ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Της άρπαξαν 140.000 ευρώ για να λύσουν τα μάγια - Έλεγαν πως είχαν την «ευλογία του Παϊσίου»
Οι κατηγορούμενοι φέρονται να κατάφεραν να εξαπατήσουν μία γυναίκα στη Λάρισα
Μια περίεργη υπόθεση απάτης με θύμα γυναίκα
απασχόλησε την Πέμπτη 11 Μαΐου το Τριμελές Κακουργιοδικείο στη Λάρισα. Στο εδώλιο βρέθηκε συνταξιούχος εκπαιδευτικός, η οποία κατηγορούνταν για το αδίκημα της απάτης από κοινού με ζημιά άνω των 140.000 ευρώ.
Μαζί της στο εδώλιο θα βρισκόταν, αν ήταν στη ζωή, και ένας άντρας ο οποίος παρίστανε τον επιχειρηματία, έχοντας και την «ευλογία» του αγίου Παϊσίου! Οι κατηγορούμενοι φέρονται να κατάφεραν να αρπάξουν, το 2016, από τη γυναίκα στη Λάρισα περιουσία που ξεπερνούσε συνολικά τα 140.000 ευρώ με αντάλλαγμα ο άντρας να «λύσει» τα υποτιθέμενα μάγια που της έκανε ο σύζυγός της.
Σύμφωνα με τη γυναίκα που έπεσε θύμα, όλα ξεκίνησαν το 2011, όταν γνώρισε την κατηγορούμενη, με την οποία έμεναν στην ίδια γειτονιά και είχαν κοινούς γνωστούς στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Η κατηγορούμενη σύστησε και το σύντροφό της, ο οποίος, όπως τον παρουσίασε στην παθούσα και στο σύζυγό της, ήταν επιχειρηματίας από τη Γερμανία με ένα ιδιαίτερο «χάρισμα». Διέθετε «μεταφυσικές» δυνάμεις επειδή είχε την «ευλογία» του αγίου Παϊσίου και μπορούσε με αυτές τις «δυνάμεις» να λύνει μάγια και να θεραπεύει αρρώστους.
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν επιχειρηματίας στη Γερμανία, αλλά πρώην μάγειρας, που καταδικάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 για τη δολοφονία ενός άντρα. Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν για τις τεταμένες σχέσεις του ζευγαριού και χρησιμοποίησαν αυτό το στοιχείο προς όφελός τους. Όπως κατέθεσε η παθούσα, οι κατηγορούμενοι άρχισαν να της «βάζουν λόγια» για τον άντρα της, και όταν η ίδια αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας το φθινόπωρο του 2016, μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιό τους.
Ισχυρίστηκαν ότι το πρόβλημα εμφανίστηκε από τα μάγια που έκανε ο σύζυγός της και, για να τη βοηθήσουν, ζήτησαν από την παθούσα να ανάβει κεριά και καντήλια για να εξαγνιστεί το σπίτι και να μεταφέρει σε εκείνους όλα τα χρήματα και τα χρυσαφικά της, ώστε να τα «εξαγνίσει» ο κατηγορούμενος και να «λύσει» έτσι τα μάγια. Εκείνη το έκανε δίνοντας 40.000 δολάρια και χρυσαφικά, η αξία των οποίων ξεπερνούσε τα 100.000 ευρώ.
Αργότερα, όταν τα ζήτησε πίσω και οι κατηγορούμενοι πρόβαλλαν διάφορες δικαιολογίες, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η ανησυχία αυτή επιβεβαιώθηκε όταν ανακάλυψε το πραγματικό όνομα του κατηγορουμένου, και τότε ξεκίνησαν οι απειλές προς την ίδια, προκειμένου να την αποτρέψουν να πάει στις αρχές. Η υπόθεση τελικά πήρε τη νομική οδό, με τα χρήματα και τα κοσμήματα να μην έχουν επιστραφεί στην παθούσα μέχρι σήμερα, όπως κατέθεσε η ίδια στο δικαστήριο.
Η κατηγορούμενη χαρακτήρισε μυθεύματα τα όσα κατέθεσε η παθούσα και αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες που της προσάπτουν. Τόνισε ότι ο κατηγορούμενος ήταν υπεύθυνος για την «αρπαγή» της περιουσίας και χαρακτήρισε την παθούσα «γυναίκα-αράχνη». Ανέφερε επίσης τις δυσκολίες και το συνεχές μπούλινγκ που αντιμετώπιζε όταν αποκαλύφθηκε η απάτη.
Ο εισαγγελέας της έδρας, ωστόσο, στην αγόρευσή του ανέφερε πως «δεν αμφισβητείται η μεταβίβαση της περιουσίας» και τόνισε πως «υπήρξε συμπαιγνία των δύο κατηγορουμένων» για να «βάλουν χέρι στην περιουσία της παθούσας», προτείνοντας εντέλει την ενοχή της κατηγορουμένης. Το δικαστήριο με τη σειρά του κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη και της επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών με τριετή αναστολή, αναγνωρίζοντάς της το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου.
Μαζί της στο εδώλιο θα βρισκόταν, αν ήταν στη ζωή, και ένας άντρας ο οποίος παρίστανε τον επιχειρηματία, έχοντας και την «ευλογία» του αγίου Παϊσίου! Οι κατηγορούμενοι φέρονται να κατάφεραν να αρπάξουν, το 2016, από τη γυναίκα στη Λάρισα περιουσία που ξεπερνούσε συνολικά τα 140.000 ευρώ με αντάλλαγμα ο άντρας να «λύσει» τα υποτιθέμενα μάγια που της έκανε ο σύζυγός της.
Σύμφωνα με τη γυναίκα που έπεσε θύμα, όλα ξεκίνησαν το 2011, όταν γνώρισε την κατηγορούμενη, με την οποία έμεναν στην ίδια γειτονιά και είχαν κοινούς γνωστούς στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Η κατηγορούμενη σύστησε και το σύντροφό της, ο οποίος, όπως τον παρουσίασε στην παθούσα και στο σύζυγό της, ήταν επιχειρηματίας από τη Γερμανία με ένα ιδιαίτερο «χάρισμα». Διέθετε «μεταφυσικές» δυνάμεις επειδή είχε την «ευλογία» του αγίου Παϊσίου και μπορούσε με αυτές τις «δυνάμεις» να λύνει μάγια και να θεραπεύει αρρώστους.
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν επιχειρηματίας στη Γερμανία, αλλά πρώην μάγειρας, που καταδικάστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 για τη δολοφονία ενός άντρα. Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν για τις τεταμένες σχέσεις του ζευγαριού και χρησιμοποίησαν αυτό το στοιχείο προς όφελός τους. Όπως κατέθεσε η παθούσα, οι κατηγορούμενοι άρχισαν να της «βάζουν λόγια» για τον άντρα της, και όταν η ίδια αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας το φθινόπωρο του 2016, μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιό τους.
Ισχυρίστηκαν ότι το πρόβλημα εμφανίστηκε από τα μάγια που έκανε ο σύζυγός της και, για να τη βοηθήσουν, ζήτησαν από την παθούσα να ανάβει κεριά και καντήλια για να εξαγνιστεί το σπίτι και να μεταφέρει σε εκείνους όλα τα χρήματα και τα χρυσαφικά της, ώστε να τα «εξαγνίσει» ο κατηγορούμενος και να «λύσει» έτσι τα μάγια. Εκείνη το έκανε δίνοντας 40.000 δολάρια και χρυσαφικά, η αξία των οποίων ξεπερνούσε τα 100.000 ευρώ.
Αργότερα, όταν τα ζήτησε πίσω και οι κατηγορούμενοι πρόβαλλαν διάφορες δικαιολογίες, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η ανησυχία αυτή επιβεβαιώθηκε όταν ανακάλυψε το πραγματικό όνομα του κατηγορουμένου, και τότε ξεκίνησαν οι απειλές προς την ίδια, προκειμένου να την αποτρέψουν να πάει στις αρχές. Η υπόθεση τελικά πήρε τη νομική οδό, με τα χρήματα και τα κοσμήματα να μην έχουν επιστραφεί στην παθούσα μέχρι σήμερα, όπως κατέθεσε η ίδια στο δικαστήριο.
Η κατηγορούμενη χαρακτήρισε μυθεύματα τα όσα κατέθεσε η παθούσα και αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες που της προσάπτουν. Τόνισε ότι ο κατηγορούμενος ήταν υπεύθυνος για την «αρπαγή» της περιουσίας και χαρακτήρισε την παθούσα «γυναίκα-αράχνη». Ανέφερε επίσης τις δυσκολίες και το συνεχές μπούλινγκ που αντιμετώπιζε όταν αποκαλύφθηκε η απάτη.
Ο εισαγγελέας της έδρας, ωστόσο, στην αγόρευσή του ανέφερε πως «δεν αμφισβητείται η μεταβίβαση της περιουσίας» και τόνισε πως «υπήρξε συμπαιγνία των δύο κατηγορουμένων» για να «βάλουν χέρι στην περιουσία της παθούσας», προτείνοντας εντέλει την ενοχή της κατηγορουμένης. Το δικαστήριο με τη σειρά του κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη και της επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών με τριετή αναστολή, αναγνωρίζοντάς της το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου.