Κοροναϊός: Νέα «όπλα» αποκτά η Ελλάδα - Οι διαφορές των πρωτεϊνικών εμβολίων Sanofi και Novavax με τα mRNA
Το νέο εμβόλιο δεν βασίζεται στο mRNA και ίσως βοηθήσει στην κάλυψη του εμβολιαστικού κενού
Ο κοροναϊός και η υπερμεταδοτική μετάλλαξη Όμικρον «καλπάζουν» στη χώρα. Έτσι, η επιστημονική κοινότητα έχει πέσει στη μάχη, για τη δημιουργία νέων «όπλων» για την αναχαίτιση της πανδημίας.
Ένα ακόμα πρωτεϊνικό εμβόλιο, λοιπόν, αναμένεται στην Ελλάδα το επόμενο διάστημα, με την ελπίδα ότι θα δώσει λύση για όσους εκφράζουν φόβους σχετικά με τη νεότερη τεχνολογία του mRNA.
Όπως ανακοίνωσε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης για τον κοροναϊό, την Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου, τον Απρίλιο φτάνει στη χώρα μας ακόμη ένα το εμβόλιο της γαλλικής εταιρείας Sanofi.
Υπενθυμίζεται πως στην ενημέρωση του υπουργείου Υγείας της 1ης Φεβρουαρίου, ο γενικός γραμματέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας Μάριος Θεμιστοκλέους ανακοίνωσε πως έρχεται στην Ελλάδα το αμερικανικό εμβόλιο Novavax κατά του κοροναϊού.
Έτσι, η Ελλάδα ενισχύει τη λίστα με τα εμβόλια που έχει στη διάθεσή της και όλα μαζί μπαίνουν στη «μάχη» κατά της νόσου. Αυτό σημαίνει πως ακόμα και οι πιο διστακτικοί που δεν εμβολιάζονται κατά του ιού σκεπτόμενοι τις παρενέργειες των mRNA εμβολίων, τώρα έχουν δύο επιπλέον επιλογές για να κλείσουν το ραντεβού τους και να εμβολιαστούν.
«Αυτό είναι σημαντικό νέο για τους ανθρώπους που φοβούνται τα mRNA εμβόλια και θέλουν ένα πρωτεϊνικό. Προσπαθούμε να έχουμε κάθε θεραπευτικό μέτρο, κάθε καινούργιο σκεύασμα στην Ελλάδα», τόνισε άλλωστε και η Μίνα Γκάγκα.
Σημειώνεται πως στις 21 Φεβρουαρίου, η Ελλάδα παραλαμβάνει 168.000 εμβόλια Novavax. Και μέχρι τα μέσα Μαρτίου εκτιμάται ότι θα έχουν έρθει συνολικά 474.000 δόσεις.
Τι ισχύει αν οι 2 πρώτες δόσεις είναι με mRNA εμβόλιο και η τρίτη με πρωτεϊνικό
Στο μεταξύ, προκύπτει η ερώτηση για το τι ισχύει αν οι πρώτες δύο δόσεις που έχει κάνει κάποιος είναι με mRNA εμβόλιο και επιθυμεί να κάνει την αναμνηστική δόση με ένα εκ των δύο πρωτεϊνικών.
Σε αυτό απάντησε η καθηγήτρια Παιδιατρικής Βάνα Παπαευαγγέλου κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης της Πέμπτης 3 Φεβρουαρίου. «Είναι ένα ερώτημα που πρέπει να τεθεί στην ενημέρωση για τους εμβολιασμούς, τη Δευτέρα. Έχω διαβάσει τη βιβλιογραφία για αναμνηστική δόση με Novavax όπου έχουν γίνει και οι πρώτες δύο με Novavax. Δεν θυμάμαι κάποια μελέτη που να είναι μετά από δύο δόσεις mRNA αλλά σίγουρα θα υπάρχει και μπορούμε να το δούμε. Αλλά δεν βλέπω για ποιο λόγο δεν θα μπορούσε. Πάντως, ακόμα δεν έχει μπει στον αλγόριθμο των δικών μας οδηγιών. Βέβαια, δεν έχει έρθει ακόμα το εμβόλιο και όταν έρθει, θα το συζητήσουμε σίγουρα και όταν ανοίξει η πλατφόρμα, θα το τεκμηριώσουμε», εξήγησε η κ. Παπαευαγγέλου.
Η διαφορά των πρωτεϊνικών από τα mRNA εμβόλια
Πλέον λοιπόν, πέρα από τα mRNA εμβόλια, θα έχουμε στη διάθεσή μας και τα πρωτεϊνικά, με τις δύο κατηγορίες εμβολίων να έχουν και μια διαφορά.
Τα εμβόλια τεχνολογίας mRNA στοχεύουν στο να δώσουν εντολή στα κύτταρά μας να φτιάξουν εκείνα τον μηχανισμό προστασίας του οργανισμού, λειτουργώντας με τον εξής τρόπο: μόλις δεχθούν εντολή, τα κύτταρα παράγουν την S- πρωτεΐνη του ιού, που αποτελεί το αντιγόνο εναντίον του οποίου στη συνέχεια τα Β-κύτταρα του οργανισμού φτιάχνουν αντισώματα και ενεργοποιούν τα κυτταροτοξικά Τ-κύτταρα.
Τα πρωτεϊνικά εμβόλια είναι τα λεγόμενα «κλασικής λογικής», αλλά, αντί για ολόκληρο τον ιό, χρησιμοποιείται μόνον η πρωτεΐνη εναντίον της οποίας πρέπει να προκληθεί η παραγωγή αντισωμάτων, ενισχυμένη με την προσθήκη ανοσοενισχυτικού, προκειμένου να μπορεί να χορηγηθεί.
Ακόμη ένα «όπλο» έρχεται
Στην ενημέρωση της Πέμπτης, η κ. Γκάγκα ανέφερε ότι αναμένεται στην Ελλάδα ακόμα ένα αντιικό χάπι, ωστόσο απέφυγε να κατονομάσει την παρασκευάστρια εταιρεία.
Πιθανότατα πρόκειται για το χάπι Paxlovid της Pfizer, της μόνης άλλης εταιρείας που παράγει χάπι για τον κοροναϊό εκτός από την MSD (Μerck), της οποίας η θεραπεία χρησιμοποιείται ήδη στην Ελλάδα.
Το χάπι της Pfizer, το οποίο εγκρίθηκε την περασμένη εβδομάδα από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, μειώνει κατά 90% τον κίνδυνο νοσηλείας και θανάτου σε ασθενείς υψηλού ρίσκου.