ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Δίκη Μάτι: Το ταξίδι του νιόπαντρου ζευγαριού που κατέληξε σε τραγωδία
«Ο Μπράιαν έπεσε μέσα στη φωτιά, φωνάζοντας "γιατί;"»
Ανατριχίλα και συγκίνηση προκάλεσε στο ακροατήριο η κατάθεση της Ιρλανδής μάρτυρος
για τη φωτιά στο Μάτι. Η γυναίκα τέσσερις μέρες πριν από τη φωτιά της 23ης Ιουλίου 2018 είχε παντρευτεί τον αγαπημένο της και το νιόπαντρο ζευγάρι απολάμβανε το ταξίδι του μέλιτος στο Μάτι.
Το πρωινό εκείνης της ημέρας απολάμβαναν τις διακοπές τους, χωρίς όμως να μπορούν να φανταστούν την τραγωδία που θα βίωναν λίγες ώρες αργότερα.
Η ίδια περιέγραψε ότι ο Μπράιαν, ο σύζυγός της, της φώναξε να κατέβει στο ισόγειο του σπιτιού πανικόβλητος. «Καθόταν στην πόρτα, είχε πιάσει φωτιά ο κήπος. Ήταν σοκαρισμένος και κοίταζε προς τα έξω. Η φωτιά ήταν μεγάλη. Γρήγορα έκλεισε τις πόρτες και μου είπε να κλείσω και την άλλη πόρτα. Έτρεξα και είδα ότι και ο πίσω κήπος είχε πιάσει φωτιά. Συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να τρέξουμε γρήγορα. Πηδήξαμε στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να ανοίξουμε την καγκελόπορτα. Τότε καταλάβαμε ότι είχε κοπεί το ρεύμα. Θυμάμαι ότι η ιδιοκτήτρια μας είχε πει ότι εάν το ρεύμα κοπεί, υπήρχε ένα ειδικό κλειδί για να ανοίξει η καγκελόπορτα. Το κλειδί δεν δούλευε. Ξοδέψαμε πολύ χρήσιμα λεπτά, προσπαθώντας να ανοίξουμε την καγκελόπορτα», περιέγραψε.
Το διάστημα που πάλευαν να ανοίξουν την καγκελόπορτα η φωτιά άρχισε να τους κυκλώνει γύρω από το αυτοκίνητο. «Με βοήθησε ο Μπράιαν να πηδήξω τα κάγκελα. Όταν πήδηξα, πονούσε το γόνατό μου, δεν είχα χρόνο να το σκεφτώ. Πήδηξε και ο Μπράιαν τα κάγκελα κι εκεί καταλάβαμε ότι παντού είχε φωτιά. Γύρισα στον Μπράιαν και του ζήτησα να μου υποσχεθεί ότι και οι δύο θα είμαστε καλά. Μου υποσχέθηκε…», είπε με δάκρυα στα μάτια, συμπληρώνοντας ότι δεν μπόρεσε να κρατήσει την υπόσχεσή του.
«Τρέχαμε! Ήταν πολύ δύσκολο να δούμε μπροστά μας, είχε πολύ καπνό. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, τα μάτια μας καιγόντουσαν. Δεν βλέπαμε σωστά. Τρέχαμε και πήγαμε δεξιά. Ήμασταν μόλις μιάμιση ημέρα και πηγαίναμε στη θάλασσα, αλλά δεν γνωρίζαμε προς τα πού τρέχαμε. Συναντήσαμε κάποιες γυναίκες σαν να έρχονταν από τη θάλασσα. Μας είπαν να μην πάμε προς εκεί», ανέφερε η μάρτυρας που δευτερόλεπτα αργότερα συνειδητοποίησε ότι το μακρύ φόρεμά της είχε πάρει φωτιά και ο πόνος στα πόδια της που καιγόντουσαν ήταν αφόρητος.
«Ο Μπράιαν έσβησε τη φωτιά με τα χέρια του. Έπρεπε να συνεχίσουμε να τρέχουμε. Είχα μακριά μαλλιά, είχαν πιάσει φωτιά και το φόρεμά μου και τα χέρια μου, το πρόσωπό μου. Φθάσαμε στον δρόμο και είδαμε 4- 5 παιδιά. Δεν υπήρχε κανένας ενήλικας, ήταν μόνα τους. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και συνεχίσαμε να τρέχουμε. Από το πουθενά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο. Υπήρχε ένας ενήλικας. Βάλαμε τα παιδιά στο αυτοκίνητο, αλλά δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Είπα στον οδηγό να ανοίξει το πορτ παγκάζ και μπήκαμε, αλλά ήμασταν πολύ μεγάλοι» ήταν η ανατριχιαστική περιγραφή της.
«Γιατί;» ήταν τα τελευταία λόγια του συζύγου της κι εκείνη ήξερε από εκείνο το λεπτό πως τον έχει χάσει.
Η σωτηρία της ήρθε αργότερα, όταν την εντόπισε ένας πυροσβέστης και την έβγαλε από το αυτοκίνητο. «Το πρόσωπό μου άρχισε να λιώνει. Ο πυροσβέστης με έβαλε σε ένα όχημα. Μου μιλούσε για να με ηρεμήσει. Κοίταξα το χέρι μου. Τα δάχτυλά μου είχαν μπει προς τα μέσα και έβγαινε το δέρμα. Φαινόταν σαν σκελετός. Δεν έβλεπα από το ένα μάτι. Φαντάστηκα πώς θα φαινόταν το καμένο πρόσωπό μου. Κατάλαβα ότι το φόρεμά μου καιγόταν ακόμα και τα παπούτσια μου καιγόντουσαν. Αισθανόμουν λες και με μαγείρευαν… Τους ζήτησα να μου βγάλουν τα ρούχα. Δυστυχώς η γυναίκα που ήταν κοντά μου δεν καταλάβαινε. Μου έδωσε νερό. Έκανα το σήμα του ψαλιδιού, κατάλαβε και μου έκοψε τα ρούχα. Όταν τα έβγαζε, έβγαινε και το δέρμα. Φορούσα σανδάλια και υπήρχε ένα σήμα. Αυτό είναι ακόμη στο πόδι μου. Κατάλαβα ότι είχα καεί παντού και ήμουν σχεδόν γυμνή», είπε.
Η μάρτυρας υποστήριξε πως όσο εκείνη φώναζε και ζητούσε βοήθεια μέσα στο ασθενοφόρο, έκλαιγε και κάποιοι γελούσαν.
«Έκλαιγα και γελούσαν... Κάποιος μου είπε να σκάσω και σταμάτησα. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, κατάλαβα ότι πολύς κόσμος έχει καεί. Όλοι φώναζαν. Κι έκλαιγαν. Μύριζε καμένη σάρκα παντού. Με πήγαν σε άλλο νοσοκομείο λόγω της ιδιωτικής ασφάλισης που είχα. Έβλεπα το πρόσωπό μου που ήταν καμένο. Δεν μπορούσα να δω από το ένα μάτι. Τώρα μπορώ να δω. Παρέμεινα για μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί. Δεν μου έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Περίμενα να πεθάνω», είπε.
«Αισθανόμουν ότι όλο το σώμα μου τρωγόταν και δεν μπορούσα να κινηθώ. Ήρθε μια γυναίκα από την ιρλανδική πρεσβεία. Η Μαριάννα. Της είπα ότι είδα τον σύζυγό μου να πεθαίνει, αλλά δεν το πίστευα. Μου υποσχέθηκε ότι θα ρωτούσε. Με είχαν ξεχάσει οι γιατροί, γιατί ήμουν πίσω από την κουρτίνα. Δεν είχα καθόλου περίθαλψη στον Ευαγγελισμό. Είχαν βράσει τα χέρια και τα πόδια μου, νόμιζα ότι θα μου έκοβαν το χέρι και υπήρχε δέρμα που κρεμόταν», ανέφερε η μάρτυρας, που την επόμενη ημέρα ξύπνησε στην εντατική. Τρεις ημέρες αργότερα έμαθε από τον αδελφό της ότι βρέθηκε το πτώμα του συζύγου της.
«Παρέμεινα στο νοσοκομείο έναν μήνα. Κάθε δυο0-τρεις μέρες έκαναν χειρουργεία για να σώσω το πρόσωπό μου, το στήθος, τα χέρια μου και τα πόδια μου. Πίστευα ότι δεν θα ξαναπερπατούσα», είπε η μάρτυρας, που μέχρι σήμερα δεν μπορεί να εργαστεί στην προηγούμενη εργασία της, ενώ αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα υγείας και σωματικά και ψυχικά.
Το πρωινό εκείνης της ημέρας απολάμβαναν τις διακοπές τους, χωρίς όμως να μπορούν να φανταστούν την τραγωδία που θα βίωναν λίγες ώρες αργότερα.
Η ίδια περιέγραψε ότι ο Μπράιαν, ο σύζυγός της, της φώναξε να κατέβει στο ισόγειο του σπιτιού πανικόβλητος. «Καθόταν στην πόρτα, είχε πιάσει φωτιά ο κήπος. Ήταν σοκαρισμένος και κοίταζε προς τα έξω. Η φωτιά ήταν μεγάλη. Γρήγορα έκλεισε τις πόρτες και μου είπε να κλείσω και την άλλη πόρτα. Έτρεξα και είδα ότι και ο πίσω κήπος είχε πιάσει φωτιά. Συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να τρέξουμε γρήγορα. Πηδήξαμε στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να ανοίξουμε την καγκελόπορτα. Τότε καταλάβαμε ότι είχε κοπεί το ρεύμα. Θυμάμαι ότι η ιδιοκτήτρια μας είχε πει ότι εάν το ρεύμα κοπεί, υπήρχε ένα ειδικό κλειδί για να ανοίξει η καγκελόπορτα. Το κλειδί δεν δούλευε. Ξοδέψαμε πολύ χρήσιμα λεπτά, προσπαθώντας να ανοίξουμε την καγκελόπορτα», περιέγραψε.
Το διάστημα που πάλευαν να ανοίξουν την καγκελόπορτα η φωτιά άρχισε να τους κυκλώνει γύρω από το αυτοκίνητο. «Με βοήθησε ο Μπράιαν να πηδήξω τα κάγκελα. Όταν πήδηξα, πονούσε το γόνατό μου, δεν είχα χρόνο να το σκεφτώ. Πήδηξε και ο Μπράιαν τα κάγκελα κι εκεί καταλάβαμε ότι παντού είχε φωτιά. Γύρισα στον Μπράιαν και του ζήτησα να μου υποσχεθεί ότι και οι δύο θα είμαστε καλά. Μου υποσχέθηκε…», είπε με δάκρυα στα μάτια, συμπληρώνοντας ότι δεν μπόρεσε να κρατήσει την υπόσχεσή του.
«Τρέχαμε! Ήταν πολύ δύσκολο να δούμε μπροστά μας, είχε πολύ καπνό. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε, τα μάτια μας καιγόντουσαν. Δεν βλέπαμε σωστά. Τρέχαμε και πήγαμε δεξιά. Ήμασταν μόλις μιάμιση ημέρα και πηγαίναμε στη θάλασσα, αλλά δεν γνωρίζαμε προς τα πού τρέχαμε. Συναντήσαμε κάποιες γυναίκες σαν να έρχονταν από τη θάλασσα. Μας είπαν να μην πάμε προς εκεί», ανέφερε η μάρτυρας που δευτερόλεπτα αργότερα συνειδητοποίησε ότι το μακρύ φόρεμά της είχε πάρει φωτιά και ο πόνος στα πόδια της που καιγόντουσαν ήταν αφόρητος.
«Ο Μπράιαν έσβησε τη φωτιά με τα χέρια του. Έπρεπε να συνεχίσουμε να τρέχουμε. Είχα μακριά μαλλιά, είχαν πιάσει φωτιά και το φόρεμά μου και τα χέρια μου, το πρόσωπό μου. Φθάσαμε στον δρόμο και είδαμε 4- 5 παιδιά. Δεν υπήρχε κανένας ενήλικας, ήταν μόνα τους. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και συνεχίσαμε να τρέχουμε. Από το πουθενά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο. Υπήρχε ένας ενήλικας. Βάλαμε τα παιδιά στο αυτοκίνητο, αλλά δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Είπα στον οδηγό να ανοίξει το πορτ παγκάζ και μπήκαμε, αλλά ήμασταν πολύ μεγάλοι» ήταν η ανατριχιαστική περιγραφή της.
Ο σύζυγός της έπεσε μέσα στη φωτιά, φωνάζοντας «γιατί;»
«Το αυτοκίνητο ανέβαινε σε ανηφόρα. Οι φλόγες μάς έφταναν. Το χέρι μου είχε κολλήσει στο καπό, είχα πιάσει φωτιά. Και όλο το σώμα μου. Έπιασαν φωτιά και τα ρούχα του Μπράιαν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά συγκρούστηκε σε ένα δέντρο και το δέντρο έπεσε πάνω σ' εμάς στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ο Μπράιαν άρχισε να φωνάζει, δεν μπορούσα να τον κρατήσω. Έπεσε από το αυτοκίνητο. Μέσα στη φωτιά...», είπε συγκλονισμένη που ξαναβίωνε τις στιγμές αυτές.«Γιατί;» ήταν τα τελευταία λόγια του συζύγου της κι εκείνη ήξερε από εκείνο το λεπτό πως τον έχει χάσει.
Καθόμουν στο πορτ παγκάζ κι αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρό μου
«Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω αυτόν τον πόνο. Το πρόσωπό μου άρχισε να λιώνει και καθόμουν και περίμενα τον θάνατο», πρόσθεσε.Η σωτηρία της ήρθε αργότερα, όταν την εντόπισε ένας πυροσβέστης και την έβγαλε από το αυτοκίνητο. «Το πρόσωπό μου άρχισε να λιώνει. Ο πυροσβέστης με έβαλε σε ένα όχημα. Μου μιλούσε για να με ηρεμήσει. Κοίταξα το χέρι μου. Τα δάχτυλά μου είχαν μπει προς τα μέσα και έβγαινε το δέρμα. Φαινόταν σαν σκελετός. Δεν έβλεπα από το ένα μάτι. Φαντάστηκα πώς θα φαινόταν το καμένο πρόσωπό μου. Κατάλαβα ότι το φόρεμά μου καιγόταν ακόμα και τα παπούτσια μου καιγόντουσαν. Αισθανόμουν λες και με μαγείρευαν… Τους ζήτησα να μου βγάλουν τα ρούχα. Δυστυχώς η γυναίκα που ήταν κοντά μου δεν καταλάβαινε. Μου έδωσε νερό. Έκανα το σήμα του ψαλιδιού, κατάλαβε και μου έκοψε τα ρούχα. Όταν τα έβγαζε, έβγαινε και το δέρμα. Φορούσα σανδάλια και υπήρχε ένα σήμα. Αυτό είναι ακόμη στο πόδι μου. Κατάλαβα ότι είχα καεί παντού και ήμουν σχεδόν γυμνή», είπε.
Η μάρτυρας υποστήριξε πως όσο εκείνη φώναζε και ζητούσε βοήθεια μέσα στο ασθενοφόρο, έκλαιγε και κάποιοι γελούσαν.
«Έκλαιγα και γελούσαν... Κάποιος μου είπε να σκάσω και σταμάτησα. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, κατάλαβα ότι πολύς κόσμος έχει καεί. Όλοι φώναζαν. Κι έκλαιγαν. Μύριζε καμένη σάρκα παντού. Με πήγαν σε άλλο νοσοκομείο λόγω της ιδιωτικής ασφάλισης που είχα. Έβλεπα το πρόσωπό μου που ήταν καμένο. Δεν μπορούσα να δω από το ένα μάτι. Τώρα μπορώ να δω. Παρέμεινα για μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί. Δεν μου έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Περίμενα να πεθάνω», είπε.
Σπαρακτική κατάθεση στη δίκη για το Μάτι - Λύγισαν ακόμα και οι δικαστές
«Αισθανόμουν ότι όλο το σώμα μου τρωγόταν και δεν μπορούσα να κινηθώ. Ήρθε μια γυναίκα από την ιρλανδική πρεσβεία. Η Μαριάννα. Της είπα ότι είδα τον σύζυγό μου να πεθαίνει, αλλά δεν το πίστευα. Μου υποσχέθηκε ότι θα ρωτούσε. Με είχαν ξεχάσει οι γιατροί, γιατί ήμουν πίσω από την κουρτίνα. Δεν είχα καθόλου περίθαλψη στον Ευαγγελισμό. Είχαν βράσει τα χέρια και τα πόδια μου, νόμιζα ότι θα μου έκοβαν το χέρι και υπήρχε δέρμα που κρεμόταν», ανέφερε η μάρτυρας, που την επόμενη ημέρα ξύπνησε στην εντατική. Τρεις ημέρες αργότερα έμαθε από τον αδελφό της ότι βρέθηκε το πτώμα του συζύγου της.
«Παρέμεινα στο νοσοκομείο έναν μήνα. Κάθε δυο0-τρεις μέρες έκαναν χειρουργεία για να σώσω το πρόσωπό μου, το στήθος, τα χέρια μου και τα πόδια μου. Πίστευα ότι δεν θα ξαναπερπατούσα», είπε η μάρτυρας, που μέχρι σήμερα δεν μπορεί να εργαστεί στην προηγούμενη εργασία της, ενώ αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα υγείας και σωματικά και ψυχικά.