Ήταν 23 Ιουλίου 2018 όταν η Αττική έζησε µια από τις χειρότερες καταστροφές της. Ηταν η ηµέρα που η χώρα θα θρηνούσε 103 νεκρούς, µεταξύ των οποίων και παιδιά, από τη φωτιά. Ηταν η ηµέρα που το Μάτι θα καιγόταν ολοσχερώς . Μέσα σε λίγες ώρες άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί και αµέτρητες περιουσίες έγιναν στάχτη, λόγω της έλλειψης οργανωµένου σχεδίου για την αντιµετώπιση της πυρκαγιάς από τον κρατικό µηχανισµό.

Οι µνήµες του πύρινου ολέθρου αναβιώνουν στο Εφετείο Αθηνών, καθώς εκεί διεξάγεται η δίκη των 21 κατηγορουµένων, οι οποίοι ήταν οι υπεύθυνοι των τότε κρατικών υπηρεσιών, για ευθύνες που τους καταλογίζονται σχετικά µε τα όσα έπραξαν κατά τη διάρκεια της µεγάλης καταστροφής. Και ενώ ήδη πλέον επιδικάζονται οι πρώτες αποζηµιώσεις σε συγγενείς θυµάτων από το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, οι µαρτυρίες των ανθρώπων που βρέθηκαν στην περιοχή σοκάρουν.

Τέσσερις από αυτούς µίλησαν στα «Π» και περιέγραψαν τα τραγικά γεγονότα, εκφράζοντας την ίδια στιγµή την επιθυµία τους να αποδοθεί δικαιοσύνη. Ο Στέργιος Κουκούτσης κατέθεσε ως µάρτυρας στη δίκη (15/12) όσα έζησε εκείνες τις τραγικές στιγµές. Ο ίδιος περιέγραψε τα εξής: «Το πρωί της επόµενης ηµέρας επισκέφθηκα την περιοχή του Ματιού και µε αυτό που αντίκρισα άρχισα να δακρύζω και έλεγα ότι έχω πάθει αχρωµατοψία, όπου κι αν κοίταζα ήταν γκρι. Είχαν καεί τα πάντα. Μόλις πλησίασα δύο τετράγωνα µακριά από το κατεστραµµένο σπίτι µου, είπα ότι “εδώ δεν υπήρξε φωτιά, εδώ υπήρξε πόλεµος”». Στη συνέχεια, ο κ. Κουκούτσης σηµείωσε ότι το θερµικό φορτίο της φωτιάς ήταν τεράστιο, λέγοντας πως αυτό «ξεπέρασε τους 900 βαθµούς Κελσίου» και ότι «εξαΰλωσε στην κυριολεξία ανθρώπους».

«Ζητώ δικαιοσύνη»

Η Αγγελική Κωνσταντάκη είναι µόνιµος κάτοικος στο Μάτι και εκείνη την ηµέρα έχασε τη µητέρα της από τη φωτιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι µέχρι σήµερα δεν γνωρίζει ποιος είναι ο τάφος της. Επισηµαίνεται ότι στην προσπάθειά της να σωθεί υπέστη και η ίδια σοβαρότατα εγκαύµατα. «Ζητάω και απαιτώ δικαιοσύνη γι' αυτούς που “φύγανε”. Οταν ξέσπασε η φωτιά, δεν υπήρξε καµία ενηµέρωση και καµιά κινητοποίηση από τους αρµόδιους», ανέφερε. Στη συνέχεια κατήγγειλε ότι δεν υπήρξε κανένας καθαρισµός των ξερόχορτων από τον δήµο ή την περιφέρεια πριν από τη φωτιά, πράγµα το οποίο βοήθησε στο να αναπτυχθεί το µεγάλο θερµικό φορτίο. Η κ. Κωνσταντάκη αναφέρθηκε επίσης και στο 112, λέγοντας ότι αυτό υπήρχε εκείνη την περίοδο, αλλά δεν είχε τεθεί σε λειτουργία. «Επρεπε να γίνει το Μάτι για να λειτουργήσει», είπε µε απογοήτευση.

Η Κατερίνα Μαλά σώθηκε από τη φωτιά, καθώς πρόλαβε να φύγει, διότι είχε δει το δελτίο της ΕΜΥ και γνώριζε ότι εκείνη την ηµέρα θα επικρατούσαν στην περιοχή ισχυρότατοι άνεµοι. «Στις 17.20 πρόσεξα τον καπνό και γνώριζα ότι θα υπάρξουν ισχυροί δυτικοί άνεµοι. Ηξερα ότι θα καούµε και έκανα αυτό που έπρεπε. Εφυγα από το σπίτι µαζί µε την οικογένειά µου. Οταν η φωτιά είχε φτάσει ήδη στην παραλία, βλέπαµε αυτοκίνητα να έρχονται από τη Νέα Μάκρη και έµπαιναν µέσα στο Μάτι. Αµέσως µπήκαµε µπροστά τους και τους γυρίσαµε προς τα πίσω για να σωθούν. Ούτε ένα γρανάζι της κρατικής µηχανής δεν ήταν έτοιµο για να αντιµετωπίσει την κατάσταση», ανέφερε. Τέλος, σηµείωσε ότι στη δίκη ευελπιστεί να ακουστεί η αλήθεια και να µην υπάρξει παιχνίδι διάχυσης ευθυνών.

Ο Γιάννης Οικονοµίδης κατά τη διάρκεια της µεγάλης φωτιάς έχασε το σπίτι του και µε δυσκολία κατάφερε να σώσει τον εαυτό του. Ο ίδιος απηύθυνε έκκληση να αναβαθµιστούν οι κατηγορίες που βαραίνουν τους κατηγορουµένους και από πληµµελήµατα να µετατραπούν σε κακουργήµατα. «Αυτή η δίκη είναι µια παρωδία, διότι αυτό που συνέβη στο Μάτι ήταν το κακούργηµα της θανατηφόρου έκθεσης σε κίνδυνο και δεν ήταν το πληµµέληµα της ανθρωποκτονίας εξ αµελείας. Τέσσερα χρόνια οι κατηγορίες ήταν σαν ένα µπαλάκι του πινγκ-πονγκ µεταξύ ανακριτή και εισαγγελέων, µε αποτέλεσµα το “αόρατο χέρι” που θέλει να ρίξει τους κατηγορούµενους στα µαλακά να δρα ανενόχλητο», ανέφερε χαρακτηριστικά. Και συνέχισε: «Για µας πλέον η δίκη βρίσκεται σε µια τροχιά µε προκαθορισµένο αποτέλεσµα, το οποίο φαίνεται να είναι η ουσιαστική ατιµωρησία των κατηγορουµένων». Καταλήγοντας, ο κ. Οικονοµίδης τόνισε ότι το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα και την ευθύνη να σταθεί στο ύψος του.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 17/12