Με πέντε όχι από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ξεκίνησε από τα χαράματα η 24ωρη απεργία της ΑΔΕΔΥ , του Εργατικού Κέντρου Αθηνών και των συνδικάτων του ΠΑΜΕ.

Η Αθήνα βρίσκεται σε απεργιακό κλοιό με δύο συγκεντρώσεις στο κέντρο της πόλης από τα συνδικάτα που αντιδρούν στο εργασιακό νομοσχέδιο, το οποίο εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής προς ψήφιση, και ζητούν την απόσυρσή του.

Οι συνδικαλιστές χαρακτηρίζουν το νομοσχέδιο «τερατούργημα» που όπως λένε έρχεται να νομιμοποιήσει αυτή την εργασιακή ζούγκλα, δηλαδή:

1. Τις συμβάσεις «των ελαχίστων-μηδενικών ωρών» των όρων. Δηλαδή να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι 24 ώρες πριν, όποτε ο εργοδότης τους έχει ανάγκη, που στην πράξη σημαίνει να μην ξέρουν καν τι μισθό θα λάβουν στο τέλος του μήνα, τι αποδοχές αδείας και επιδομάτων, να μην έχουν κανέναν οικογενειακό προγραμματισμό. Η κυβέρνηση απαντά ότι η πρακτική αυτή ακολουθείται και τώρα και κυρίως δεν αμείβεται. Με το νομοσχέδιο εισάγεται υποχρεωτικό ημερομίσθιο. Ο εργαζόμενος θα πρέπει να έχει ειδοποιηθεί εγγράφως από τον εργοδότη του (γραπτό μήνυμα μέσω κινητού τηλεφώνου-sms, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κ.ά.) για την ανάληψη εργασίας σε εύλογο χρόνο που δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 24 ωρών πριν από την πραγματοποίησή της. Εάν τα παραπάνω δεν ισχύουν, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την ανάληψη της εργασίας, χωρίς οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση σε βάρος του από τον εργοδότη. Επίσης, εάν η ανάληψη εργασίας ακυρωθεί από τον εργοδότη μέσα στις τελευταίες 24 ώρες, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση που αντιστοιχεί στο ημερομίσθιο της εργασίας που ακυρώθηκε.

2. Τη δυνατότητα για «παράλληλη απασχόληση» σε περισσότερους από έναν εργοδότες, με εργασία που φτάνει και τις 13 ώρες τη μέρα, 78 ώρες την εβδομάδα. Η δεύτερη και η τρίτη δουλειά δεν είναι επιλογή -σημειώνουν- και δικαίωμα για τους εργαζόμενους όπως προκλητικά ισχυρίζεται η κυβέρνηση, αλλά εξαναγκασμός που οφείλεται στους χαμηλούς μισθούς και την ακρίβεια. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι εντός ενός 24ώρου χωρεί μια πλήρης απασχόληση (8ωρο) και μια μερική απασχόληση σε δεύτερο εργοδότη, η οποία ωστόσο έχει ως ανώτατο όριο τις 5 ώρες (συνολικά, δηλαδή, εργασία 13 ωρών). Αυτό συμβαίνει γιατί το ΠΔ 88/99 αξιώνει την εξασφάλιση ελάχιστης συνεχούς ανάπαυσης για τον εργαζόμενο διάρκειας 11 ωρών, η οποία και εξακολουθεί να είναι δεσμευτική. Δεύτερη εργασία μπορεί να κάνει κάποιος, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει ρήτρα «αποκλειστικής απασχόλησης» στη σύμβαση που έχει με την κύρια εργασία. Στην περίπτωση της 2ης εργασίας υπάρχει ο περιορισμός του άρθρου 16 παρ. 3 του ΠΔ 27/4.07.1932, σύμφωνα με το οποίο ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να απασχολήσει μέσα στην ίδια ημέρα μισθωτούς οι οποίοι ήδη έχουν εργαστεί σε άλλη επιχείρηση ολόκληρο το νόμιμο ωράριό τους, αλλά μόνο για τόσες ώρες όσες υπολείπονται για να συμπληρωθεί το νόμιμο ωράριο της ημερήσιας εργασίας.

3. Την κατάργηση του 5ήμερου ορίζοντας το 6ήμερο ακόμα και το 7ήμερο, χωρίς να προβλέπεται δεύτερο ρεπό μέσα στην εβδομάδα. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν αλλάζει το πενθήμερο. Η διάταξη ισχύει μόνο για τη βιομηχανία που δουλεύει με πενθήμερο και η 6η μέρα πληρώνεται με 40% επιπλέον ημερομίσθιο.

4. Την πρόβλεψη για περίοδο «δοκιμής» για 6 μήνες και δυνατότητα απόλυσης πριν από τη λήξη της σύμβασης, απελευθερώνοντας και άλλο τις απολύσεις για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο εργοδότης δύναται κατά τη σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου να συμφωνήσει με τον εργαζόμενο δοκιμαστική περίοδο χρονικού διαστήματος έως έξι μηνών (αντί 12 που ισχύει), στη διάρκεια της οποίας η σύμβαση ή η σχέση εργασίας τελεί υπό δοκιμή. Εφόσον η δοκιμαστική υπηρεσία είναι επιτυχής, ως χρόνος έναρξης θα λογίζεται η αρχική ημερομηνία πρόσληψης.

5. Την πρόβλεψη για ποινές φυλάκισης «τουλάχιστον έξι μηνών» και χρηματικές ποινές για όποιον «παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο την ελεύθερη και ακώλυτη προσέλευση ή αποχώρηση από τον χώρο εργασίας» ή «συμμετέχει σε κατάληψη χώρων εργασίας ή εισόδων τους κατά τη διάρκεια απεργίας ή ανεξαρτήτως αυτής». Σύμφωνα με την κυβέρνηση, όπως ιερή είναι η απεργία, εξίσου ιερό είναι και το δικαίωμα κάποιου να θέλει να εργαστεί. Έτσι, η παρεμπόδιση θα τιμωρείται με ποινή φυλάκισης ή χρηματικό πρόστιμο μέχρι 5.000 ευρώ.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 21/9