ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Δίκη για το Μάτι: Έχασε τον άντρα της λίγο μετά τον γάμο τους - «Προσπάθησα να του φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο τον αγαπούσα»
«Κοίταξα τα χέρια μου, είχε αρχίσει να βγαίνει το δέρμα μου, ήταν σαν ταινία τρόμου», είπε η Ιρλανδή Zoe Maria Holohan, που είχε έρθει με τον σύζυγό της για τον μήνα του μέλιτος στην Ελλάδα
Μία ακόμα συγκλονιστική μαρτυρία
στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι έδωσε σήμερα η Ιρλανδή Zoe Maria Holohan που έχασε τον σύζυγο της, κατά τη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι.
Η μάρτυρας ήρθε στην Ελλάδα για τον μήνα του μέλιτος.
Όταν ξέσπασε η φωτιά, ήταν μαζί με το σύζυγο της στη βίλα που διέμεναν.
«Μετά από μία ώρα, ξύπνησα, ο Μπράιν δεν ήταν στο κρεβάτι, τον άκουσα να φωνάζει το όνομα μου, επειδή τα σκαλιά στη βίλα ήταν απότομα, κατέβηκα αργά και προσεκτικά.
Ο Μπράιν καθόταν στη μπαλκονόπορτα και είχε ήδη πιάσει φωτιά ο κήπος. Ήταν σε σοκ. Ήταν πραγματική φωτιά. Ήταν πολύ μεγάλη. Αμέσως έκλεισε τις πόρτες κι μου είπε να κλείσουμε και πίσω πόρτα. Έτρεξα και είδα ότι ο πίσω κήπος είχε πιάσει επίσης φωτιά. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε για τη ζωή μας. Φόρεσα μία λευκή ρόμπα, πήρα διαβατήρια, πορτοφόλια και τις βέρες μας. Μέσα στη βίλα υπήρχε ένα αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει. Πηδήξαμε μέσα στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να ανοίξουμε τη γκαραζόπορτα. Δεν άνοιξε. Τότε καταλάβαμε ότι είχε κοπεί ρεύμα. Θυμήθηκε ο Μπράιν ότι μας είχε πει η ιδιοκτήτρια βίλας πως υπήρχε ένα κλειδί, για να ανοίξει η γκαραζόπορτα, αλλά δε δούλευε. Ξοδέψαμε χρήσιμα λεπτά εκεί.
Είδαμε ότι η φωτιά μας είχε περικυκλώσει. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε. Με βοήθησε ο Μπράιν να πηδήξω τα κάγκελα, όταν τα πήδηξα, τραυματίστηκα στο γόνατο μου, πονούσα αλλά δε σκεφτόμουν το γόνατο. Πήδηξε και ο Μπράιν αλλά καταλάβαμε ότι είχε πιάσει μεγάλη φωτιά. Τον έβαλα να μου υποσχεθεί ότι θα είμαστε καλά, μου το υποσχέθηκε (κλαίει) αλλά δεν μπόρεσε να τηρήσει την υπόσχεση του», είπε η μάρτυρας, ξεσπώντας σε κλάματα.
Μόλις κατάφεραν να βγουν στο δρόμο και μη γνωρίζοντας που να πάνε, οι νεόνυμφοι από την Ιρλανδία άρχισαν να τρέχουν.
«Υπήρχε καπνός παντού, αλλά είχε σκοτεινιάσει ο τόπος. Ήταν πολύ δύσκολο να αναπνεύσουμε. Τα μάτια μας έκαιγαν. Δεν βλέπαμε σωστά και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Τρέξαμε και πήγαμε δεξιά. Πιστεύαμε πως η θάλασσα ήταν προς τα εκεί. Προσπαθούμε να τρέξουμε ευθεία και δεξιά. Συναντήσαμε κάποιες γυναίκες και φαινόντουσαν σαν να ερχόντουσαν από τη θάλασσα. Εμφανίστηκαν από το πουθενά μέσα στο καπνούς. Μας είπαν να μην πάμε εκεί. Κατάλαβα πως είχε πιάσει φωτιά το φόρεμα και τα πόδια μου, δεν μπορώ να σας περιγράψω.
Ο Μπράιν έσβησε τη φωτιά με τα χέρια του, αλλά έπρεπε να συνεχίσουμε να τρέχουμε, ίσως πήγαμε πίσω από την κατεύθυνση που είχαμε έρθει, δε ξέρω. Ήταν σαν ένας τυφώνας από φωτιά. Είχανε πιάσει φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα μου. Φτάσαμε στο δρόμο και είδαμε κάτι πολυ μικρά παιδιά. Τέσσερα-πέντε. Δεν υπήρχε ενήλικος. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και αρχίσαμε να τρέχουμε. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα αυτοκίντοο. Το σταματήσαμε, βάλαμε τα παιδιά μέσα. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Ζήτησα από τον οδηγό να μας βάλει στο πορτ μπαγκάζ. Άρχισε το αυτοκίνητο να τρέχει και αισθαβόμαστε ότι πήγαινε σε ανηφόρα. Οι φλόγες μας ερχόταν συνεχώς κατά πάνω μας, μας έφτυναν. Το χέρι μου κόλλησε στο καπό.
Όλο το σώμα μου είχε πιάσει φωτιά. Φωτιά έπιασαν και τα ρούχα του Μπράιν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά τράκαρε σε ένα δέντρο. Το δέντρο έπεσε πάνω σε εμάς, ο Μπράιν άρχισε να φωνάζει και δεν μπορούσα να τον κρατήσω από το χέρι. Έπεσε από το αυτοκίνητο μέσα στη φωτιά. Η τελευταία του λέξη ήταν «γιατί». Προσπάθησα να του φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος. Ήξερα ότι είχε πεθάνει, εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά και τον άκουσα να φωνάζει. Καθόμουν στο πορτ μπαγκαζ και αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τον πόνο. Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει και καθόμουν και περίμεναν τον θάνατο μου. Ήταν σαν φαντάσματα να βγαίνουν από καπνούς. Ένας πυροσβέστης, ήρθε και με έπιασε, με αγκάλιασε και με έβγαλε από το αυτοκίνητο. Νομίζω ότι ήρθε γιατί με άκουσε να φωνάζω το όνομα Μπράιν. Με άρπαξε, με αγκάλιασε, με έβγαλε και με πέρασε μέσα από φωτιά. Με πήγε μέσα σε ένα φορτηγό που φαινόταν της πυροσβεστικής. Του ζήτησα να γυρίσει να πάρει τον Μπράιν αλλά πιστεύω δε με κατάλαβε.
Άρχισε να τρέχει ο οδηγός με μεγάλη ταχύτητα και μου μιλούσε για να με ηρεμήσει. Κοίταξα τα χέρια μου, είχε αρχίσει να βγαίνει το δέρμα μου, ήταν σαν ταινία τρόμου, από το ένα μάτι δεν έβλεπα. Τα μαλλιά μου, είχαν κολλήσει στο σώμα μου» περιέγραψε συγκλονισμένη και φορτισμένη η μάρτυρας στην κατάθεση της.
Η μάρτυρας μεταφέρθηκε σε άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο. «Το μισό πρόσωπο είχε μαυρίσει και λιώσει. Το μάτι μου ήταν κλειστό. Τώρα μπορώ να δω. Ήμουν στο κρεβάτι και πόναγα. Πρέπει να ήταν νύχτα. Ζήτησα μία νοσοκόμο, κάτι για τον πόνο, δε μου έδωσε σημασία, της ξανά ζήτησα και μου είπε δεν μπορώ μέχρι να έρθει γιατρός. Καθόμουν και περίμενα να πεθάνω. Αισθανόμουν ότι όλο το σώμα μου τρώγονταν. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα θάνατο. Ήρθε μία γυναίκα από την Ιρλανδική πρεσβεία. Την αναγνώρισα. Αποδείχθηκε ότι ήμασταν μαζί στο κολέγιο και σπουδάσαμε αρχαία ελληνικά. Για αυτό ήρθαμε εδώ. Ήταν το όνειρο μου. Ο Μπράιν μου είχε πει ότι θα είχε πολύ ζέστη. Ήταν σαν να είχα ένα άγγελο δίπλα μου. Της είπα τα πάντα. Είδα το σύζυγο μου να πεθαίνει. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Την παρακάλεσα να βρει τον Μπράιν. Πήγε και βρήκε ένα γιατρό. Είχε γεμίσει νοσοκομείο με κόσμο. Κατάλαβα ότι οι γιατροί προσπαθούσαν να τους βοηθήσουν. Με είχαν ξεχάσει γιατί ήμουν πίσω από κουρτίνα» περιέγραψε η μάρτυρας.
Στη συνέχεια με την παρέμβαση της της Πρεσβείας της νοσηλεύτηκε σε ιδιωτική κλινική, για περίπου ένα μήνα, όπου υποβλήθηκε και σε πολλά χειρουργεία.
«Το προσωπικό σε αυτό το νοσοκομείο, ήταν οι καλύτεροι και πιο ευγενείς άνθρωποι. Μου έδωσαν την καλύτερη περίθαλψη και γνώριζαν για το σύζυγο μου και πως ήμασταν στο γαμήλιο ταξίδι, έκανα πολλά χειρουργεία, έσωσαν το μάτι μου», τόνισε η μάρτυρας.
Σε αυτό το νοσοκομείο έμαθε πως βρέθηκε η σωρός του συντρόφου της αλλά και για το θάνατο του πατέρα της πίσω στην πατρίδα της που ήταν για εκείνη ένα σημαντικό ακόμα πλήγμα. «Μέχρι τότε πίστευα πως ίσως είχε διασωθεί ο Μπράιν και βρισκόταν σε άλλο νοσοκομείο. Ο αδελφός μου, μου είπε πως πέθανε μέσα στη φωτιά. Ήμουν στο νοσοκομείο για ένα μήνα. Κάθε 2-3 ημέρες έκανα χειρουργεία. Τα πόδια μου είχαν καεί σε μεγάλο βαθμό. Πίστευα πως δε περπατήσω ξανά. Στο μητέρα όλα τα χειρουργεία ήταν για σωθώ. Έχω κάνει 30 με 33 χειρουργεία» τόνισε η μάρτυρας, μεταξύ άλλων.
Μέχρι και σήμερα, η μάρτυρας δεν μπορεί να εργαστεί στην προηγούμενη εργασία της, ενώ αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα υγείας και σωματικά και ψυχικά.
Η μάρτυρας ήρθε στην Ελλάδα για τον μήνα του μέλιτος.
Όταν ξέσπασε η φωτιά, ήταν μαζί με το σύζυγο της στη βίλα που διέμεναν.
«Μετά από μία ώρα, ξύπνησα, ο Μπράιν δεν ήταν στο κρεβάτι, τον άκουσα να φωνάζει το όνομα μου, επειδή τα σκαλιά στη βίλα ήταν απότομα, κατέβηκα αργά και προσεκτικά.
Ο Μπράιν καθόταν στη μπαλκονόπορτα και είχε ήδη πιάσει φωτιά ο κήπος. Ήταν σε σοκ. Ήταν πραγματική φωτιά. Ήταν πολύ μεγάλη. Αμέσως έκλεισε τις πόρτες κι μου είπε να κλείσουμε και πίσω πόρτα. Έτρεξα και είδα ότι ο πίσω κήπος είχε πιάσει επίσης φωτιά. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε για τη ζωή μας. Φόρεσα μία λευκή ρόμπα, πήρα διαβατήρια, πορτοφόλια και τις βέρες μας. Μέσα στη βίλα υπήρχε ένα αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει. Πηδήξαμε μέσα στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να ανοίξουμε τη γκαραζόπορτα. Δεν άνοιξε. Τότε καταλάβαμε ότι είχε κοπεί ρεύμα. Θυμήθηκε ο Μπράιν ότι μας είχε πει η ιδιοκτήτρια βίλας πως υπήρχε ένα κλειδί, για να ανοίξει η γκαραζόπορτα, αλλά δε δούλευε. Ξοδέψαμε χρήσιμα λεπτά εκεί.
Είδαμε ότι η φωτιά μας είχε περικυκλώσει. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε. Με βοήθησε ο Μπράιν να πηδήξω τα κάγκελα, όταν τα πήδηξα, τραυματίστηκα στο γόνατο μου, πονούσα αλλά δε σκεφτόμουν το γόνατο. Πήδηξε και ο Μπράιν αλλά καταλάβαμε ότι είχε πιάσει μεγάλη φωτιά. Τον έβαλα να μου υποσχεθεί ότι θα είμαστε καλά, μου το υποσχέθηκε (κλαίει) αλλά δεν μπόρεσε να τηρήσει την υπόσχεση του», είπε η μάρτυρας, ξεσπώντας σε κλάματα.
Μόλις κατάφεραν να βγουν στο δρόμο και μη γνωρίζοντας που να πάνε, οι νεόνυμφοι από την Ιρλανδία άρχισαν να τρέχουν.
«Υπήρχε καπνός παντού, αλλά είχε σκοτεινιάσει ο τόπος. Ήταν πολύ δύσκολο να αναπνεύσουμε. Τα μάτια μας έκαιγαν. Δεν βλέπαμε σωστά και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Τρέξαμε και πήγαμε δεξιά. Πιστεύαμε πως η θάλασσα ήταν προς τα εκεί. Προσπαθούμε να τρέξουμε ευθεία και δεξιά. Συναντήσαμε κάποιες γυναίκες και φαινόντουσαν σαν να ερχόντουσαν από τη θάλασσα. Εμφανίστηκαν από το πουθενά μέσα στο καπνούς. Μας είπαν να μην πάμε εκεί. Κατάλαβα πως είχε πιάσει φωτιά το φόρεμα και τα πόδια μου, δεν μπορώ να σας περιγράψω.
Ο Μπράιν έσβησε τη φωτιά με τα χέρια του, αλλά έπρεπε να συνεχίσουμε να τρέχουμε, ίσως πήγαμε πίσω από την κατεύθυνση που είχαμε έρθει, δε ξέρω. Ήταν σαν ένας τυφώνας από φωτιά. Είχανε πιάσει φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα μου. Φτάσαμε στο δρόμο και είδαμε κάτι πολυ μικρά παιδιά. Τέσσερα-πέντε. Δεν υπήρχε ενήλικος. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και αρχίσαμε να τρέχουμε. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα αυτοκίντοο. Το σταματήσαμε, βάλαμε τα παιδιά μέσα. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Ζήτησα από τον οδηγό να μας βάλει στο πορτ μπαγκάζ. Άρχισε το αυτοκίνητο να τρέχει και αισθαβόμαστε ότι πήγαινε σε ανηφόρα. Οι φλόγες μας ερχόταν συνεχώς κατά πάνω μας, μας έφτυναν. Το χέρι μου κόλλησε στο καπό.
Όλο το σώμα μου είχε πιάσει φωτιά. Φωτιά έπιασαν και τα ρούχα του Μπράιν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά τράκαρε σε ένα δέντρο. Το δέντρο έπεσε πάνω σε εμάς, ο Μπράιν άρχισε να φωνάζει και δεν μπορούσα να τον κρατήσω από το χέρι. Έπεσε από το αυτοκίνητο μέσα στη φωτιά. Η τελευταία του λέξη ήταν «γιατί». Προσπάθησα να του φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος. Ήξερα ότι είχε πεθάνει, εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά και τον άκουσα να φωνάζει. Καθόμουν στο πορτ μπαγκαζ και αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τον πόνο. Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει και καθόμουν και περίμεναν τον θάνατο μου. Ήταν σαν φαντάσματα να βγαίνουν από καπνούς. Ένας πυροσβέστης, ήρθε και με έπιασε, με αγκάλιασε και με έβγαλε από το αυτοκίνητο. Νομίζω ότι ήρθε γιατί με άκουσε να φωνάζω το όνομα Μπράιν. Με άρπαξε, με αγκάλιασε, με έβγαλε και με πέρασε μέσα από φωτιά. Με πήγε μέσα σε ένα φορτηγό που φαινόταν της πυροσβεστικής. Του ζήτησα να γυρίσει να πάρει τον Μπράιν αλλά πιστεύω δε με κατάλαβε.
Άρχισε να τρέχει ο οδηγός με μεγάλη ταχύτητα και μου μιλούσε για να με ηρεμήσει. Κοίταξα τα χέρια μου, είχε αρχίσει να βγαίνει το δέρμα μου, ήταν σαν ταινία τρόμου, από το ένα μάτι δεν έβλεπα. Τα μαλλιά μου, είχαν κολλήσει στο σώμα μου» περιέγραψε συγκλονισμένη και φορτισμένη η μάρτυρας στην κατάθεση της.
Η μάρτυρας μεταφέρθηκε σε άσχημη κατάσταση στο νοσοκομείο. «Το μισό πρόσωπο είχε μαυρίσει και λιώσει. Το μάτι μου ήταν κλειστό. Τώρα μπορώ να δω. Ήμουν στο κρεβάτι και πόναγα. Πρέπει να ήταν νύχτα. Ζήτησα μία νοσοκόμο, κάτι για τον πόνο, δε μου έδωσε σημασία, της ξανά ζήτησα και μου είπε δεν μπορώ μέχρι να έρθει γιατρός. Καθόμουν και περίμενα να πεθάνω. Αισθανόμουν ότι όλο το σώμα μου τρώγονταν. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα θάνατο. Ήρθε μία γυναίκα από την Ιρλανδική πρεσβεία. Την αναγνώρισα. Αποδείχθηκε ότι ήμασταν μαζί στο κολέγιο και σπουδάσαμε αρχαία ελληνικά. Για αυτό ήρθαμε εδώ. Ήταν το όνειρο μου. Ο Μπράιν μου είχε πει ότι θα είχε πολύ ζέστη. Ήταν σαν να είχα ένα άγγελο δίπλα μου. Της είπα τα πάντα. Είδα το σύζυγο μου να πεθαίνει. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Την παρακάλεσα να βρει τον Μπράιν. Πήγε και βρήκε ένα γιατρό. Είχε γεμίσει νοσοκομείο με κόσμο. Κατάλαβα ότι οι γιατροί προσπαθούσαν να τους βοηθήσουν. Με είχαν ξεχάσει γιατί ήμουν πίσω από κουρτίνα» περιέγραψε η μάρτυρας.
Στη συνέχεια με την παρέμβαση της της Πρεσβείας της νοσηλεύτηκε σε ιδιωτική κλινική, για περίπου ένα μήνα, όπου υποβλήθηκε και σε πολλά χειρουργεία.
«Το προσωπικό σε αυτό το νοσοκομείο, ήταν οι καλύτεροι και πιο ευγενείς άνθρωποι. Μου έδωσαν την καλύτερη περίθαλψη και γνώριζαν για το σύζυγο μου και πως ήμασταν στο γαμήλιο ταξίδι, έκανα πολλά χειρουργεία, έσωσαν το μάτι μου», τόνισε η μάρτυρας.
Σε αυτό το νοσοκομείο έμαθε πως βρέθηκε η σωρός του συντρόφου της αλλά και για το θάνατο του πατέρα της πίσω στην πατρίδα της που ήταν για εκείνη ένα σημαντικό ακόμα πλήγμα. «Μέχρι τότε πίστευα πως ίσως είχε διασωθεί ο Μπράιν και βρισκόταν σε άλλο νοσοκομείο. Ο αδελφός μου, μου είπε πως πέθανε μέσα στη φωτιά. Ήμουν στο νοσοκομείο για ένα μήνα. Κάθε 2-3 ημέρες έκανα χειρουργεία. Τα πόδια μου είχαν καεί σε μεγάλο βαθμό. Πίστευα πως δε περπατήσω ξανά. Στο μητέρα όλα τα χειρουργεία ήταν για σωθώ. Έχω κάνει 30 με 33 χειρουργεία» τόνισε η μάρτυρας, μεταξύ άλλων.
Μέχρι και σήμερα, η μάρτυρας δεν μπορεί να εργαστεί στην προηγούμενη εργασία της, ενώ αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα υγείας και σωματικά και ψυχικά.