ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Τρίκαλα: Δις ισόβια σε 45χρονο - Σκότωσε τον θείο του για 160 ευρώ
Ο δολοφόνος του 82χρονου κρίθηκε ένοχος για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και της ληστρικής κλοπής «τελεσθείσας με ιδιαίτερη σκληρότητα»
Σε δις ισόβια καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο (ΜΟΕ) Λάρισας ένας 45χρονος Τρικαλινός
, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και της ληστρικής κλοπής «τελεσθείσας με ιδιαίτερη σκληρότητα», με θύμα τον 82χρονο θείο του.
Ο 45χρονος, «βυθισμένος» από χρόνια στις εξαρτησιογόνες ουσίες, στη 1 τα ξημερώματα της 8ης Ιουνίου 2018 μπήκε στο σπίτι του 82χρονου θείου του και πρώτου εξαδέλφου του πατέρα του, στο χωριό Ζηλευτή Τρικάλων, με σκοπό την κλοπή, όπως ομολόγησε την Πέμπτη απολογούμενος, λέγοντας ότι «ήθελα τα χρήματα για να πάρω ηρωίνη».
Μια κλοπή που εξελίχθηκε σε βίαιη ανθρωποκτονία.
Όντως, στο σακάκι του θύματος ο ανιψιός βρήκε και πήρε 160 ευρώ, μόνο που την ώρα της κλοπής ο 82χρονος που αντιμετώπιζε και προβλήματα βαρηκοΐας έτυχε να ξυπνήσει, προκειμένου, όπως εκτιμάται, να πάει στην τουαλέτα. Ο 45χρονος του επιτέθηκε με σιδερένιο λοστό («σκύλα») και τον τραυμάτισε θανάσιμα χτυπώντας τον αρκετές φορές στο κεφάλι.
«Γιατί τόσο πολύ; Χτυπήσατε ανηλεώς έναν μεγάλο άνθρωπο. Δεν ήταν επιπόλαια χτυπήματα, του πολτοποιήσατε το κεφάλι…», παρατήρησε η πρόεδρος του ΜΟΕ, με τον 45χρονο να σημειώνει στην απολογία του ότι «από τα τόσα χάπια που είχα πάρει, δεν ήξερα τι έκανα...».
Ο 45χρονος μετά το φονικό εξαφάνισε τη «σκύλα» και επέστρεψε στο σπίτι του, όπου προσπάθησε να πλύνει με χλωρίνη τα γεμάτα από αίμα ρούχα του, ενώ ομολόγησε τελικά την πράξη του αρκετές ώρες μετά τη σύλληψή του.
Όπως σημειώνεται και στο κατηγορητήριο, ο 45χρονος, «αφού έθραυσε με τη χρήση διαρρηκτικού εργαλείου και δη με τη χρήση ενός μεταλλικού λοστού (σκύλα)» «τις γρίλιες του παντζουριού του υπνοδωματίου της οικίας του θείου του», «ηλικίας 82 ετών, εισήλθε στο εσωτερικό της οικίας του παθόντος και κατευθύνθηκε προς τη σάλα της οικίας. Όπου στην κρεμάστρα (καλόγηρος) ήταν κρεμασμένο το σακάκι του θείου του, από το οποίο αφαίρεσε το χρηματικό ποσό των 160 ευρώ».
Όμως, «έγινε αντιληπτός από τον θείο του, ο οποίος προσπάθησε να τον εμποδίσει να φύγει από την οικία του με το κλεμμένο χρηματικό ποσό, οπότε του επιτέθηκε και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τόσο κατά την απόφαση της θανάτωσης του θείου του όσο και κατά την εκτέλεση της πράξης του, με πρόθεση τον χτύπησε».
«Επιδεικνύοντας», σημειώνεται σε άλλο σημείο του κατηγορητηρίου, «ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον του» θείου του, καθώς, «του επιτέθηκε και τον χτύπησε με το διαρρηκτικό εργαλείο (σκύλα) επανειλημμένως και με σφοδρότητα στο πλέον ευπαθές και ζωτικό σημείο, δηλαδή στο κεφάλι του, ακόμη και όταν αυτός βρισκόταν ήδη πεσμένος (ακινητοποιημένος) μπρούμυτα στο δάπεδο της οικίας του, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει τη θανάσιμη βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση, προκειμένου να διατηρήσει το κλοπιμαίο χρηματικό ποσό».
Στο πλαίσιο της δίκης, κατέθεσαν αρκετοί μάρτυρες μεταξύ των οποίων η κόρη του θύματος, η γυναίκα που τον φρόντιζε, ο πατέρας του δράστη, συγχωριανοί και αστυνομικός.
«Ο λόγος που πήγα στο σπίτι του θείου μου ήταν καθαρά για τη ληστεία», τόνισε στην απολογία του ο 45χρονος, διευκρινίζοντας ότι «ήθελα τα χρήματα για να πάρω ηρωίνη», δηλώνοντας πως «ήμουν δύο μέρες άυπνος, ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικών χαπιών».
Περιγράφοντας πώς μπήκε στο σπίτι και πώς μέσα στο σκοτάδι πήρε τα χρήματα από το σακάκι, τόνισε ότι «καθώς πήγα να φύγω, κατάλαβα κάποιον πίσω μου και δέχθηκα ένα - δυο χτυπήματα, ίσως από τη μαγκούρα του. Γύρισα και τον χτύπησα με τη "σκύλα", μετά έφυγα και πήγα σπίτι μου. Όταν είδα τα αίματα στα ρούχα μου, άρχισα να τα πλένω…», κατέληξε αποδίδοντας την πράξη του στη χρήση ναρκωτικών χαπιών, «δεν καταλάβαινα», όπως τόνισε χαρακτηριστικά.
«Ουδέν σκοτεινό σημείο υπάρχει σε ό,τι αφορά την υπόθεση», τόνισε στην αγόρευσή του ο Εισαγγελέας της έδρας, τονίζοντας ότι «ο κατηγορούμενος εν πλήρη συνειδήσει αποφάσισε να κλέψει το θύμα και οργάνωσε τον τρόπο», ενώ με το «φονικό εργαλείο κατάφερε να κονιορτοποιήσει το κεφάλι του γέροντα», τον οποίο «συνέχισε να χτυπά ενώ είχε πέσει στο πάτωμα», συνέχισε περιγράφοντας τις ενέργειες του δράστη. Ακόμα, υπογράμμισε ότι «ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις, έχοντας σχεδιάσει αυτές» και απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης, πρότεινε την ενοχή του.
Τελικά το ΜΟΕ τον έκρινε ένοχο, ενώ κατά πλειοψηφία (5-2) δεν του αναγνωρίστηκε ο μειωμένος καταλογισμός. Ομόφωνα του επιβλήθηκε η ισόβια κάθειρξη για την ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Κατά πλειοψηφία (4-3) του επιβλήθηκε η ισόβια κάθειρξη για τη δεύτερη κατηγορία της ληστρικής κλοπής, τελεσθείσας με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου (οι τρεις μειοψηφούντες αντιπρότειναν ποινή κάθειρξης 15 ετών). Τέλος, για τις ποινές της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας τού επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών, που το Δικαστήριο μετέτρεψε σε χρηματική ποινή.
Ο 45χρονος, «βυθισμένος» από χρόνια στις εξαρτησιογόνες ουσίες, στη 1 τα ξημερώματα της 8ης Ιουνίου 2018 μπήκε στο σπίτι του 82χρονου θείου του και πρώτου εξαδέλφου του πατέρα του, στο χωριό Ζηλευτή Τρικάλων, με σκοπό την κλοπή, όπως ομολόγησε την Πέμπτη απολογούμενος, λέγοντας ότι «ήθελα τα χρήματα για να πάρω ηρωίνη».
Μια κλοπή που εξελίχθηκε σε βίαιη ανθρωποκτονία.
Όντως, στο σακάκι του θύματος ο ανιψιός βρήκε και πήρε 160 ευρώ, μόνο που την ώρα της κλοπής ο 82χρονος που αντιμετώπιζε και προβλήματα βαρηκοΐας έτυχε να ξυπνήσει, προκειμένου, όπως εκτιμάται, να πάει στην τουαλέτα. Ο 45χρονος του επιτέθηκε με σιδερένιο λοστό («σκύλα») και τον τραυμάτισε θανάσιμα χτυπώντας τον αρκετές φορές στο κεφάλι.
«Γιατί τόσο πολύ; Χτυπήσατε ανηλεώς έναν μεγάλο άνθρωπο. Δεν ήταν επιπόλαια χτυπήματα, του πολτοποιήσατε το κεφάλι…», παρατήρησε η πρόεδρος του ΜΟΕ, με τον 45χρονο να σημειώνει στην απολογία του ότι «από τα τόσα χάπια που είχα πάρει, δεν ήξερα τι έκανα...».
Ο 45χρονος μετά το φονικό εξαφάνισε τη «σκύλα» και επέστρεψε στο σπίτι του, όπου προσπάθησε να πλύνει με χλωρίνη τα γεμάτα από αίμα ρούχα του, ενώ ομολόγησε τελικά την πράξη του αρκετές ώρες μετά τη σύλληψή του.
Όπως σημειώνεται και στο κατηγορητήριο, ο 45χρονος, «αφού έθραυσε με τη χρήση διαρρηκτικού εργαλείου και δη με τη χρήση ενός μεταλλικού λοστού (σκύλα)» «τις γρίλιες του παντζουριού του υπνοδωματίου της οικίας του θείου του», «ηλικίας 82 ετών, εισήλθε στο εσωτερικό της οικίας του παθόντος και κατευθύνθηκε προς τη σάλα της οικίας. Όπου στην κρεμάστρα (καλόγηρος) ήταν κρεμασμένο το σακάκι του θείου του, από το οποίο αφαίρεσε το χρηματικό ποσό των 160 ευρώ».
Όμως, «έγινε αντιληπτός από τον θείο του, ο οποίος προσπάθησε να τον εμποδίσει να φύγει από την οικία του με το κλεμμένο χρηματικό ποσό, οπότε του επιτέθηκε και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, τόσο κατά την απόφαση της θανάτωσης του θείου του όσο και κατά την εκτέλεση της πράξης του, με πρόθεση τον χτύπησε».
«Επιδεικνύοντας», σημειώνεται σε άλλο σημείο του κατηγορητηρίου, «ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον του» θείου του, καθώς, «του επιτέθηκε και τον χτύπησε με το διαρρηκτικό εργαλείο (σκύλα) επανειλημμένως και με σφοδρότητα στο πλέον ευπαθές και ζωτικό σημείο, δηλαδή στο κεφάλι του, ακόμη και όταν αυτός βρισκόταν ήδη πεσμένος (ακινητοποιημένος) μπρούμυτα στο δάπεδο της οικίας του, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει τη θανάσιμη βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση, προκειμένου να διατηρήσει το κλοπιμαίο χρηματικό ποσό».
Στο πλαίσιο της δίκης, κατέθεσαν αρκετοί μάρτυρες μεταξύ των οποίων η κόρη του θύματος, η γυναίκα που τον φρόντιζε, ο πατέρας του δράστη, συγχωριανοί και αστυνομικός.
«Ο λόγος που πήγα στο σπίτι του θείου μου ήταν καθαρά για τη ληστεία», τόνισε στην απολογία του ο 45χρονος, διευκρινίζοντας ότι «ήθελα τα χρήματα για να πάρω ηρωίνη», δηλώνοντας πως «ήμουν δύο μέρες άυπνος, ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικών χαπιών».
Περιγράφοντας πώς μπήκε στο σπίτι και πώς μέσα στο σκοτάδι πήρε τα χρήματα από το σακάκι, τόνισε ότι «καθώς πήγα να φύγω, κατάλαβα κάποιον πίσω μου και δέχθηκα ένα - δυο χτυπήματα, ίσως από τη μαγκούρα του. Γύρισα και τον χτύπησα με τη "σκύλα", μετά έφυγα και πήγα σπίτι μου. Όταν είδα τα αίματα στα ρούχα μου, άρχισα να τα πλένω…», κατέληξε αποδίδοντας την πράξη του στη χρήση ναρκωτικών χαπιών, «δεν καταλάβαινα», όπως τόνισε χαρακτηριστικά.
«Ουδέν σκοτεινό σημείο υπάρχει σε ό,τι αφορά την υπόθεση», τόνισε στην αγόρευσή του ο Εισαγγελέας της έδρας, τονίζοντας ότι «ο κατηγορούμενος εν πλήρη συνειδήσει αποφάσισε να κλέψει το θύμα και οργάνωσε τον τρόπο», ενώ με το «φονικό εργαλείο κατάφερε να κονιορτοποιήσει το κεφάλι του γέροντα», τον οποίο «συνέχισε να χτυπά ενώ είχε πέσει στο πάτωμα», συνέχισε περιγράφοντας τις ενέργειες του δράστη. Ακόμα, υπογράμμισε ότι «ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις, έχοντας σχεδιάσει αυτές» και απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης, πρότεινε την ενοχή του.
Τελικά το ΜΟΕ τον έκρινε ένοχο, ενώ κατά πλειοψηφία (5-2) δεν του αναγνωρίστηκε ο μειωμένος καταλογισμός. Ομόφωνα του επιβλήθηκε η ισόβια κάθειρξη για την ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Κατά πλειοψηφία (4-3) του επιβλήθηκε η ισόβια κάθειρξη για τη δεύτερη κατηγορία της ληστρικής κλοπής, τελεσθείσας με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου (οι τρεις μειοψηφούντες αντιπρότειναν ποινή κάθειρξης 15 ετών). Τέλος, για τις ποινές της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας τού επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών, που το Δικαστήριο μετέτρεψε σε χρηματική ποινή.