ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
«Άξιον Εστί»: Από το Άγιον Όρος στη Μητρόπολη Αθηνών η ιστορική εικόνα
Θα παραμείνει εκεί για περίπου μία εβδομάδα
Η ιερή εικόνα της Παναγίας «Άξιον Εστί» από το Άγιον Όρος αναμένεται να βρεθεί στην Αθήνα,
οπότε όσοι πιστοί θελήσουν θα έχουν τη δυνατότητα να την προσκυνήσουν.
Η εν λόγω εικόνα θα βρεθεί για περίπου μία εβδομάδα τον Μάρτιο στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Μέχρι σήμερα βρίσκεται στο Ιερό Σύνθρονο του Ναού του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους, και θεωρείται η σημαντικότερη εικόνα που βρίσκεται στο περιβόλι της Παναγιάς, μιας και είναι «Εφέστιος» και «Προστάτις» των 20 αγιορείτικων μονών, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται σε κάθε μονή.
Η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της επικαλουμένης «Άξιον Εστί», αγιογραφήθηκε πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη, κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου, η οποία είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά.
Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι η Υπέραγνη Μητέρα του Θεού κρατά τον Ιησού Χριστό (παιδί) στη δεξιά αγκαλιά της. Είναι ο τύπος της Θεοτόκου της Δεξιοκρατούσας. Το αριστερό χέρι του Ιησού εισχωρεί κάτω από το μαφόριο και το κουκούλιο της Θεοτόκου, προς τον κόρφο και την καρδιά της. Αυτό δείχνει και την εξάρτηση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από την τροφό μητέρα Του. Ο Ιησούς Χριστός κρατά ειλητάριο στο δεξί χέρι Του, που γράφει την προφητεία του Προφήτη Ησαΐα: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με…» (Προφ. Ησαΐας 61: 1). Εικόνες όπως αυτή χρησιμοποιήθηκαν κατά των αιρετικών, για την εικονογραφική διακήρυξη και διατύπωση του ορθοδόξου δόγματος της Εκκλησίας μας περί της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου.
Στις 3 Οκτωβρίου 1913 οι Αγιορείτες μοναχοί, αφού έκαναν εκτενή δέηση με ολονύκτια αγρυπνία στον ναό του Πρωτάτου, συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα «της αιωνίου και αδιάσπαστου ενώσεως μετά της Μητρός Ελλάδος», το οποίο υπέγραψαν οι ηγούμενοι και προϊστάμενοι των μοναστηριών, αφού πρώτα έβαζαν τρεις μετάνοιες μπροστά στην «εφέστιο των εφεστίων» εικόνα του Αγίου Όρους και κατασπάζονταν με βαθύτατη συγκίνηση και δάκρυα την πανάχραντο Δέσποινα και έφορο του Άθω. Το έγγραφο αυτό καθαρογράφτηκε, σφραγίστηκε απ’ την Κοινότητα και τα μοναστήρια και στάλθηκε το μεν πρωτότυπο στον βασιλέα Κωνσταντίνο, «τον επί του Αγίου Όρους διάδοχον των αοιδίμων Αυτοκρατόρων, των ιδρυτών των ιερών μονών», αντίγραφα δε στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, σε όλες τις κυβερνήσεις των ορθοδόξων κρατών και στα μέλη «της εν Λονδίνω Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως». Η εικόνα «Άξιον Εστί» τυπώθηκε και στις επίσημες ομολογίες του εθνικού αγιορείτικου δανείου του 1931, μετά την ανεκτίμητη προσφορά από τα μοναστήρια του μεγαλύτερου μέρους των αγιορείτικων μετοχίων προς αποκατάσταση των ακτημόνων και των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Το 1963, με αφορμή τον επίσημο εορτασμό της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, η πάνσεπτη εικόνα, με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος και με τη συνοδεία μητροπολιτών, πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών, των αντιπροσώπων των μονών, των διακονητών του Πρωτάτου κ.ά., μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την υποδέχτηκαν με εξαιρετικές τιμές, βαθύτατη ευλάβεια και συγκίνηση. Πλήθος πιστών της πρωτεύουσας είχαν έτσι την ευκαιρία να προσκυνήσουν τη σεβάσμια και ιστορική εικόνα, που για πρώτη φορά έβγαινε από το ιερό λίκνο της. Στην εκκλησία του Πρωτάτου γίνονται ημέρα και νύκτα οι ακολουθίες και συνεχίζονται αδιάκοπα οι παρακλήσεις και δεήσεις των μοναχών προς την Καρεώτισσα Θεοτόκο. Οι πολλές δημοσιεύσεις του υπομνήματος, οι εκδόσεις της ακολουθίας, το πλήθος των αντιγράφων και ιδιαίτερα η εξαιρετική διάδοση του αγγελοδίδακτου ύμνου του «Άξιον Εστί» έκαναν σε όλο τον κόσμο γνωστή την εικόνα.
Η εν λόγω εικόνα θα βρεθεί για περίπου μία εβδομάδα τον Μάρτιο στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών. Μέχρι σήμερα βρίσκεται στο Ιερό Σύνθρονο του Ναού του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους, και θεωρείται η σημαντικότερη εικόνα που βρίσκεται στο περιβόλι της Παναγιάς, μιας και είναι «Εφέστιος» και «Προστάτις» των 20 αγιορείτικων μονών, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται σε κάθε μονή.
Η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της επικαλουμένης «Άξιον Εστί», αγιογραφήθηκε πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη, κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου, η οποία είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά.
Η ιστορία της εικόνας «Άξιον Εστί»
Η εικόνα είναι αγιογραφημένη στα χρόνια της εικονομαχίας. Γενικά η όλη τεχνοτροπία της είναι αυστηρά βυζαντινή και η όψη της επιβλητική, με γλυκιά σοβαρότητα, γνώρισμα πολλών παλαιών εικόνων. Κατά το έτος 1836 το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας σκεπάστηκε με λιθοστόλιστο, αργυροχρυσωμένο κάλυμμα (υποκάμισο), θαυμαστής αγιορείτικης τέχνης, το οποίο φέρει στο εξωτερικό της περίβλημα τις σφραγίδες των είκοσι μονών. Είναι διαστάσεων 70,5×44 εκ., χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που έχει περάσει, η μορφή της Θεοτόκου είχε αλλοιωθεί, αλλά μετά τη συντήρηση διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η μεταγενέστερη επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα».Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι η Υπέραγνη Μητέρα του Θεού κρατά τον Ιησού Χριστό (παιδί) στη δεξιά αγκαλιά της. Είναι ο τύπος της Θεοτόκου της Δεξιοκρατούσας. Το αριστερό χέρι του Ιησού εισχωρεί κάτω από το μαφόριο και το κουκούλιο της Θεοτόκου, προς τον κόρφο και την καρδιά της. Αυτό δείχνει και την εξάρτηση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από την τροφό μητέρα Του. Ο Ιησούς Χριστός κρατά ειλητάριο στο δεξί χέρι Του, που γράφει την προφητεία του Προφήτη Ησαΐα: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με…» (Προφ. Ησαΐας 61: 1). Εικόνες όπως αυτή χρησιμοποιήθηκαν κατά των αιρετικών, για την εικονογραφική διακήρυξη και διατύπωση του ορθοδόξου δόγματος της Εκκλησίας μας περί της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου.
Στις 3 Οκτωβρίου 1913 οι Αγιορείτες μοναχοί, αφού έκαναν εκτενή δέηση με ολονύκτια αγρυπνία στον ναό του Πρωτάτου, συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα «της αιωνίου και αδιάσπαστου ενώσεως μετά της Μητρός Ελλάδος», το οποίο υπέγραψαν οι ηγούμενοι και προϊστάμενοι των μοναστηριών, αφού πρώτα έβαζαν τρεις μετάνοιες μπροστά στην «εφέστιο των εφεστίων» εικόνα του Αγίου Όρους και κατασπάζονταν με βαθύτατη συγκίνηση και δάκρυα την πανάχραντο Δέσποινα και έφορο του Άθω. Το έγγραφο αυτό καθαρογράφτηκε, σφραγίστηκε απ’ την Κοινότητα και τα μοναστήρια και στάλθηκε το μεν πρωτότυπο στον βασιλέα Κωνσταντίνο, «τον επί του Αγίου Όρους διάδοχον των αοιδίμων Αυτοκρατόρων, των ιδρυτών των ιερών μονών», αντίγραφα δε στη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, σε όλες τις κυβερνήσεις των ορθοδόξων κρατών και στα μέλη «της εν Λονδίνω Πρεσβευτικής Συνδιασκέψεως». Η εικόνα «Άξιον Εστί» τυπώθηκε και στις επίσημες ομολογίες του εθνικού αγιορείτικου δανείου του 1931, μετά την ανεκτίμητη προσφορά από τα μοναστήρια του μεγαλύτερου μέρους των αγιορείτικων μετοχίων προς αποκατάσταση των ακτημόνων και των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Το 1963, με αφορμή τον επίσημο εορτασμό της χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, η πάνσεπτη εικόνα, με απόφαση της Ιεράς Κοινότητος και με τη συνοδεία μητροπολιτών, πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών, των αντιπροσώπων των μονών, των διακονητών του Πρωτάτου κ.ά., μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την υποδέχτηκαν με εξαιρετικές τιμές, βαθύτατη ευλάβεια και συγκίνηση. Πλήθος πιστών της πρωτεύουσας είχαν έτσι την ευκαιρία να προσκυνήσουν τη σεβάσμια και ιστορική εικόνα, που για πρώτη φορά έβγαινε από το ιερό λίκνο της. Στην εκκλησία του Πρωτάτου γίνονται ημέρα και νύκτα οι ακολουθίες και συνεχίζονται αδιάκοπα οι παρακλήσεις και δεήσεις των μοναχών προς την Καρεώτισσα Θεοτόκο. Οι πολλές δημοσιεύσεις του υπομνήματος, οι εκδόσεις της ακολουθίας, το πλήθος των αντιγράφων και ιδιαίτερα η εξαιρετική διάδοση του αγγελοδίδακτου ύμνου του «Άξιον Εστί» έκαναν σε όλο τον κόσμο γνωστή την εικόνα.