Πριν ακόμα δουν το φως της δημοσιότητας οι καταγγελίες πρώην τροφίμων της Κιβωτού του Κόσμου  περί κακοποίησης από τον πατέρα Αντώνιο και τα πρωτοπαλίκαρά του, έμπαινε λουκέτο σε ένα από τα Σπίτια Φιλοξενίας της Οργάνωσης. Γύρω στα τέλη Αυγούστου και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες έκλεισε το σπίτι της Κιβωτού στην Άνοιξη, όπου κυρίως οδηγούνταν παιδιά με εισαγγελική εντολή. Οι καταγγελίες των περιοίκων για τις συνθήκες ζωής των φιλοξενούμενων εκεί ήταν αντίστοιχες με εκείνες που έγιναν και για τις υπόλοιπες δομές της Οργάνωσης. Οι λεγόμενες συνέπειες ήταν συχνές, ενώ κάτοικοι έκαναν λόγο για εξωφρενικές και παρανοϊκές τιμωρίες των ανηλίκων, που πολλές φορές «τα άφηναν έξω από το σπίτι αργά τη νύχτα».

«Ήταν απαράδεκτη η συμπεριφορά τους απέναντι στα παιδιά. Τα έβριζαν, τους φώναζαν, τα έβαζαν τιμωρία. Πολλές φορές τους είχαμε ρωτήσει γιατί γινόταν αυτό το πράγμα και μας έλεγαν ότι έτσι είναι οι τιμωρίες», κατήγγειλε προ ημερών στο Star μια γυναίκα που διαμένει στην περιοχή.

«Υπήρχε κακομεταχείριση στα παιδιά. Τα έβαζαν τιμωρίες, τα άφηναν έξω. Υπήρχε παιδί το οποίο ήταν μέχρι τις 10 το βράδυ μόνο του έξω από τη δομή και μάλιστα καταγγέλλουν ότι είχαν ειδοποιήσει την Αστυνομία αρκετές φορές, χωρίς όμως να έχει επέμβει», είπε άλλη κάτοικος της Άνοιξης.

Οι κάτοικοι, έχοντας αγανακτήσει με τα όσα συνέβαιναν, είχαν κάνει και σχετικές καταγγελίες στην Αστυνομία. Πριν από 3 μήνες όλα τα παιδιά απομακρύνθηκαν από το συγκεκριμένο σπίτι.

Το 2017 είχε γίνει γνωστό ότι η Κιβωτός του Κόσμου «βρήκε ακόμα ένα ασφαλές λιμάνι στην Άνοιξη του Δήμου Διονύσου». Σύμφωνα με τοπικές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, ο πατήρ Αντώνιος είχε διευκρινίσει πως το πολυτελέστατο σπίτι, επί της οδού Λυκαβηττού, που στη συνέχεια έδωσε στέγη σε παιδιά που είχαν ανάγκη, είχε δωρίσει επιπλωμένο στην Κιβωτό κάτοικος της περιοχής. Μάλιστα, όπως είχε πει ο ίδιος, η δωρεά είχε έρθει στην καλύτερη στιγμή, «μια που έτσι η Κιβωτός μπόρεσε να εκτονώσει τον πληθυσμό των παιδιών -που συνεχώς αυξάνεται- στα άλλα σπίτια της». Εκείνη τη χρονιά μπήκαν στο νέο Σπίτι Φιλοξενίας 17 παιδιά, ηλικίας 5-15 ετών, όλα αγόρια, μια και οι δομές της Κιβωτού δεν είναι μεικτές, που φοιτούν στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο της Άνοιξης. «Τα παιδιά», σύμφωνα με τον ιδρυτή της Κιβωτού, «ήταν όλα Ελληνόπουλα, ανάμεσά τους και Έλληνες Ρομά, ενώ δύο από αυτά είναι από την Ουγκάντα, γεννημένα όμως στην Ελλάδα».

Απορίας άξιο είναι το γεγονός πως ενώ οι κάτοικοι είχαν προχωρήσει σε καταγγελίες στην Αστυνομία, η Κιβωτός του Κόσμου στα υπόλοιπα μέρη της χώρας συνέχιζε να αρμενίζει ανενόχλητη.

Τρομοκρατία και «πλύση εγκεφάλου» στα παιδιά

Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι καταγγελίες οι οποίες δημοσιεύτηκαν σε κυριακάτικη εφημερίδα σχετικά με το ποια ήταν η φιλοσοφία της Κιβωτού απέναντι στα παιδιά. Η εφημερίδα «Μπαμ στο ρεπορτάζ» κατέγραψε την καταγγελία πρώην παιδαγωγού, η οποία τόνισε πως τα παιδιά γινόταν αντικείμενο πλύσης εγκεφάλου, ενώ το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε δεν έδινε το δικαίωμα σε κανέναν να μιλήσει νωρίτερα για τα όσα συνέβαιναν: «Υπάρχει μια μεγάλη τρομοκρατία, ένας τρομερός εκβιασμός και στην πόλη που είμαι δεν μπορεί κάποιος να κρυφτεί. Υπήρξαν άτομα τα οποία είδαν φρικτά πράγματα. Γενικότερα όποιος παιδαγωγός αντιλαμβανόταν κάποιο περιστατικό βίας ή σεξουαλικής παρενόχλησης, εκβιαζόταν προκειμένου να σωπάσει. Ένας φίλος μου εργαζόμενος στη δομή είδε κάτι που τον έκανε να παραιτηθεί άμεσα. Ήταν σοκαρισμένος πάρα πολύ. Όταν τον αντίκρισα, το πρόσωπό του ήταν κατεβασμένο από στενοχώρια», ανέφερε. Η γυναίκα κατήγγειλλε ότι πρώην εργαζόμενος δέχθηκε στυγνό εκβιασμό: «Τον παρακολουθούσαν στενά. Είχε εκφράσει φόβους για την οικογένειά του, τη σωματική του ακεραιότητα και την περιουσία του. Όταν πήγε στην Αθήνα να κάνει την καταγγελία, του έσπασαν το αμάξι, όχι μία, αλλά δύο φορές».

Μεταξύ άλλων τόνισε πως μία άλλη συνάδελφός της θέλησε να κάνει μήνυση, με τη διευθύντρια της δομής να την απειλεί: «Αν τα βάλεις με την Κιβωτό, θα έχεις να κάνεις μαζί μου!». Όσον αφορά τα παιδιά, η καταγγέλλουσα ισχυρίστηκε πως το κλίμα μεταξύ τους ήταν πολύ ιδιαίτερο: «Ήταν πολύ εκπαιδευμένα στο να λένε αυτά που πρέπει και να μη μιλάνε πολύ. Δεν είχαν καμία κριτική σκέψη, υπήρχε άκρα εχεμύθεια. Όταν ένα παιδί έλεγε κάτι και εθεωρείτο ότι “ξέφευγε”, τα άλλα το “διόρθωναν”», περιέγραψε.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΟΝΤΙΜΕ»