ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Καθηγητής δασολογίας εξηγεί: Γιατί οι φωτιές «προτιμούν» τα νησιά και τη νότια Ελλάδα - Η σύνδεση με τις βροχές του Ιουνίου
«Οι καθημερινές μας ενέργειες έχουν αντίκτυπο»
O Γιάννης Γήτας, καθηγητής του Τμήματος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, ήταν καλεσμένος σε εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης τονίζοντας ότι: «Αρχές Ιουνίου οι βροχές έφεραν πράσινη βλάστηση που όμως, έγινε καύσιμη ύλη για τις φωτιές του Ιουλίου, μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα. Kι αυτό αποδεικνύει τις συνέπειες μιας ιδιαίτερης χρονιάς με μεγάλη περίοδο ξηρασίας και καύσωνα διαρκείας».
«Την άνοιξη είχαμε πολλές και δυνατές βροχές στη βόρεια και στη νότια Ελλάδα, ενώ στο τέλος του Μαΐου οι τουρίστες έφταναν στο αεροδρόμιο της Ρόδου το οποίο είχε γεμίσει νερά», υπενθύμισε ο καθηγητής για να εξηγήσει ότι: «Με μεγάλη περίοδο ξηρασίας και ημερών με καύσωνα ήταν λογικό να στεγνώσει η βλάστηση και δυστυχώς να αποτελέσει το μέσο εκείνο που στο οποίο μπορούσε μια φωτιά εύκολα να επεκταθεί και ιδιαίτερα όταν αυτό συνδυάστηκε με ημέρες ανέμων της τάξης των 8 και 9 μποφόρ».
Η Ελλάδα χωρίζεται σε δύο ζώνες οι οποίες έχουν μια χρονική υστέρηση στο πότε είναι έτοιμες να αρπάξουν και να μεταδώσουν μια πυρκαγιά. Οι μεγάλες φωτιές μέχρι τώρα ξεσπούν στα νησιά και στη νότια Ελλάδα και ευτυχώς ακόμη στη Βόρεια Ελλάδα έχουμε ελάχιστες μεγάλες πυρκαγιές, με εξαίρεση την Κέρκυρα, πρόσθεσε ο κ. Γήτας ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε σε τρόπους πρόληψης και αποτροπής.
«Η πολιτεία λοιπόν θα πρέπει να βοηθήσει στην αναγέννηση μιας δασικής υπηρεσίας. Και από την άλλη μεριά είναι και η δική μας συμμετοχή, αν καταλάβουμε ότι οι καθημερινές μας ενέργειες έχουν αντίκτυπο», είπε ο καθηγητής.
Και συμπλήρωσε: «Είναι πολύ σημαντικό πλέον να αρχίσουμε να διαχειριζόμαστε το δάσος σε ετήσια βάση και όχι μόνο κατά τη διάρκεια του θέρους ή της αντιπυρικής περιόδου, αναφορικά με τα μέτρα καθαρισμού. Σχετικά με το πώς μπορεί να μειωθεί αυτού του τύπου η ξερή βλάστηση, ο Γιάννης Γήτας αναφέρθηκε σε κάποια πειράματα που διεξήχθησαν στη Χίο τα τελευταία 2 -3 χρόνια με μικρές ελεγχόμενες πυρκαγιές που ελαττώνουν την καύσιμη ύλη. Αυτή είναι μια τεχνική που εφαρμόζεται σε πολλές χώρες και θα μπορούσε να καθιερωθεί, όπως είπε, ως ένα από τα μέτρα διαχείρισης της καύσιμης ύλης στα ελληνικά δάση».
«Την άνοιξη είχαμε πολλές και δυνατές βροχές στη βόρεια και στη νότια Ελλάδα, ενώ στο τέλος του Μαΐου οι τουρίστες έφταναν στο αεροδρόμιο της Ρόδου το οποίο είχε γεμίσει νερά», υπενθύμισε ο καθηγητής για να εξηγήσει ότι: «Με μεγάλη περίοδο ξηρασίας και ημερών με καύσωνα ήταν λογικό να στεγνώσει η βλάστηση και δυστυχώς να αποτελέσει το μέσο εκείνο που στο οποίο μπορούσε μια φωτιά εύκολα να επεκταθεί και ιδιαίτερα όταν αυτό συνδυάστηκε με ημέρες ανέμων της τάξης των 8 και 9 μποφόρ».
Η Ελλάδα χωρίζεται σε δύο ζώνες οι οποίες έχουν μια χρονική υστέρηση στο πότε είναι έτοιμες να αρπάξουν και να μεταδώσουν μια πυρκαγιά. Οι μεγάλες φωτιές μέχρι τώρα ξεσπούν στα νησιά και στη νότια Ελλάδα και ευτυχώς ακόμη στη Βόρεια Ελλάδα έχουμε ελάχιστες μεγάλες πυρκαγιές, με εξαίρεση την Κέρκυρα, πρόσθεσε ο κ. Γήτας ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε σε τρόπους πρόληψης και αποτροπής.
«Η πολιτεία λοιπόν θα πρέπει να βοηθήσει στην αναγέννηση μιας δασικής υπηρεσίας. Και από την άλλη μεριά είναι και η δική μας συμμετοχή, αν καταλάβουμε ότι οι καθημερινές μας ενέργειες έχουν αντίκτυπο», είπε ο καθηγητής.
Και συμπλήρωσε: «Είναι πολύ σημαντικό πλέον να αρχίσουμε να διαχειριζόμαστε το δάσος σε ετήσια βάση και όχι μόνο κατά τη διάρκεια του θέρους ή της αντιπυρικής περιόδου, αναφορικά με τα μέτρα καθαρισμού. Σχετικά με το πώς μπορεί να μειωθεί αυτού του τύπου η ξερή βλάστηση, ο Γιάννης Γήτας αναφέρθηκε σε κάποια πειράματα που διεξήχθησαν στη Χίο τα τελευταία 2 -3 χρόνια με μικρές ελεγχόμενες πυρκαγιές που ελαττώνουν την καύσιμη ύλη. Αυτή είναι μια τεχνική που εφαρμόζεται σε πολλές χώρες και θα μπορούσε να καθιερωθεί, όπως είπε, ως ένα από τα μέτρα διαχείρισης της καύσιμης ύλης στα ελληνικά δάση».