Λαμβάνοντας ως κριτήρια τη γήρανση , την απασχόληση, την εκπαίδευση, τη στέγαση και το διαθέσιμο εισόδημα του πληθυσμού κάθε χώρας, το Παρατηρητήριο Περιφερειακών Πολιτικών αναγνωρίζει την Ελλάδα ως την πιο ευάλωτη κοινωνία της Ευρώπης λόγω της σταθερά υψηλής ανεργίας και του δημογραφικού προβλήματος, σε μελέτη που δημοσιοποίησε πρόσφατα.

Η χώρα μας, μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2008 και τη δεκαετία της ασφυξίας που ακολούθησε, πλέον δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει το ασταθές και απρόβλεπτο περιβάλλον των «πολυκρίσεων», που ήδη έχουν μετουσιωθεί σε μια διαρκή κρίση.

Βαθύ αποτύπωμα

Σύμφωνα με την κοινωνικοοικονομική αυτή μελέτη, η χρηματοπιστωτική, η δημοσιονομική και η πολιτική κρίση έως και τα χρόνια του ξεσπάσματος της πανδημίας, της ρωσικής εισβολής, του ενεργειακού σοκ και της επανόδου του πληθωρισμού, έχουν αφήσει βαθύ αποτύπωμα στην ΕΕ και στην Ελλάδα.

Όπως τονίζει η μελέτη των Γιώργου Παγουλάτου, καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και του Θάνου Δελλατόλα, βοηθού έρευνας στο ΕΛΙΑΜΕΠ, η μεγάλη οικονομική κρίση μελετήθηκε κυρίως μακροοικονομικά, όμως πλέον -από το ξέσπασμα της πανδημίας και ύστερα- οι κρίσεις έγιναν αισθητά πιο «κοινωνιοκεντρικές και ατομοκεντρικές».

Οι επιπτώσεις τους αφορούν την υγεία των ανθρώπων (σωματική και ψυχική), διαμορφώνουν τις συνθήκες του ανθρώπινου βίου και επικεντρώνονται στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, που αντιμετωπίζουν τη σωρευμένη αυξημένη ανεργία, τη μείωση των εισοδημάτων, την αύξηση της «ευαλωτότητας στη φτώχεια», μία εικόνα που η προηγούμενη οικονομική κρίση άφησε πίσω της, κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο και πιο χαρακτηριστικά στη χώρα μας.

Βαρόμετρο

Στα συμπεράσματα της μελέτης η ανεργία των νέων διαδραματίζει τον καθοριστικότερο ρόλο όσον αφορά τις προβολές εξέλιξης της πληθυσμιακής γήρανσης. Άρρηκτα συνδεδεμένη με τις επικρατούσες συνθήκες απασχόλησης ή μη είναι η κάλυψη των βασικών αναγκών και το ζήτημα της στέγασης.

Ανατρέχοντας στα στοιχεία της Eurostat, υπάρχουν μεγέθη που παρουσιάζουν σημαντικές βελτιώσεις. Για παράδειγμα, δείκτες που αφορούν την ψηφιακή μετάβαση, την ύπαρξη υψηλής ποιότητας καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού και τη φιλικότητα και ελκυστικότητα προς το επιχειρείν και τις ξένες επενδύσεις. Η χρήση των θετικών αυτών εξελίξεων ως βάση για να ξεπεραστούν οι πληγές και οι ελλείψεις που άφησε πίσω της η κληρονομιά της χειρότερης οικονομικής κρίσης της μεταπολεμικής περιόδου είναι πολύ σημαντική.

Οι δείκτες που τρομάζουν

Υπάρχει και μία σειρά δεικτών που καταγράφουν σημαντικές προκλήσεις στους κρίσιμους τομείς με τους οποίους ασχολείται η μελέτη:

1. Μέσα σε σχεδόν μια δεκαετία η Ελλάδα «γέρασε» κατά 3,5 έτη. Πρόκειται για την τέταρτη μεγαλύτερη αύξηση του μέσου όρου ηλικίας στις χώρες της Ευρώπης, με πρώτες την Ισπανία με 3,9 έτη, την Πορτογαλία με 3,7 και την Ιταλία με 3,6 (δηλαδή ο κατά τεκμήριο φτωχότερος Νότος της ΕΕ), όταν η μέση αύξηση στην ΕΕ είναι στα 2,3 έτη. Την ίδια στιγμή, η μεταβολή του δείκτη ολικής γονιμότητας για την Ελλάδα μέσα σε μια δεκαετία, από το 2009 στο 2020, μεταβλήθηκε κατά 0,11 μονάδες, πέφτοντας από το 1,50 στο 1,39. Για την αντίστοιχη περίοδο, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος σημείωσε μείωση μόλις κατά 0,06.

2. Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τη γέννα του πρώτου τους παιδιού έχει μετατοπιστεί προς τα επάνω. Κατά μέσο όρο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υποστεί μια μεταβολή της μέσης ηλικίας κατά ένα έτος, φτάνοντας τα 31 έτη. Η Ελλάδα είναι σε δεινότερη θέση από τον μέσο όρο της ΕΕ, εντοπίζοντας τη μέση ηλικία της σχεδόν στα 32 έτη.

3. Η Ελλάδα από το 2014 και έπειτα έχει τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των χωρών της Ένωσης. Τα τελευταία χρόνια το 60% των ανέργων ηλικίας 25 έως 49 ετών χρειάζεται τουλάχιστον 12 μήνες προκειμένου να ξαναβρεί απασχόληση. Αυτός ο χρόνος απουσίας από οποιαδήποτε παραγωγική δραστηριότητα και απασχόληση παίζει καταλυτικό ρόλο στη διάβρωση της αποδοτικότητας, του ηθικού και των δεξιοτήτων των εργαζομένων.

4. Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην ΕΕ με ποσοστό 10,6% σε ανθρώπους ηλικίας 25 έως 64 ετών, οι οποίοι έχουν καταρτιστεί επιστημονικώς και παρ’ όλα αυτά δεν απασχολούνται σε κάποια θέση εργασίας. Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ είναι μόλις στο 4,2%.

5. Όσον αφορά την αποχώρηση από την οικογενειακή εστία, η Ελλάδα καταλαμβάνει την πέμπτη θέση στην Ευρώπη, με τους άνδρες να αποχωρούν στην ηλικία των 31,8 ετών και τις γυναίκες σχετικώς νωρίτερα, στα 29,6 χρόνια τους.

6. Η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο δείκτη υπερ-επιβαρυμένων οικιακών εξόδων στην ΕΕ με 28,8% το 2021 και μάλιστα μετά από αλλεπάλληλες μειώσεις από το 2018, οπότε και βρισκόταν στο 39,5%. Τα μισά ελληνικά νοικοκυριά δεν έχουν «εισοδηματικό χώρο» προκειμένου να αντεπεξέλθουν σε κάποιο απρόσμενο έξοδο. Το 46,3% των Ελλήνων το 2021 δεν ήταν σε θέση να καλύψει κάποιο απροσδόκητο κόστος ή ανάγκη, τη στιγμή που ο μέσος όρος της ΕΕ βρίσκεται πάνω από 15 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα, στο 30,1%.

7. Για το 2021 η Ελλάδα είχε ποσοστό «συνωστισμού» για τη στέγαση των νοικοκυριών (overcrowding rate) στο 28,5%, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ (17%). Δηλαδή σχεδόν ένα στα τρία σπίτια των Ελλήνων είναι μικρότερα σε μέγεθος και σε χώρους από τις ανάγκες του νοικοκυριού.

8. Όσον αφορά τη συνολική ικανοποίηση με τη ζωή τους (overall life satisfaction), οι Έλληνες βρίσκονται κοντά στον μέσο όρο της Ευρώπης, στις 7,2 μονάδες. Είμαστε όμως και πάλι κάτω από αυτό με 6,8 μονάδες.

Ρεπορτάζ: Κωνσταντίνος Δαυλός
Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής στις 12 Μαρτίου 2023