ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Στις φυλακές Κορυδαλλού η μητέρα της 12χρονης - «Φοβάμαι για τη ζωή μου», είπε στη δικηγόρο της
«Μου φώναζαν άλλες κρατούμενες στη ΓΑΔΑ, θα περάσεις καλά στη φυλακή», είπε η δικηγόρος της
Στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού
βρίσκεται από σήμερα η μητέρα της 12χρονης που έπεσε θύμα συστηματικών βιασμών και σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
Τον δρόμο της πλήρους άρνησης των κατηγοριών ακολούθησε στην απολογία της η 37χρονη, η οποία, δεν έπεισε με τους ισχυρισμούς της εισαγγελέα και ανακρίτρια, με αποτέλεσμα να πάρει το δρόμο για τις φυλακές.
Η 37χρονη κρατείται στον πρώτο όροφο της Β’ πτέρυγας, όπου υπάρχουν τρία κελιά απομόνωσης και το αναρρωτήριο.
Το κελί της βρίσκεται 25 μέτρα από το κελί της Ρούλας Πισπιρίγκου, με την 37χρονη να έχει ειδική μεταχείριση και να προαυλίζεται μόνη της. Όπως μετέφερε στη δικηγόρο της η 37χρονη, «μου φώναζαν άλλες κρατούμενες στη ΓΑΔΑ, θα περάσεις καλά στη φυλακή. Φοβάμαι πολύ για τη ζωή μου».
Όπως μετέφερε η δικηγόρος της, η 37χρονη είναι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κατηγορούμενη ενώπιον της ανακρίτριας, υποστήριξε πως αγαπάει και προστατεύει τα παιδιά της και πως θα αυτοκτονήσει χωρίς αυτά ενώ ήταν κατηγορηματική πως η 12χρονη κόρη της δεν ήταν ανεξέλεγκτη. Απαντώντας στις ερωτήσεις της ανακρίτριας ανέφερε μάλιστα πως το παιδί της πηγαίνει κανονικά στο σχολείο και το κατηχητικό.
«Εγώ είχα πάντα επικοινωνία με το παιδί όσο ήταν στο μαγαζί του. Δεν το είχα ανεξέλεγκτο το παιδί… Δεν υπάρχει περίπτωση να το ήξερα εγώ αυτό και να μην του είχα βγάλει τα μάτια. Του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη», ανέφερε, σύμφωνα με πληροφορίες, η κατηγορούμενη για τον Ηλία Μίχο, προσθέτοντας πως το μαγαζί του ήταν σε κεντρικό σημείο της γειτονιάς ενώ ο συγκατηγορούμενος της, ήταν άνθρωπος της εκκλησίας, είχε πολλούς γνωστούς στην γειτονιά, ηθοποιούς, πολιτικούς και του είχε εμπιστοσύνη.
«Όταν καμιά φορά πήγαινε το παιδί με σορτσάκι ή κολάν στο μαγαζί, μου το έστελνε στο σπίτι για να αλλάξει για να μην το βλέπει έτσι ο κόσμος. Μου έριχνε στάχτη στα μάτια. Επίσης του είχα εμπιστοσύνη γιατί έβλεπα αστυνομικούς εν ενεργεία και μη να συχνάζουν στο μαγαζί του.…» περιέγραψε η κατηγορούμενη, προσθέτοντας δεν φταίει σε τίποτα και πως αυτοκτονήσει χωρίς τα παιδιά της. «Όλες αυτές τις ημέρες μιλάω κάθε ημέρα με τα παιδιά μου και τα παιδιά μου κλαίνε και με ζητάνε. Δε φταίω σε τίποτα, θα αυτοκτονήσω χωρίς τα παιδιά μου. Κοιμόμουν αγκαλιά με τα παιδιά μου. Όλα τα παιδιά μου τα αγαπάω και με αγαπάνε κι αυτά…Να το ήξερα ότι βιάζουν το παιδί μου και να καθόμουν με σταυρωμένα τα χέρια; Ένα μήνα κρατιέμαι να μην πάω να τον σκοτώσω» ανέφερε κατά πληροφορίες η κατηγορούμενη στην απολογία της.
«Την πρώτη μέρα που το έμαθα πήρα τηλέφωνο τη σύζυγό του Μίχου, ενώ είχα ήδη κάνει καταγγελία, η οποία δε με πίστευε στην αρχή και της έστειλα ένα από τα μηνύματα που είχε ανταλλάξει η κόρη μου με το Μίχο. Κλείσαμε ένα ραντεβού με τη σύζυγό του να μιλήσουμε κι αυτή τότε έβγαλε μόνη της 100 ευρώ και μου τα έδωσε για να με βοηθήσει οικονομικά. Μετά από τέσσερις με πέντε ημέρες την πήρα τηλέφωνο και της ζήτησα 100 ευρώ γιατί τα χρειαζόμουν για τα παιδιά αλλά αυτή δεν ήξερε ότι είχα κάνει καταγγελία. Μου είπε ότι σε ό,τι χρειαζόμουν θα ήταν δίπλα μου σε ψυχολόγους και ότι άλλο κι αν θέλω να την ζητήσω άλλα χρήματα για να με βοηθήσει να μην διστάσω. Μου είπε να πάμε σ’ ένα δικηγόρο να υπογράψουμε ένα χαρτί ότι δεν θα το καταγγείλω και εκείνη θα με βοηθούσε οικονομικά με το παιδί, για παράδειγμα για ψυχολόγο και για να μην καταστραφούν οικογένειές μας…», είπε σύμφωνα με πληροφορίες, η κατηγορούμενη στην απολογία της.
Τον δρόμο της πλήρους άρνησης των κατηγοριών ακολούθησε στην απολογία της η 37χρονη, η οποία, δεν έπεισε με τους ισχυρισμούς της εισαγγελέα και ανακρίτρια, με αποτέλεσμα να πάρει το δρόμο για τις φυλακές.
Η 37χρονη κρατείται στον πρώτο όροφο της Β’ πτέρυγας, όπου υπάρχουν τρία κελιά απομόνωσης και το αναρρωτήριο.
Το κελί της βρίσκεται 25 μέτρα από το κελί της Ρούλας Πισπιρίγκου, με την 37χρονη να έχει ειδική μεταχείριση και να προαυλίζεται μόνη της. Όπως μετέφερε στη δικηγόρο της η 37χρονη, «μου φώναζαν άλλες κρατούμενες στη ΓΑΔΑ, θα περάσεις καλά στη φυλακή. Φοβάμαι πολύ για τη ζωή μου».
Όπως μετέφερε η δικηγόρος της, η 37χρονη είναι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
«Εγώ είχα πάντα επικοινωνία με το παιδί όσο ήταν στο μαγαζί του. Δεν το είχα ανεξέλεγκτο το παιδί… Δεν υπάρχει περίπτωση να το ήξερα εγώ αυτό και να μην του είχα βγάλει τα μάτια. Του είχα απόλυτη εμπιστοσύνη», ανέφερε, σύμφωνα με πληροφορίες, η κατηγορούμενη για τον Ηλία Μίχο, προσθέτοντας πως το μαγαζί του ήταν σε κεντρικό σημείο της γειτονιάς ενώ ο συγκατηγορούμενος της, ήταν άνθρωπος της εκκλησίας, είχε πολλούς γνωστούς στην γειτονιά, ηθοποιούς, πολιτικούς και του είχε εμπιστοσύνη.
«Όταν καμιά φορά πήγαινε το παιδί με σορτσάκι ή κολάν στο μαγαζί, μου το έστελνε στο σπίτι για να αλλάξει για να μην το βλέπει έτσι ο κόσμος. Μου έριχνε στάχτη στα μάτια. Επίσης του είχα εμπιστοσύνη γιατί έβλεπα αστυνομικούς εν ενεργεία και μη να συχνάζουν στο μαγαζί του.…» περιέγραψε η κατηγορούμενη, προσθέτοντας δεν φταίει σε τίποτα και πως αυτοκτονήσει χωρίς τα παιδιά της. «Όλες αυτές τις ημέρες μιλάω κάθε ημέρα με τα παιδιά μου και τα παιδιά μου κλαίνε και με ζητάνε. Δε φταίω σε τίποτα, θα αυτοκτονήσω χωρίς τα παιδιά μου. Κοιμόμουν αγκαλιά με τα παιδιά μου. Όλα τα παιδιά μου τα αγαπάω και με αγαπάνε κι αυτά…Να το ήξερα ότι βιάζουν το παιδί μου και να καθόμουν με σταυρωμένα τα χέρια; Ένα μήνα κρατιέμαι να μην πάω να τον σκοτώσω» ανέφερε κατά πληροφορίες η κατηγορούμενη στην απολογία της.
«Οι αστυνομικοί μου είπαν να μην κάνω τίποτα»
Η κατηγορούμενη μάλιστα επικαλέστηκε και το γεγονός ότι οι αστυνομικοί της είπαν να να μην κάνει τίποτα για να μην καταλάβει κανένας ότι είχε κάνει καταγγελία ενώ περιέγραψε και την στιγμή που είδε τον Μίχο. «Τον είδα την ημέρα του Σταυρού που ήταν στην λιτανεία της εικόνας και ήθελα να φωνάξω «είναι βιαστής πιάστε τον». Πίστευε ότι δεν θα του έκανα τίποτα…» τόνισε η κατηγορούμενη, προσθέτοντας πως συναντήθηκε και με την τότε σύζυγο του.«Την πρώτη μέρα που το έμαθα πήρα τηλέφωνο τη σύζυγό του Μίχου, ενώ είχα ήδη κάνει καταγγελία, η οποία δε με πίστευε στην αρχή και της έστειλα ένα από τα μηνύματα που είχε ανταλλάξει η κόρη μου με το Μίχο. Κλείσαμε ένα ραντεβού με τη σύζυγό του να μιλήσουμε κι αυτή τότε έβγαλε μόνη της 100 ευρώ και μου τα έδωσε για να με βοηθήσει οικονομικά. Μετά από τέσσερις με πέντε ημέρες την πήρα τηλέφωνο και της ζήτησα 100 ευρώ γιατί τα χρειαζόμουν για τα παιδιά αλλά αυτή δεν ήξερε ότι είχα κάνει καταγγελία. Μου είπε ότι σε ό,τι χρειαζόμουν θα ήταν δίπλα μου σε ψυχολόγους και ότι άλλο κι αν θέλω να την ζητήσω άλλα χρήματα για να με βοηθήσει να μην διστάσω. Μου είπε να πάμε σ’ ένα δικηγόρο να υπογράψουμε ένα χαρτί ότι δεν θα το καταγγείλω και εκείνη θα με βοηθούσε οικονομικά με το παιδί, για παράδειγμα για ψυχολόγο και για να μην καταστραφούν οικογένειές μας…», είπε σύμφωνα με πληροφορίες, η κατηγορούμενη στην απολογία της.