Διαστάσεις μάστιγας έχει πάρει τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο της εκδικητικής πορνογραφίας (revenge porn), δηλαδή η ανάρτηση στο διαδίκτυο οπτικού υλικού με ερωτικές στιγμές ενός ατόμου, χωρίς τη συναίνεσή του, για λόγους εκδίκησης από το άτομο που προβαίνει σε αυτή την πράξη.

Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2020 η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος ασχολήθηκε με περισσότερες από 340 υποθέσεις διαδικτυακού σεξουαλικού εξαναγκασμού και εκφοβισμού ενηλίκων, φαινόμενο που παρουσίασε αυξητική τάση την περίοδο της καραντίνας.

Επίσης, το 2020 η Δίωξη δέχτηκε ακόμη 300 καταγγελίες από ανήλικα θύματα για σεξουαλικό εξαναγκασμού, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας και πορνογραφίας.

Παρόλο που οι αριθμοί αυτοί είναι μεγάλοι, οι υπεύθυνοι της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος λένε ότι η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη καθώς πολλά από τα θύματα δεν απευθύνονται ποτέ στις Αρχές επειδή ντρέπονται ή φοβούνται ότι θα στιγματιστούν κοινωνικά, ενώ επίσης πάρα πολλά είναι τα θύματα που δεν γνωρίζουν ότι φωτογραφίες και βίντεο από προσωπικές τους στιγμές βρίσκοτναι σε κοινή θέα στο διαδίκτυο.

Σύμφωνα με τους ψυχιάτρους, το revenge porn είναι μια μορφή σεξουαλικής κακοποίησης μέσω Διαδικτύου, το οποίο έχει ολέθριες συνέπειες στην ψυχική υγεία του θύματος, καθώς έχουν καταγραφεί μέχρι και αυτοκτονίες εξαιτίας του διασυρμού.

Τα κίνητρα των δραστών δεν είναι πάντα σαφή, όπως και οι αιτίες. Με την πράξη τους αυτή σκοπεύου να αιχμαλωτίσουν διαδικτυακά το θύμα τους, να το ταπεινώσουν ως εκδίκηση για τον τερματισμό της σχέσης ή ακόμα και να χρησιμοποιήσουν την πράξη ως μέσο εκβιασμού με στόχο οικονομικό αντάλλαγμα.

Το κενό στον ποινικό κώδικα που αφήνει απροστάτευτα τα θύματα

Η εκδικητική πορνογραφία έχει προστεθεί στους νόμους για τα σεξουαλικά εγκλήματα, ωστόσο στην Ελλάδα δεν περιλήφθηκε στη σειρά των αλλαγών που έγιναν στο νέο Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Η μη τυποποίηση του αδικήματος ως τέτοιο, στο κεφάλαιο της γενετήσιας ελευθερίας, θσυνεπάγεται τη μη αναγνώριση από το νομοέτη της σημασίας της ποινικοποίησης της χρήσης συγκεκριμένων βίντεο – ερωτικών/ σεξουαλικών, που βρίσκονται στον πυρήνα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αυτοδιάθεσης και σεβασμού του άλλου ατόμου – ως μέσο απειλής, εκβίασης, εκδίκησης, τιμώρησης, από σύντροφο/ πρώην σύντροφο/ σύζυγο.

Οι καταγγελίες επομένως αυτές αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο του νόμου για παραβίαση προσωπικών δεδομένων, που αποτελούν πλημμέλημα, με τον δράστη να τιμωρείται φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι διάφορες μορφές διαδικτυακής βίας σε βάρος γυναικών δεν διώκονται ποινικά. Η Γερμανία, η Γαλλία, η Μάλτα και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι οι
λίγες χώρες που έχουν θεσπίσει διατάξεις για την ποινικοποίηση του revenge porn.




Τι προβλέπει ο νόμος για τους δράστες

1.Σύμφωνα με τον νόμο 4624/2019 αρ. 38, «Όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών· β) τα αντιγράφει, αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, συλλέγει, καταχωρεί, οργανώνει, διαρθρώνει, αποθηκεύει, προσαρμόζει, μεταβάλλει, ανακτά, αναζητεί πληροφορίες, συσχετίζει, συνδυάζει, περιορίζει, διαγράφει, καταστρέφει, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

2. Όποιος χρησιμοποιεί, μεταδίδει, διαδίδει, κοινολογεί με διαβίβαση, διαθέτει, ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

3. Εάν η πράξη της παραγράφου 2 αφορά ειδικών κατηγοριών δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του άρθρου 9 παράγραφος 1 του ΓΚΠΔ ή δεδομένα που αφορούν ποινικές καταδίκες και αδικήματα ή τα σχετικά με αυτά μέτρα ασφαλείας του άρθρου 10 του ΓΚΠΔ, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

4. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων, εάν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον ή να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.

5. Εάν από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως και 3 προκλήθηκε κίνδυνος για την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ή για την εθνική ασφάλεια, επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή έως τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.

6. Τα κακουργήματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο υπάγονται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων».