Στην επίθεση βγαίνει ο Ιερώνυμος: Θέλουν την υποταγή της Εκκλησίας
«Δεν έχουμε αντίρρηση να έχουμε διακριτούς ρόλους, αλλά να έχουμε τίμιους διακριτούς ρόλους και όταν υπάρχουν ανάγκες να συνεργαζόμαστε για το καλό του τόπου»
«Δεν έχουμε αντίρρηση να έχουμε διακριτούς ρόλους, αλλά να έχουμε τίμιους διακριτούς ρόλους και όταν υπάρχουν ανάγκες να συνεργαζόμαστε για το καλό του τόπου», τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αναφερόμενος στο χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας. «Είναι λανθασμένη φράση ο χωρισμός. Στην ποιμαντική της Εκκλησίας δεν υπάρχει βία. Είναι ελεύθερος ο καθένας. Όποιος θέλει φεύγει και μάλιστα δεν του λέμε να μην ξανάρθει. Η Εκκλησία είναι μάνα και δέχεται πίσω το παιδί της όταν επιστρέφει.
Επίσης, δεν έχουμε αντίρρηση να έχουμε διακριτούς ρόλους, αλλά να έχουμε τίμιους διακριτούς ρόλους και όταν υπάρχουν ανάγκες να συνεργαζόμαστε για το καλό του τόπου. Κανείς δεν θέλει τον χωρισμό της Εκκλησίας, την υποταγή της θέλουν, αλλά αυτό δεν γίνεται» ανέφερε ο Αρχιεπίσκοπος. Ενώ μίλησε και για τη μισθοδοσία του κλήρου και την εκκλησιαστική περιουσία που έχει προσφερθεί στο κράτος, για να ολοκληρώσει την ομιλία του με τη σημείωση ότι «το μόνο που θέλουμε είναι να ωφεληθεί ο κόσμος, να υπάρχει τάξη και ειρήνη». Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, απηύθυνε κατά την επίσκεψή του στη Σχολή Εθνικής Αμυνας ομιλία με θέμα «Η συμβολή του Ιερού Κλήρου στην επανάσταση του 1821».
«Αν και σε συνθήκες δουλείας, η Εκκλησία συνιστούσε στοιχείο ενοποιητικό και διαμορφωτικό της ελληνικής ταυτότητας είτε αυτή αποκαλείτο «το ελληνικόν», είτε το «γραικικόν» ή το «ρωμαίικον», καθώς υποχωρούσε η οικουμενική συνείδηση και πλέον η ορθόδοξη πίστη αποκτούσε για τους Έλληνες ανοικτά εθνική συνείδηση», τόνισε. Ο Αρχιεπίσκοπος πραγματοποίησε αναφορά στους κληρικούς που βρίσκονταν στα στρατόπεδα για να ετοιμάζουν εφόδια για τους αγωνιστές, στους ιερείς που πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή, αλλά και στους μοναχούς-μέλη της Φιλικής Εταιρείας και στην προσφορά αργυρών σκευών για την πληρωμή του ελληνικού στρατού.
Επιπρόσθετα, παρέθεσε στοιχεία ιστορικών και ερευνητών σχετικά με τη συμμετοχή των αρχιερέων στην επανάσταση του '21 και επισήμανε πως «δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι η παρουσία και προσφορά τους κρίνεται ισότιμη και ισοβαρής με εκείνη των μεγάλων συναγωνιστών τους οπλαρχηγών». Ιδιαίτερα αναφορικά με τη συνδρομή των κληρικών, συμπλήρωσε ότι «η επανάσταση του ‘21 και ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία, ωρίμασαν ως κοινός καρπός της συνυφασμένης ελληνικής ψυχής και εκκλησιαστικής συνείδησης του λαού μας και πραγματώθηκαν ως έργο, σε μεγάλο βαθμό, του κλήρου». «Κάθε εκπαιδευτική προσπάθεια εκκινεί και τερματίζει με κέντρο και κατευθυντήρια γραμμή την Εκκλησία. Ιδρύονται σχολές όπου διδάσκονται και μεταφράζονται Έλληνες και δυτικοί συγγραφείς και κληρικοί λόγιοι αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές του νεοελληνικού διαφωτισμού» υπογράμμισε. Αναφέρθηκε στη συμβολή του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στην παιδεία με τη δημιουργία σχολείων σε όλη τη χώρα, αλλά και των αγίων Νικόδημου Αγιορείτη, Αθανάσιου Πάριου και του Αρχιεπισκόπου Κορίνθου Μακάριου Νοταρά, που υπήρξαν και οι γνήσιοι εκφραστές του κινήματος των Κολλυβάδων.
Αξίζει να αναφερθεί η έμφαση την οποία έδωσε, όταν απάντησε σε ερώτηση αξιωματικού για το «ποια θα είναι τα σύγχρονα κρυφά σχολειά σήμερα, στην περίπτωση που ο ισλαμικός φονταμενταλισμός χρησιμοποιήσει τον «δούρειο ίππο» των παράνομα εισερχόμενων προσώπων»: «Κρυφά σχολεία τότε δεν ήταν μόνο τα συστηματικά, αλλά κάθε πατέρας, κάθε μάνα, κάθε γονιός που ήθελε να μάθει γράμματα το παιδί του», τόνισε για να προσθέσει: «Ένα κρυφό σχολείο είναι ο πατέρας και η μάνα. Κάθε οικογένεια είναι ένα κρυφό σχολείο, εξαρτάται από τι οικογένεια θέλουμε». Όμως, αναρωτήθηκε «είναι η οικογένεια έτοιμη να στηρίξει τα παιδιά μας σήμερα; Μπορεί να τους δώσει αυτό που πρέπει; Είναι ένα μεγάλο θέμα», επισήμανε. Τον Αρχιεπίσκοπο συνόδευε ο ιεροκήρυκας της Αρχιεπισκοπής και διευθυντής του ιδιαίτερου γραφείου του, αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαθανασίου, ενώ στην υποδοχή τους ήταν ο διοικητής της Σχολής αντιναύαρχος Αλέξανδρος Διακόπουλος (ΠΝ). Ο διευθυντής της Σχολής Εθνικής Άμυνας απένειμε στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο τον θυρεό της Σχολής, ως ένδειξη τιμής προς το πρόσωπό του, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος ανταπέδωσε με την προσφορά εικόνας με τον Απόστολο Παύλο στην Πνύκα, καθώς «από εδώ ξεκίνησε ο Χριστιανισμός».