«Εδάφη όπου τα φερτά υλικά έχουν πάχος μικρότερο του βάθους άροσης (20-30 εκ.) δεν θα επηρεαστούν καθότι όταν αποτραβηχτούν τα νερά και η υγρασία του εδάφους μειωθεί σε βαθμό που επιτρέπει την εδαφοκατεργασία (ρώγος), θα γίνει άροση και ανάμιξη με το γόνιμο υπόστρωμα» . Αυτά τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας κ. Νίκος Δαναλάτος, αναφερόμενος στο κατά πόσο η κακοκαιρία Daniel επηρέασε τα εδάφη του θεσσαλικού κάμπου.

Ο ίδιος δεν παραλείπει να τονίσει πως «σε περιοχές όπου το βάθος των φερτών υλικών είναι πάχους μεγαλύτερο των 50-60 εκ., ανάλογα και με τα φερτά υλικά θα είναι δύσκολη η καλλιέργεια και το σχηματισθέν νέο εδαφικό υπόστρωμα θα είναι στρωσιγενές (stratified), θα έχει μικρό πορώδες, θα συμπιέζεται εύκολα, θα ταρατσώνει (λόγω της ιλύος) και γενικά θα έχει για μερικά χρόνια υποβαθμισμένες φυσικές ιδιότητες έτσι ώστε αναμένεται μείωση της παραγωγικότητας που σύμφωνα με προηγούμενες παρατηρήσεις πεδίου θα κυμαίνεται από 10-30% ίσως και παραπάνω».

Επίσης, σημειώνει πως σε λίγα χρόνια (2-5) σταδιακά θα δημιουργηθεί και σε αυτά τα υποστρώματα, εδαφική δομή και πορώδες, θα γίνει ανάμιξη με το υπέδαφος και θα επανέλθει σταδιακά η παραγωγικότητα στα αρχικά επίπεδα. Στα εδάφη όπου τα φερτά υλικά έχουν ενδιάμεσο πάχος αναμένεται και αναλογικά ενδιάμεση επίδραση ως προς την παραγωγικότητα. Μιλώντας στη συνέχεια για τα εδάφη που θα έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα, ο κ. Δαναλάτος τονίζει πως «συνήθως το μεγαλύτερο πρόβλημα θα έχουν τα εδάφη στο πεδίο πλημμυρών του ποταμού (π.χ. σε μια ακτίνα περί το 1 χλμ από τις κοίτες του ποταμού και κατά μήκος αυτού και των παραποτάμων και χειμάρρων). Σε μεγαλύτερη απόσταση βρίσκεται το μαιανδρικό πεδίο με αποθέσεις μικρότερου πάχους και λεπτότερης υφής (π.χ. αργίλου) και εκεί το πρόβλημα θα είναι αρκετά μικρότερο». «Σε καμία περίπτωση όμως η πλημμύρα, εξηγεί, δεν θα ακυρώσει ή θα κάνει ανενεργά τα εδάφη, πέρα από μια προσωρινή υποβάθμιση κάποιου βαθμού της παραγωγικότητας όπως προανέφερα».

«Βεβαίως αύξηση των εισροών υπό την μορφή της προσθήκης οργανικής ουσίας και οργανικών λιπασμάτων μπορεί να ανασχέσει σε μεγάλο βαθμό τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις. Επίσης, εισηγούμαστε μειωμένη κατεργασία λόγω του κινδύνου συμπίεσης, ταρατσώματος και καταστροφής της δομής, έως και τη χρήση μηχανών ακαλλιέργειας (σποράς κατευθείαν στο χωράφι)», προσθέτει επίσης ο καθηγητής. Για να καταλήξει τονίζοντας ο κ. Δαναλάτος:

«Κυρίως επηρεάζονται οι ετήσιες αροτραίες καλλιέργειες (βαμβάκι, αραβόσιτος, σιτηρά, λαχανικά, κλπ). Θα επηρεαστούν σε πολύ μικρότερο βαθμό οι βαθύριζες δενδρώδεις καλλιέργειες».