένων.

Μεγάλη εμπιστοσύνη στο εμβολιαστικό πρόγραμμα δείχνουν οι πολίτες ηλικίας 55-65 ετών, βαθμολογώντας την οργάνωσή του με 8, δείχνοντας έτσι μια εκθετική σχέση ανάμεσα στην ηλικία και την εμπιστοσύνη προς το πρόγραμμα εμβολιασμού, το οποίο έχουν ήδη χρησιμοποιήσει στην πλειονότητά τους.

Αποδοχή, δείχνουν και οι επόμενες ηλικίες 45-55 ετών που βαθμολόγησαν με 7-7,5 το πρόγραμμα. Αυτή η ηλικιακή ομάδα δείχνει να αναγνωρίζει τη σημαντικότητα των εμβολιασμών, πιστεύει ότι το πρόγραμμα έχει πάρα πολύ καλή οργάνωση.

Επιφυλάξεις εμφανίζει η ηλικιακή ομάδα 35-45 ετών, βαθμολογώντας το πρόγραμμα με 6. Εδώ, λόγω χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου ή έλλειψη γνώσης για την οργάνωση του προγράμματος, δεν αξιολογούν τη σημαντικότητα του εμβολιασμού και γι΄ αυτό, χρειάζονται στοχευμένα προγράμματα και παρεμβάσεις στους επαγγελματικούς τους χώρους

Μεγάλη επιφυλακτικότητα παρατηρείται στις νέες ηλικίες των 18-35 ετών, όπου η βαθμολογία κυμαίνεται γύρω στο 5,5. Εκδηλώνεται έτσι μεγάλη επιφυλακτικότητα από πλευράς δημόσιας υγείας, παρότι δεν έχει εμβολιαστεί μεγάλο ποσοστό του νεανικού πληθυσμού. Οι επιφυλάξεις αποδίδονται κυρίως στην αγνωσία των επιπτώσεων, με ανασταλτικότητα στην εμπιστοσύνη στα θέματα δημόσιας υγείας.

Αναλύοντας τα αποτελέσματα αυτά, ο καθηγητής Υφαντόπουλος, ανέφερε ότι χρειάζεται στο πλαίσιο της πολιτικής δημόσιας υγείας, να γίνει στοχευμένη καμπάνια στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, ώστε να πείσουν, να προσελκύσουν και να βοηθήσουν τους νέους, αίροντας όλα αυτά τα συναισθήματα που τους εμποδίζουν. Οι νέοι πρέπει να πεισθούν να συμμετέχουν στο πρόγραμμα εμβολιασμού, τόσο για να μην νοσήσουν οι ίδιοι, όσο και γιατί ακόμη κι αν δεν νοσήσουν, μπορούν να είναι φορείς μετάδοσης της νόσου σε ευάλωτους πληθυσμούς.

 «Το θέμα δεν είναι να εμβολιαστούν με αστυνομικές παρεμβάσεις», επεσήμανε ο καθηγητής, «αλλά με ενημέρωση, εκπαίδευση και ανάλυση των προβλημάτων δημόσιας υγείας, για να πεισθούν. Γι΄ αυτό θα πρέπει να υπάρξει μια πρωτοβουλία ενημέρωσης και εκπαίδευσης στα σχολεία τους και αντίστοιχα στους χώρους εργασίας, με στοχευμένη παρέμβαση, ώστε να επιτευχθεί το ποσοστό του 80% που απαιτείται για τη συλλογική ανοσία.

 Ο κ. Υφαντόπουλος καταλήγοντας, υπογράμμισε ότι «οι ψεύτικες ειδήσεις δελεάζουν τη φαντασία των νέων, οι οποίοι δεν είναι καλά εκπαιδευμένοι για να καταλάβουν τη σημασία του εμβολιασμού. Χρειάζεται να τονιστεί η τεκμηριωμένη επιστημονική γνώση, η οποία θα αποπέμψει τα fake news που κάθε ψευτοεπιστήμονας βγαίνει και κάνει δηλώσεις για αρνητικές επιπτώσεις ή παραφιλολογία για το εμβόλιο, δημιουργώντας προβλήματα δημόσιας υγείας, όπως η έξαρση περιστατικών και θανάτων που βλέπουμε τώρα».