ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Δίκη για το Μάτι: Η συγκινητική ιστορία 92χρονου που έχασε τη γυναίκα του στη φονική πυρκαγιά - Πώς κατάφερε να σωθεί
«Αυτοί που μείναμε πίσω, δεν είμαστε αλώβητοι», επισήμανε ο 92χρονος
Κάθε μαρτυρία
για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι και μία συγκλονιστική ιστορία.
Στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας κατάθεσε και ο 92χρονος σήμερα Χρήστος Πολίτης, ο οποίος έχασε τη γυναίκα του στη φονική πυρκαγιά. Ο μάρτυρας με τρομερή δύναμη ψυχής κατάφερε να διασωθεί στα 88 του τότε χρόνια από την πύρινη λαίλαπα.
«Το σπίτι που έχουμε είναι στη Λεωφόρο Μαραθώνος. Εκείνη την ημέρα έχουμε γυρίσει από το μπάνιο κι έχουμε πληροφορηθεί ότι υπάρχει φωτιά στην Κινέτα, δεν είχαμε ανησυχία. Κάποια στιγμή πληροφορηθήκαμε ότι η φωτιά έχει φτάσει στον Νέο Βουτζά και σε δέκα λεπτά και σ' εμάς. Υπάρχει ένας θυμός για την τραγωδία. Δεν ήταν η ακίνητη περιουσία, αλλά και οι άνθρωποι που χάσαμε. Αυτοί που μείναμε πίσω, δεν είμαστε αλώβητοι. Εγώ είχα εγκαύματα τρίτου βαθμού και ταλαιπωρούμαι.
Όταν έφτασε η φωτιά και καιγόμαστε, η γυναίκα μου ήταν στο δίπλα σπίτι και δεν πρόλαβε να βγει. Η φωτιά μας είχε κουλουριάσει. Σκέφτηκα ότι ίσως προλάβω να πάω στους αξιωματικούς και να βρω βοήθεια. Βγήκα στη Λεωφόρο Μαραθώνος και προχώρησα με τη φωτιά να είναι κι από τις δύο πλευρές του δρόμου. Τα 1.200 μέτρα τα έκανα σε τρία τέταρτα, μία ώρα, απόσταση που με το αυτοκίνητο την έκανα πέντε λεπτά. Κάποια στιγμή έφτασα στη θάλασσα.
Δεν ήταν δυνατό να κατέβω από τα σκαλάκια που υπήρχαν, προχώρησα κι άλλο και βρέθηκα στη θάλασσα. Εκεί με τη βοήθεια ενός ανθρώπου που τον ευχαριστώ μπόρεσα να περάσω και να βγω. Με πήρε ένα αμάξι της Πυροσβεστικής, με πήγε στη Ραφήνα και από εκεί στο Σισμανόγλειο», περιέγραψε ο μάρτυρας.
Ο κ. Πολίτης -ωστόσο- εξέφρασε και το μεγάλο του παράπονο προς την ελληνική πολιτεία που ακόμα και σήμερα δεν στέκεται δίπλα στα θύματα.
«Έχω παράπονο ότι θα μπορούσε το κράτος να βοηθήσει και όχι να μου ζητάει 20 χαρτιά για να φτιάξω το σπίτι μου. Ευτυχώς με προστατεύουν τα παιδιά μου», τόνισε ο μάρτυρας.
Νωρίτερα η κόρη του Καλλιόπη Πολίτη περιέγραψε για τα γεγονότα εκείνης της ημέρας: «Η μητέρα μου τηλεφώνησε γύρω στις 18:20. Μέσα στο επόμενο δεκάλεπτο προσπαθούσα να μιλήσω με Πυροσβεστική. Κόπηκε η γραμμή μετά. Στο πρώτο τηλέφωνο, επειδή η μέχρι τώρα εμπειρία μας ήταν πως δεν έμπαινε ποτέ η φωτιά, έμπαινε γρήγορα η Πυροσβεστική, δεν ανησύχησα. Λίγο αργότερα μιλάω με τον μπαμπά και φωνάζει "δεν βρίσκω τη μαμά σου, βοηθήστε μας", τα έπαιξα. Δυστυχώς αυτός στάθηκε τυχερός, η μαμά όχι. Τότε πήρα μια απόφαση να του υποδείξω να φύγει. Η μητέρα μου προσπάθησε να φύγει, να πάρει το αμάξι. Είχε να διανύσει 70-80 μέτρα. Στάθηκε μοιραίο αυτό. Στον μπαμπά είπα να πάει προς τη θάλασσα. Οι γονείς δεν είχαν ακούσει τίποτα, ούτε καν σειρήνα, μέχρι που διαπιστώσανε ότι η φωτιά ήταν στο επάνω τετράγωνο. Αν υπήρχε μία ενημέρωση θα ήταν πολύ κομβικό σε εκείνη τη φάση».
Μάλιστα, στο δικαστήριο εκτυλίχθηκαν συγκινητικές στιγμές όταν ο κατηγορούμενος, τότε στέλεχος της Πυροσβεστικής, ρώτησε τη μάρτυρα εάν ο πατέρας της είναι ακόμα εν ζωή. «Εγώ τον συνέλεξα τον κ. Πολίτη. Με συγχωρείτε για τη διακοπή. Συγκινήθηκα τώρα. Ζει, ε; Τον είχα μαζέψει εγώ, ήταν κρυμμένος. Φοβόταν», είπε ο κατηγορούμενος στη μάρτυρα.
Η Αλεξάνδρα Νιτσοτόλη στις 23 Ιουλίου 2018 έχασε τη μητέρα της, κάτοικο Νέου Βουτζά. Καταθέτοντας στο δικαστήριο περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειές της να βρει τη μητέρα της εκείνη την ημέρα και την απουσία του κρατικού μηχανισμού.
«Δεν υπήρχε κινητοποίηση. Ούτε εναέρια μέσα άκουσα. Κάποια στιγμή μίλησα μαζί της και μου είπε "Κλείσε, κλείσε, να προλάβω να ντυθώ να φύγω". Και αυτή ήταν η τελευταία συνομιλία που είχα με τη μαμά μου. Επιστρέφοντας στο σπίτι, τράκαρε το αυτοκίνητο κάποιος και βλέποντας τη φωτιά να έχει φτάσει στα δέντρα, μπήκα σε ένα άλλο αυτοκίνητο, μάλλον πυροσβεστικό. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ αποπνικτική. Μπήκα στο ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα. Και εκεί η κατάσταση ήταν πανικού. Βγήκα να δω τι γίνεται και οι δύο κολπίσκοι ήταν γεμάτοι από κόσμο. Μετά στο ξενοδοχείο είπαν η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος, πρέπει να εκκενώσουμε. Η λογική η δική μου λέει ότι πρέπει να πάω στη Νέα Μάκρη. Με οτοστόπ πήγα στη Νέα Μάκρη. Ο Γολγοθάς μου ήταν να συνεχίσω να ψάχνω να βρω τη μαμά μου. Τα τηλεφωνήματα ήταν συνεχή... Δεν μπορούσα να βρω πουθενά τη μαμά μου. Μετά με φιλικά πρόσωπα προσπαθήσαμε να γυρίσουμε σπίτι για να βρω τη μαμά μου. Είδα το αυτοκίνητο ολοσχερώς καμένο. Πλησιάζω τρέμοντας… Δεν ήταν στο σπίτι. Φεύγουμε ξανά γιατί υπήρχαν και άλλες εστίες φωτιάς. Στη διάρκεια της νύχτας γυρίσαμε ξανά. Οι συγγενείς μου είχαν πάει σε όλα τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Μετά πήγα στο λιμάνι της Ραφήνας και περίμενα τις βάρκες μήπως βρω τη μητέρα μου. Το χάραμα πήγα στο σπίτι ξανά, όπου είχα πάει άλλες τρεις φορές όλο το βράδυ. Εκεί βρήκα τη μαμά μου», εξιστόρησε η μάρτυρας.
«Ο αδελφός μου ήταν άνθρωπος με κινητικά προβλήματα. Συνταξιούχος, 64 ετών, δεν υπήρχε καμία βοήθεια για διαφυγή του. Η κόρη του έφυγε πιο γρήγορα και κατάφερε να διασωθεί. Η νύφη μου έμεινε πίσω, με αποτέλεσμα και οι δύο να βρουν τραγικό θάνατο. Η νύφη απεβίωσε στο νοσοκομείο 20 ημέρες μετά. Είχε εγκαύματα σε όλο το σώμα της και προδόθηκε από την καρδιά της. Δεν υπήρχε καμία ενημέρωση για να σωθεί ο κόσμος», κατέθεσε ο μάρτυρας Σάββας Παπαϊωάννου, ο οποίος έχασε τον αδελφό και τη νύφη του.
Η δίκη συνεχίζεται στις 13 Δεκεμβρίου.
Στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας κατάθεσε και ο 92χρονος σήμερα Χρήστος Πολίτης, ο οποίος έχασε τη γυναίκα του στη φονική πυρκαγιά. Ο μάρτυρας με τρομερή δύναμη ψυχής κατάφερε να διασωθεί στα 88 του τότε χρόνια από την πύρινη λαίλαπα.
«Το σπίτι που έχουμε είναι στη Λεωφόρο Μαραθώνος. Εκείνη την ημέρα έχουμε γυρίσει από το μπάνιο κι έχουμε πληροφορηθεί ότι υπάρχει φωτιά στην Κινέτα, δεν είχαμε ανησυχία. Κάποια στιγμή πληροφορηθήκαμε ότι η φωτιά έχει φτάσει στον Νέο Βουτζά και σε δέκα λεπτά και σ' εμάς. Υπάρχει ένας θυμός για την τραγωδία. Δεν ήταν η ακίνητη περιουσία, αλλά και οι άνθρωποι που χάσαμε. Αυτοί που μείναμε πίσω, δεν είμαστε αλώβητοι. Εγώ είχα εγκαύματα τρίτου βαθμού και ταλαιπωρούμαι.
Όταν έφτασε η φωτιά και καιγόμαστε, η γυναίκα μου ήταν στο δίπλα σπίτι και δεν πρόλαβε να βγει. Η φωτιά μας είχε κουλουριάσει. Σκέφτηκα ότι ίσως προλάβω να πάω στους αξιωματικούς και να βρω βοήθεια. Βγήκα στη Λεωφόρο Μαραθώνος και προχώρησα με τη φωτιά να είναι κι από τις δύο πλευρές του δρόμου. Τα 1.200 μέτρα τα έκανα σε τρία τέταρτα, μία ώρα, απόσταση που με το αυτοκίνητο την έκανα πέντε λεπτά. Κάποια στιγμή έφτασα στη θάλασσα.
Δεν ήταν δυνατό να κατέβω από τα σκαλάκια που υπήρχαν, προχώρησα κι άλλο και βρέθηκα στη θάλασσα. Εκεί με τη βοήθεια ενός ανθρώπου που τον ευχαριστώ μπόρεσα να περάσω και να βγω. Με πήρε ένα αμάξι της Πυροσβεστικής, με πήγε στη Ραφήνα και από εκεί στο Σισμανόγλειο», περιέγραψε ο μάρτυρας.
Ο κ. Πολίτης -ωστόσο- εξέφρασε και το μεγάλο του παράπονο προς την ελληνική πολιτεία που ακόμα και σήμερα δεν στέκεται δίπλα στα θύματα.
«Έχω παράπονο ότι θα μπορούσε το κράτος να βοηθήσει και όχι να μου ζητάει 20 χαρτιά για να φτιάξω το σπίτι μου. Ευτυχώς με προστατεύουν τα παιδιά μου», τόνισε ο μάρτυρας.
Νωρίτερα η κόρη του Καλλιόπη Πολίτη περιέγραψε για τα γεγονότα εκείνης της ημέρας: «Η μητέρα μου τηλεφώνησε γύρω στις 18:20. Μέσα στο επόμενο δεκάλεπτο προσπαθούσα να μιλήσω με Πυροσβεστική. Κόπηκε η γραμμή μετά. Στο πρώτο τηλέφωνο, επειδή η μέχρι τώρα εμπειρία μας ήταν πως δεν έμπαινε ποτέ η φωτιά, έμπαινε γρήγορα η Πυροσβεστική, δεν ανησύχησα. Λίγο αργότερα μιλάω με τον μπαμπά και φωνάζει "δεν βρίσκω τη μαμά σου, βοηθήστε μας", τα έπαιξα. Δυστυχώς αυτός στάθηκε τυχερός, η μαμά όχι. Τότε πήρα μια απόφαση να του υποδείξω να φύγει. Η μητέρα μου προσπάθησε να φύγει, να πάρει το αμάξι. Είχε να διανύσει 70-80 μέτρα. Στάθηκε μοιραίο αυτό. Στον μπαμπά είπα να πάει προς τη θάλασσα. Οι γονείς δεν είχαν ακούσει τίποτα, ούτε καν σειρήνα, μέχρι που διαπιστώσανε ότι η φωτιά ήταν στο επάνω τετράγωνο. Αν υπήρχε μία ενημέρωση θα ήταν πολύ κομβικό σε εκείνη τη φάση».
Μάλιστα, στο δικαστήριο εκτυλίχθηκαν συγκινητικές στιγμές όταν ο κατηγορούμενος, τότε στέλεχος της Πυροσβεστικής, ρώτησε τη μάρτυρα εάν ο πατέρας της είναι ακόμα εν ζωή. «Εγώ τον συνέλεξα τον κ. Πολίτη. Με συγχωρείτε για τη διακοπή. Συγκινήθηκα τώρα. Ζει, ε; Τον είχα μαζέψει εγώ, ήταν κρυμμένος. Φοβόταν», είπε ο κατηγορούμενος στη μάρτυρα.
Η Αλεξάνδρα Νιτσοτόλη στις 23 Ιουλίου 2018 έχασε τη μητέρα της, κάτοικο Νέου Βουτζά. Καταθέτοντας στο δικαστήριο περιέγραψε τις αγωνιώδεις προσπάθειές της να βρει τη μητέρα της εκείνη την ημέρα και την απουσία του κρατικού μηχανισμού.
«Δεν υπήρχε κινητοποίηση. Ούτε εναέρια μέσα άκουσα. Κάποια στιγμή μίλησα μαζί της και μου είπε "Κλείσε, κλείσε, να προλάβω να ντυθώ να φύγω". Και αυτή ήταν η τελευταία συνομιλία που είχα με τη μαμά μου. Επιστρέφοντας στο σπίτι, τράκαρε το αυτοκίνητο κάποιος και βλέποντας τη φωτιά να έχει φτάσει στα δέντρα, μπήκα σε ένα άλλο αυτοκίνητο, μάλλον πυροσβεστικό. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ αποπνικτική. Μπήκα στο ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα. Και εκεί η κατάσταση ήταν πανικού. Βγήκα να δω τι γίνεται και οι δύο κολπίσκοι ήταν γεμάτοι από κόσμο. Μετά στο ξενοδοχείο είπαν η φωτιά πέρασε τη Μαραθώνος, πρέπει να εκκενώσουμε. Η λογική η δική μου λέει ότι πρέπει να πάω στη Νέα Μάκρη. Με οτοστόπ πήγα στη Νέα Μάκρη. Ο Γολγοθάς μου ήταν να συνεχίσω να ψάχνω να βρω τη μαμά μου. Τα τηλεφωνήματα ήταν συνεχή... Δεν μπορούσα να βρω πουθενά τη μαμά μου. Μετά με φιλικά πρόσωπα προσπαθήσαμε να γυρίσουμε σπίτι για να βρω τη μαμά μου. Είδα το αυτοκίνητο ολοσχερώς καμένο. Πλησιάζω τρέμοντας… Δεν ήταν στο σπίτι. Φεύγουμε ξανά γιατί υπήρχαν και άλλες εστίες φωτιάς. Στη διάρκεια της νύχτας γυρίσαμε ξανά. Οι συγγενείς μου είχαν πάει σε όλα τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Μετά πήγα στο λιμάνι της Ραφήνας και περίμενα τις βάρκες μήπως βρω τη μητέρα μου. Το χάραμα πήγα στο σπίτι ξανά, όπου είχα πάει άλλες τρεις φορές όλο το βράδυ. Εκεί βρήκα τη μαμά μου», εξιστόρησε η μάρτυρας.
«Ο σύζυγός μου πνίγηκε στη θάλασσα»
«Ο σύζυγος είχε πάει στο Μάτι να ξεκουραστεί. Κατά τις 6 το απόγευμα εκείνης της ημέρας μιλήσαμε στο τηλέφωνο, μου είπε ότι είναι καλά και ότι έχει ανάψει φωτιά στην Πεντέλη. Εγώ του είπα να έρθει πίσω και μου είπε να μην ανησυχώ, καθώς είναι μακριά η φωτιά. Επτά η ώρα με πήρε ένας φίλος του τηλέφωνο και μου λέει πού είναι ο Μάκης; Λέω στο Μάτι. Μου λέει ξέρεις τι γίνεται; Τον παίρναμε τηλέφωνο, δεν μπορούσαμε να τον βρούμε. Τη δεύτερη ημέρα επίσης και την τρίτη. Πήγαμε στα νοσοκομεία. Μετά είπαμε να πάει να δώσει ο αδελφός του dna για να τελειώνει μαρτύριό μας. Τον βρήκαμε, είχε πνιγεί. Έτρεξε στη θάλασσα να σωθεί. Αυτό ήτανε», κατέθεσε η μάρτυρας Βασιλική Νικοπούλου.«Ο αδελφός μου ήταν άνθρωπος με κινητικά προβλήματα. Συνταξιούχος, 64 ετών, δεν υπήρχε καμία βοήθεια για διαφυγή του. Η κόρη του έφυγε πιο γρήγορα και κατάφερε να διασωθεί. Η νύφη μου έμεινε πίσω, με αποτέλεσμα και οι δύο να βρουν τραγικό θάνατο. Η νύφη απεβίωσε στο νοσοκομείο 20 ημέρες μετά. Είχε εγκαύματα σε όλο το σώμα της και προδόθηκε από την καρδιά της. Δεν υπήρχε καμία ενημέρωση για να σωθεί ο κόσμος», κατέθεσε ο μάρτυρας Σάββας Παπαϊωάννου, ο οποίος έχασε τον αδελφό και τη νύφη του.
Η δίκη συνεχίζεται στις 13 Δεκεμβρίου.